Τα πράγματα δεν είναι ΠΟΤΕ έτσι όπως φαίνονται.
Κάποτε ένας αστρονόμος είπε: «Ερεύνησα από την μια άκρη στην άλλη το σύμπαν με το τηλεσκόπιό μου. Πουθενά δεν βρήκα τον Θεό». Και κάποιος βιολιστής του απάντησε: «Και εγώ πήρα το βιολί μου και εξέτασα κάθε κομμάτι του και κάθε χορδή του. Πουθενά δεν βρήκα μουσική». Μη διαβάσετε τις επόμενες σελίδες με τον τρόπο που θα τις διάβαζε ο αστρονόμος.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΟ ΣΤΡΙΦΝΟ ΒΙΒΛΙΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΟ ΣΤΡΙΦΝΟ ΒΙΒΛΙΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

15 Μαΐου 2016

Το στριφνό βιβλίο (ΟΙ ΜΗ-ΧΡΟΝΟΣ)

«Έχω πολλή δουλειά και λίγο χρόνο».
Γύρισα ξαφνιασμένος από την ξαφνική παρουσία πίσω μου.
«Και εσύ πολλή δουλειά και καθόλου χρόνο».
Ο άνδρας είχε εμφανιστεί από το πουθενά.
«Θα σου δείξω τον Κόσμο και το Δάσος. Τους Ανυποψίαστους και τους Ιχνηλάτες. Τους Κυνηγούς και τους Άχρονους».
Έκανε μια κίνηση.
«Κοίτα γύρω σου. Βρίσκεσαι στο Νησί. Περιβάλλεται από τον Ωκεανό. Στις παραλίες του οι Ανύποπτοι σπαταλούν την ζωή τους. Νομίζουν ότι είναι το κέντρο του σύμπαντος. Χτίζουν σπίτια, φτιάχνουν περιουσίες, αποκτούν φήμη και δόξα. Αλλά δεν ξέρουν να είναι σιωπηλοί. Ούτε να περπατούν αθόρυβα. Ούτε να ανάβουν φωτιά με τα χέρια τους. Υπερασπίζονται τον εαυτό τους, δεν τον προφυλάσσουν. Περπατούν και φωνάζουν, αναλώνουν και καταστρέφουν ασυλλόγιστα το περιβάλλον τους. Και έτσι γίνονται εύκολα θύματα.
Εκείνοι, που κατακρεουργούν όποιον μπει στο Δάσος, δεν συγχωρούν τους απρόσεκτους. Παραμονεύουν παντού. Ψάχνουν για καταστροφές και θορύβους. Υπομονετικοί και ήρεμοι παρακολουθούν το θύμα τους. Και όταν έρθει ο κατάλληλος χρόνος επιτίθενται. Με τέχνη άφθαστη. Έχουν τον χρόνο με το μέρος τους.
Μέσα όμως στα κοιμισμένα μπουλούκια τυχαίνει κάποιος να ανησυχήσει. Καταλαβαίνει το μάταιο της ζωής του. Και αρχίζει να ψάχνει. Με λίγη τύχη ίσως μπορέσει να μάθει κάτι για τους Ιχνηλάτες και τους Κυνηγούς. Και ίσως επιθυμήσει να ξεκινήσει για να βρει τους Άχρονους. Τότε μετά από πολλούς κινδύνους και αν επιζήσει από Εκείνους (έτσι λέμε τους Κυνηγούς, γιατί αν πεις το όνομά τους έρχονται) μπορεί να έρθει σε επαφή με τους Ιχνηλάτες.
Είναι αυτοί που άφησαν πίσω τους τον Κόσμο και μπήκαν στο Δάσος από ανάγκη να βρουν τους Άχρονους.
Και γίνονται φοβερές μάχες. Πόνος και δάκρυ, αίμα και ζωές ξοδεύονται σε αυτόν τον ατελείωτο πόλεμο. Πότε νικούν οι μεν και πότε οι δε. Αλλά συνήθως Εκείνοι είναι που κουβαλούν στις σκηνές τους τα περισσότερα τρόπαια. Γιατί το Κακό γίνεται με πολλούς τρόπους και διάφορους. Και έχει άμεση ανταμοιβή. Ενώ το Καλό γίνεται μόνο με έναν και πρέπει να περιμένεις.
Λένε πως στους χίλιους Ανυποψίαστους ένας θα ανησυχήσει. Στους χίλιους που θα ανησυχήσουν ένας θα μπορέσει να ξεφύγει από Εκείνους. Στους χίλιους που θα ξεφύγουν ένας θα γίνει Ιχνηλάτης. Και από τους χίλιους Ιχνηλάτες ένας θα καταφέρει να γνωρίσει τους Άχρονους. Οι υπόλοιποι, μπλεγμένοι στους λαβυρίνθους του Δάσους, θα χάσουν άθλια τον χρόνο τους και θα γίνουν βορά Εκείνων. Και οι εναπομείναντες σιωπηλοί και αθόρυβοι κάνουν αυτό που πρέπει και ερευνούν για τους Άχρονους. Μέχρι να τους βρουν. Και να γίνουν ένα με αυτούς.
Αν μπεις στο Δάσος και μείνεις ακίνητος και σιωπηλός (αρκετά) θα μπορέσεις να αφουγκραστείς Εκείνους. Θα νοιώσεις το πέρασμά τους στα θροΐσματα των θάμνων. Θα αντιληφθείς τα ίχνη τους στα ρυτιδιάσματα στο νερό. Θα ακούσεις τις φωνές τους στο σφύριγμα του αέρα. Θα δεις το έργο τους στις εκατόμβες των Ανυποψίαστων. Την δύναμή τους στα πλήθη των νικημένων επαναστατών. Και θα αισθανθείς στην καρδιά σου τον Τρόμο τους.
Και αν είσαι πολύ σκληρός και πολύ τυχερός και πολύ ταπεινός θα βρεις τους Άχρονους.
Είναι εκείνοι που έχτισαν το Νησί. Και φύτεψαν το Δάσος. Και έφτιαξαν τον Ωκεανό. Και κάλεσαν τον άνεμο. Και άναψαν τον Ήλιο. Και κούρντισαν το ρολόι του Χρόνου. Και ακόνισαν το δρεπάνι του. Και μετά πήγαν εκεί που κανείς θνητός δεν μπορεί να διανοηθεί. Αφήνοντας στην Πόρτα τις Ερινύες να φυλάνε τον Δρόμο.
Και εκείνες ψάχνουν. Διαλέγουν τον στόχο τους. Και την κατάλληλη στιγμή εξαπολύουν την επίθεσή τους. Που ούτε Εκείνοι μπορούν να αντέξουν. Που πρέπει όμως να αντέξεις εσύ. Αν θέλεις να μπεις στον κόσμο του Θαυμαστού. Με τα Απροσδιόριστα όρια.
Έτσι πρέπει να αφήσεις τον Κόσμο. Να τριγυρίσεις στο Δάσος. Απαλός και άδειος σαν μωρό. Σιωπηλός και αθόρυβος. Σμιλεύοντας τον εαυτό σου στο σκοτάδι. Τριγυρνώντας χωρίς σκοπό. Μέχρι να σε ανακαλύψουν. Και να ελπίζεις να είσαι αρκετά δυνατός για να αντέξεις. Γιατί ο Νόμος δηλώνει ότι:
Πρέπει να είσαι ζεστός ή να είσαι κρύος. Διαφορετικά ο Απροσδιόριστος θα σε κάνει εμετό.
Ο άνθρωπος με το πουρναρόκλαδο με κοίταξε από πάνω ως κάτω ερευνητικά.
Έπειτα χωρίς μιλιά εξαφανίστηκε στα βάτα αφήνοντάς με πανικόβλητο στην μέση του Κόσμου.

5 Μαΐου 2016

Το στριφνό βιβλίο (ΤΟ ΗΦΑΙΣΤΕΙΟ)

-Βγαίνω έξω. Μεσημέρι. Βλέπω την γκρίζα σκόνη που σκεπάζει τα σπίτια.
Το ηφαίστειο…
-Θόρυβος, αυτοκίνητα και τρελαμένοι άνθρωποι.
Ο κώνος του υψώνεται μαύρος στον ουρανό.
-Σκουπίδια και χαρτιά που σπρώχνονται από τον αέρα.
Ρόγχος ακούεται από τα έγκατα του βουνού.
-Κάποιο ζωάκι είναι πατημένο στην άσφαλτο.
Στην κορφή, μέσα στην χαίνουσα πληγή του κρατήρα διακρίνεται το άλικο στόμα του δράκου.
-Συνεχίζονται οι πυρκαγιές στα παρθένα δάση, ακούγεται ένα ράδιο.
Κοιμισμένος (ακόμα) ροχαλίζει με μπουκωμένο μουγκρητό.
-Ένα πιτσιρίκι, ξυπόλητο, απλώνει το χέρι δήθεν παραπονιάρικα.
Θανατερή αποφορά θειαφιού γεμίζει τον χώρο.
-Επιδημίες μετά τον Εγκέλαδο στο Πακιστάν των πυρηνικών όπλων.
Ο γίγας ξεροβήχει φτύνοντας πυρωμένα σάλια στους μαύρους βράχους.
-Νέο κύμα εξαθλιωμένων προσφύγων στα σύνορα.
Κουνιέται, με ισχυρούς κραδασμούς.
-Νέος εμφύλιος στην Αφρική, γράφει η εφημερίδα.
Βρώμα, τέφρα και σιχαμερά αέρια βγαίνουν από το ρυτιδιασμένο πετσί του.
-Το εισόδημα στις πολιτισμένες χώρες αυξήθηκε φέτος κατά 2,5%.
Υπόκωφες δονήσεις αποκαλύπτουν ότι ξυπνά.
-Νέο πρόγραμμα για τον πόλεμο των άστρων που θα στοιχίσει μερικά τρις.
Η καυτερή ανάσα του γίνεται γρηγορότερη.
-Χρειάζεται επιτάχυνση των ρυθμών οικονομικής ανόδου στις χώρες του τρίτου κόσμου.
Πυκνοί καπνοί δείχνουν τον κίνδυνο από τον θυμό του θηρίου..
-Παιδιά σκοτώνονται από οπλισμένο μαθητή σε σχολείο.
Μπουκιές δηλητηριώδους αερίου σηκώνονται και δημιουργούν αποτρόπαιο στέμμα. Στην κορυφή.
-Οι θρησκευτικοί ηγέτες όλου του κόσμου προσεύχονται για ειρήνη.
Τράνταγμα και ανατριχιαστικό τρίξιμο στους πυρωμένους βασάλτες.
-Όμως, μόνο προσεύχονται.
Ο δράκος ξυπνά βροντώντας και μουγκρίζοντας ξερνά το πυρωμένο αίμα της γης πιτσιλώντας, καίγοντας και ρημάζοντας τα πάντα.

23 Απριλίου 2016

Το στριφνό βιβλίο (ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΑΝΤΡΕΣ: Ο ΓΕΡΟΣ)

Έπειτα μίλησε ο γέρος. Φορούσε βαριά δερμάτινα ρούχα που είχαν όλη την τρίχα τους. Το ξύλο που κράταγε ήταν γυαλισμένο και στην άκρη του ήταν δεμένη, με λεπτές λουρίδες δέρματος μία σιδερένια αιχμή. Στα πόδια του ήταν σκεπασμένα με μαλακό δέρμα που τον προφύλασσε από τα αγκάθια του δάσους.
-Πριν πολλά χρόνια σταμάτησα να υποφέρω από τα τέσσερα στοιχειά της φύσης.
Ανάλγητος εκεί που έπρεπε.
Καυτός εκεί που έπρεπε.
Σταθερός εκεί που έπρεπε.
Υποχωρητικός εκεί που έπρεπε.
Στοργικός εκεί που έπρεπε.
Κρύος εκεί που έπρεπε.
Ασταθής εκεί που έπρεπε.
Επίμονος εκεί που έπρεπε.
Μιλούσα για τον Απροσδιόριστο
αλλά κανένας δεν με καταλάβαινε.
Υπέφερα και έριχνα το σφάλμα στους άλλους...
Τότε συνάντησα «Εκείνον που ξέρει» και μου είπε:
«Γιατί νομίζεις ότι έφτασες εκεί που δεν έχεις πλησιάσει καν;
Ο Σοφός συντονίζεται με τον Έναν
αλλά και με τις ανάγκες του κόσμου,
είναι αμερόληπτος,
δεν διαχωρίζει και δεν κρίνει,
ακούει και βλέπει σαν ένα μικρό παιδί.
Άδειασε το μυαλό σου,
την καρδιά σου ειρήνευσε,
η επιστροφή στην πηγή είναι γαλήνη.
Όσο δεν το καταλαβαίνεις,
Θλιμμένος, θα σκοντάφτεις στην σύγχυση.
Όταν νοιώθεις από πού έρχεσαι
γίνεσαι ανεκτικός,
αδιάφορος σαν δέντρο,
καλοκάγαθος σαν γέρος,
αξιοπρεπής σαν βασιλιάς.
Άδειασε τον νου σου από σκέψεις,
προσπάθησε να ηρεμήσεις.
αν το κατορθώσεις αυτό,
θα ξαναγυρίσεις στον Έναν».
Και έτσι τώρα τρέχω, σκαρφαλώνω, κολυμπάω και σκάβω γιατί θέλω να γίνω σαν και Αυτόν.
Για να μάθω να κατεργάζομαι την Πέτρα και το Μέταλλο.
Και να βρω τον κόσμο του Απροσδιόριστου.

17 Απριλίου 2016

Το στριφνό βιβλίο (ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΑΝΤΡΕΣ: Ο ΩΡΙΜΟΣ)

Έπειτα μίλησε ο ώριμος. Φορούσε έναν κοντό δερμάτινο χιτώνα με κουρεμένες τρίχες. Το ξύλο που κράταγε ήταν ξεφλουδισμένο και στην άκρη του ήταν δεμένη, με λεπτές λουρίδες φλούδας, μία λεπίδα κατεργασμένης, κοφτερής πέτρας. Στα πόδια του φορούσε πέδιλα.
-Πριν πολλά χρόνια υπέφερα από τα τέσσερα στοιχειά της φύσης.
Στοργικός εκεί που δεν έπρεπε.
Κρύος εκεί που δεν έπρεπε.
Ασταθής εκεί που δεν έπρεπε.
Επίμονος εκεί που δεν έπρεπε.
Υπέφερα και έριχνα το σφάλμα στους άλλους...
Τότε συνάντησα τον Απροσδιόριστο που μου είπε:
«Κατάγομαι από την Ανατολή
(Φτωχέ θνητέ).
Και ήρθα για σένα από τον Βορρά,
για να μην υπάρξει στην ζωή σου Νότος
και να μην τελειώσεις στην Δύση.
Ήρθα να σου πω για «Αυτόν που Ξέρει»:
Αδιευκρίνιστος και απερίφραστος. Αόριστος και ζοφώδης .
Ιστορώντας τον… λαθεύεις.
Ονοματίζοντας… τον μειώνεις.
Ότι πεις γι αυτόν είναι ψέματα.
Απέραντος Δεσπότης. Εμφανίζεται ξαφνικά.
(Φτωχέ θνητέ)
Σιωπηλός σαν την ματιά.
Γοργοκίνητος σαν την σκέψη.
Ακαριαίος σαν αστροπελέκι.
Βελουδένιος σαν το μωρό το νεογέννητο.
Θανατηφόρος σαν τον νυχτερινό τον τίγρη.
Η ζέστη του είναι σαν της άνοιξης.
Το κρύο του σαν του χινοπώρου.
Μπαίνει χαλαρός και βγαίνει ήρεμος. Ορμητικά υπομονετικός.
Απλώνεται στο κενό σαν τ’ αστραποπύρι .
Περιδιαβαίνει τους ουρανούς. Αποτρόπαιος και τελεσφόρος .
Εκστατικός και μοιραίος.
Αποτελεσματικός και γριφώδης.
Απύθμενος και φρικτός. Φλογερά καλοσυνάτος.
Ταπεινός και δυνατός. Τραντάζει τον χώρο αδιάφορος.
Άπιαστος καβαλάρης σε φτεροπόδαρο κέλητα .
Τροχάζοντας στην πρωινή αχλή .
Στριφογυρνάει την ατσαλένια λεπίδα στο χέρι.
Αθόρυβα χωρίζει τον ουρανό από την γη.
Καταστρέφει την φαντασία.
(Φτωχέ θνητέ)
Συντρίβει τα όνειρα. Συστρέφει τα σπλάχνα.
πλημμυρίζει τον χώρο.
Δεν έχει χρώμα να δεις.
Δεν έχει ήχο να ακούσεις.
(Φτωχέ θνητέ)
Μπορείς μόνο να νοιώσεις το κόψιμο.
Χαράζει την καρδιά η κοφτερή λάμα.
Η αγωνία του σε πλημμυρίζει.
Θανατερό φαρμάκι.
Σαν οδυνηρός χείμαρρος.
Θολερός και βροντώδης.
Και συντρίβεσαι από έναν ωκεανό νοσταλγίας.
Ανήμπορος να αντέξεις το βάρος.
Με φοβερή την πληγή από το μαύρο σίδερο.
Με το αίμα να χοχλακίζει στις φλέβες.
(Φτωχέ θνητέ)
Αφήνεσαι να πέσεις στο χώμα.
Γονατιστά μπρουμουτίζεις στη σκόνη.
Αλυχτάς με πόνο.
Καταρρέεις και διαλύεσαι.
Αναφιλητώντας βογκάς πνιχτά.
Με τα μάτια να τρέχουν πικρό δάκρυ.
Όχι γιατί ο δεινός αλογατάρης σε πόνεσε.
Αλλά γιατί ξέρεις ότι θα ξεχάσεις τον πόνο του.
Ανάξιος να τον συγκρατήσεις.
Ανίκανος να τον ανακαλέσεις.
Απέραντα αστόχαστος.
Μίζερος.
Άθλιος και ποταπός.
Θα αφεθείς στην λήθη.(Φτωχέ θνητέ)
Και όλα θα είναι πάλι ίδια.
Και όλα θα έχουν την ίδια γεύση.
Και όλα θα έχουν την ίδια θωριά.
Και θα ξανακοιμηθείς.
Και θα πάψεις να υπάρχεις.
(Φτωχέ θνητέ)
Μέχρι να ξανάρθει ο πόνος.
Και μαζί και η ενθύμηση.
Και μαζί τους και η ζωή σου.
Και θα ξανακλάψεις.
Για να ξεχάσεις και πάλι.
(Φτωχέ θνητέ)
Γι αυτό:
Κράτησε την ραχοκοκαλιά σου σαν καλάμι.
Ηρέμησε την αναπνιά σου σαν νιογέννητου.
Φτιάσε τ’ ανάβλεμμά σου σαν του μικρού παιδιού.
Την καρδιά σου σαν της νεαρής μάνας.
Το νου σου πέθανε.
Συγκεράσου στους ρυθμούς της φύσης.
Ζήσε αγρολούλουδο.
Κύλησε, προς την Μεγάλη Θάλασσα, χείμαρρος.
Φτεράκισε στον Ουρανό γέρακας.
Κάλεσε τον Θεριστή θαρραλέος.
Αντίκρισε το κοφτερό δρεπάνι μειλίχιος.
Δέξου το Αναπόφευκτο άσφιχτος.
Απτόητος αντιμετώπισε την μοίρα σου.
Την οφειλή σου εκτέλεσε.
Πράξε και γίνε.
Και «Αυτός που Ξέρει» θα έρθει.
Και θα σου φτιάσει το ραχοκόκαλο σαν κυπαρίσσι.
Και την ανασαμιά σου σαν την αύρα την πρωινή.
Και το τήραγμά σου σαν τ’ αϊτού.
Και την καρδιά σου σαν του γέρου πατέρα.
Και θα σε αφανίσει.
Και ο πόνος της μαχαιριάς δεν θα ξαναξεχαστεί.
Πύρινος δραγουμάνος με πολεμικό φαρί .
Απείθαρχος και ρευστός.
Ελεύθερος από τα αιώνια δεσμά.
Αλαφροπάτητος και αμείλιχτος.
Αδιαπέραστος και απλός.
Έτοιμος στην Στιγμή.
Θ’ ανακατεύεις τα Σύμπαντα.
Με καλοσύνη.
Και θα ζήσεις με διάρκεια.
Και θα είσαι «Αυτός που Ξέρει».»
Και έτσι τώρα τρέχω, σκαρφαλώνω, κολυμπάω και σκάβω γιατί θέλω να γίνω σαν και Aυτόν.
Για να μάθω να κατεργάζομαι το Μέταλλο.
Και να μπω στον κόσμο του Απροσδιόριστου.

9 Απριλίου 2016

Το στριφνό βιβλίο (ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΑΝΤΡΕΣ: Ο ΝΕΟΣ)

Οι τρεις άντρες μου έφραξαν τον δρόμο. Τρεις διαφορετικές ηλικίες. Τρία διαφορετικά ντυσίματα. Τρία διαφορετικά όπλα.
Και οι τρεις καμένοι από τον ήλιο, σκονισμένοι και ταλαιπωρημένοι από την πορεία στα βουνά, στέκονταν και με κοιτούσαν Απειλητικά Ξύπνιοι.
Ο νέος μίλησε πρώτος. Φορούσε ένα κομμάτι ακατέργαστο δέρμα γύρω στην μέση του. Κρατούσε ένα μακρύ κλαδί στο χέρι. Ήταν ξυπόλητος.
-Πριν πολλά χρόνια υπέφερα από τα τέσσερα στοιχειά της φύσης.
Ανάλγητος εκεί που δεν έπρεπε.
Καυτός εκεί που δεν έπρεπε.
Σταθερός εκεί που δεν έπρεπε.
Υποχωρητικός εκεί που δεν έπρεπε.
Υπέφερα και έριχνα το σφάλμα στους άλλους...
«Εκείνες τις μέρες ήταν που έναν ειρηνικό συνάντησα πολεμιστή,
κι αυτός να μου μιλήσει για τον κόσμο του με κάλεσε
ο κόσμος του…
ένα στενό όλο κι όλο μονοπάτι στροφές γεμάτο και ανηφόρα γλιστερή
με πλαγιές γλυκές, ονειρικές και λάγνες, υποσχέσεις γεμάτες
κι άπειρες δυνατότητες
όπου χάνεσαι αν κατά λάθος ΚΑΤΗΦΟΡΙΣΕΙΣ.
Και το σπαθί του βγάζοντας μου μίλησε γι’ αυτό:
Είναι το σπαθί που φέρνει πόλεμο όταν είσαι σε ειρήνη
ΑΛΛΑ φέρνει ειρήνη όταν είσαι σε πόλεμο,
Ύστερα το νήμα του (της Αριάδνης) μούδειξε
που οι πολεμιστές πραγματικά το κρατούν
όταν νομίζουν ότι το έχουν χάσει.
Κι ακόμη μου μίλησε για το Φίδι του, το Λιοντάρι και τον Αετό του τους βοηθούς του, στην μάχη, τους πολύτιμους
Όταν το Φίδι σου θα βγάλει φτερά, ΕΙΠΕ
τότε το Λιοντάρι σου δεν θάχει τι να αρπάξει
ΚΑΙ ΤΟΤΕ θα έρθει ο Αετός σου να καταπιεί το Φίδι
και το σπαθί μου θα σου φέρει την ειρήνη
και ΕΣΥ θα είσαι ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ.
Λεπίδα σε σάρκα ζωντανή η ιστορία του, ο πόνος του γλυκός
αγκύλωσε την καρδιά μου
κι ο χρόνος σταματώντας κάγχασε.
Μνήμες αρχαίες σάλευαν στης ψυχής τα βάθη, κι εγώ
τρεμάμενος και ριγώντας να έρπω άρχισα….
στις παρυφές αργοσύρθηκα του πεδίου
αντικρίζοντας τον αποτρόπαιο κόσμο του
να ιδρώνει τιτανική θλίψη.
Κουρνιαχτός, φωνές και κουδούνισμα ατσαλιού….
Φρικτή διεξαγόταν στην πεδιάδα μάχη.
Κι αυτός, το σπαθί του κραδαίνοντας, ατρόμητος βυθίστηκε
και χαμογελαστός στις βαρβαρικές, τις μαύρες λεγεώνες.
Άνιση μάχη, νους εναντίον νου, κίνηση εναντίον κίνησης και το χειρότερο καρδιά εναντίον καρδιάς.
Η αρματωσιά, κατάλευκη, των πολεμιστών φάνταζε,
στα ψυχοφθόρα μέσα τα μαύρα πλήθη,
και στων δυο χεριών μετριόνταν τα δάχτυλα, τόσο λίγοι,
κι όταν ένας μαχητής πέφτει τον άνισο πόλεμο αγωνιζόμενος
δεν υπάρχει λύπη, δεν υπάρχει θρήνος αλλά αδιαφορία
(των πολεμιστών σύντροφος) και σπαθιά υψώνονται στον αέρα
και ιαχές πολεμικές ξεσπούν και πόδια πατούν στον πυρρίχιο
τον νικημένο αποχαιρετώντας
ΑΛΛΑ
και μπροστά στον θάνατό τους χορεύοντας και προκαλώντας τον
και η μάχη ξαναρχίζει,
που δεν έχει αρχή που δεν έχει τέλος
που δεν έχει έλεος για τους αδύνατους
ΟΙ ΟΥΡΑΝΟΙ ΠΑΙΡΝΟΝΤΑΙ ΜΕ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Και έτσι έμαθα για τους ΜΑΧΗΤΕΣ εκείνους
που μυστικά περιφέρονται (και ταπεινά)
πειρατές ναυμαχώντας στου εγωισμού τους τους ωκεανούς
σε ληστρικές πέφτοντας ενέδρες στα πυκνά του νου τους δάση
βαρβαρικά διαλύοντας στίφη στις στέπες της καρδιάς τους τις απέραντες
παραπατώντας και σερνόμενοι στου πάθους τους τους βάλτους
μέχρι που το Φίδι τους να βγάλει φτερά
και το Λιοντάρι τους να μην έχει πια τι να αρπάξει
και έρθει ο Αετός και τους καταβροχθίσει
και έτσι βρουν επιτέλους την γαλήνη του πολεμιστή
(ή την ελευθερία το ίδιο είναι)
Γιατί είναι γραμμένο:
Αν κάνεις ξύπνιος αυτό που έχεις να κάνεις πολλά θα κάνεις
παρόλο που δεν θάθελες να τα κάνεις
και πολλά δεν θα κάνεις παρόλο που θάθελες να τα κάνεις
ΚΑΙ θα σε πάνε εκεί όπου δεν ήθελες
ΚΑΙ σου έχω εξηγήσει
αυτό που είναι ΕΝΑ, αυτό που είναι ΔΥΟ, αυτό που είναι ΤΡΙΑ.
ΚΑΙ γι αυτές τις τρεις δυνάμεις που είναι μόνο μια δύναμη
πρέπει να ξέρεις να μπορείς να σκέφτεσαι.
Σκέψου στο φως της ημέρας σκέψου στο σκοτάδι της νύχτας,
σκέψου κάτω από την βροχή, σκέψου κάτω από την ζέστη
ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ
θα είσαι άνθρωπος από λάσπη, θα σκέφτεσαι πράγματα από λάσπη
και θα γυρίσεις στην λάσπη
ΚΑΙ ΤΟΤΕ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΚΡΥΜΜΕΝΟΣ ΚΥΡΙΟΣ
θα κάνει άλλες λάσπες να τον δεχτούν καλλίτερα
Και έτσι τώρα τρέχω, σκαρφαλώνω, κολυμπάω και σκάβω γιατί θέλω να γίνω σαν και Aυτόν.
Για να μάθω να κατεργάζομαι την Πέτρα και το Μέταλλο.
Και να βρω τον κόσμο του Απροσδιόριστου.

2 Απριλίου 2016

Το στριφνό βιβλίο (Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ)

Έμοιαζε με κραυγή κατσίκας…
που την βασανίζουν…
Παραπονιάρικη.
Με αγωνία. Κάθε τόσο. Κάθε τόσο. Κάθε τόσο.
Και μετά μία στριγκλιά:
«Σκάσε πια. Αν δεν σκάσεις θα σε σκοτώσω».
Περίεργος πρόσεξα την κραυγή.
Σιγά σιγά ξεκαθάρισε και κατάλαβα τον ήχο:
«Μαρίιιια. Μαρίιια».
Ρώτησα. Και έμαθα… Είναι μία γριά. Απέναντι.
Μέσα στην προσωπική μου (πια) κόλαση.
Παράλυτη χρόνια μιλάει μόνο και κουνάει λίγο το ένα χέρι.
Και καλεί, τρελαμένη, την κόρη της.
Που έμεινε ανύπαντρη για να την φροντίζει.
Ίσως γιατί έτσι ήθελε η κοινωνία της.
Ίσως γιατί έτσι νόμιζε αυτή.
Ίσως γιατί φοβήθηκε.
Ίσως… ένας θεός ξέρει για ποιόν άλλον λόγο.
Και πλένει ρούχα σε μία λεκάνη.
Κάθε μέρα πλένει.
Και, όταν δεν αντέχει άλλο,
φωνάζει στην αιτία των ημερών της:
«Σκάσε πια. Αν δεν σκάσεις θα σε σκοτώσω».

ΘΕΟΙ…

Θα ήθελα να ήμουν ὁ Σίβα,
ὁ Εξολοθρευτής,
ὁ νυχτερινός τίγρης.
Να τρέξω σαν τον άνεμο…
Γρήγορος σαν την ματιά…
Σιωπηλός σαν την σκέψη…
Να φέρω τον θάνατο στα έξυπνα ζώα.
Να εξολοθρεύσω αυτή την μίζερη δίποδη φυλή.
Αλλά ποιό το κέρδος;
Πρέπει πρώτα να σκοτώσω τον εαυτό μου.
Το ζώο πού με κρατάει κλεισμένο.
Να σπάσω τα σίδερα.
Πρέπει να «πεθάνω» για να ανθίσω.
Για να σκοτώσω τα έξυπνα ζώα.
Με φρικτό θανατικό από κρύα, δοσμένο, δίκοπη λάμα.
Για να αποκαταστήσω…


ΘΕΟΙ…

Μία μέρα θα γίνω ὁ ΣΙΒΑ.
Και θα ξανάρθω.
Κι ας χρειαστούν χίλιες ζωές…

24 Μαρτίου 2016

Το στριφνό βιβλίο (25η Μαρτίου)

Αν και η γιορτή έπαψε πια να έχει την αίγλη του παρελθόντος.
Αν και οι μνήμες σβήνουν μαζί με την Ελλάδα που αγάπησα.
Αν και πολλοί θα μιλάνε για εθνικισμό και άλλα τέτοια "πολυπολιτισμικά".
Αν και οι "αριστερών πεποιθήσεων" θα γελάσουν.
Δεν μπορώ παρά να αποτίσω φόρο τιμής στους Πρόγονους. Αν κάποιοι από εσάς προτιμάνε να μην έχουν Πρόγονους, δημοκρατία έχουμε και μπορεί ο καθένας να λέει και να σκέφτεται ότι θέλει.

1821

Πέρασαν πολλά χρόνια μέσα σε μαύρο σκοτάδι.

Πείνα. Φρίκη. Οδυρμός.

Κατατρεγμός και θανατικό.

Σφαγές ανελέητες.

Εξανδραποδισμοί και λεηλασίες.

Και φόβος, φόβος, φόβος.

Δεν ξέρω αν ήταν τυχαίο ή θέλημα θεού.

Ούτε αν έπρεπε να συμβεί έτσι ή διαφορετικά.

Αλλά συνέβη.

Μέσα στην καρδιά του σκλάβου φύσηξε η αύρα της ελευθερίας.

Έδιωξε την στάχτη από την ψυχή του.

Και ο Προμηθέας ξαναγύρισε με την φωτιά στο χέρι.

Ανάβοντας φλόγα άσβεστη.

Καταναλώτρια.

Παμφάγο.

Γιατί κανείς δεν μπορεί να ανέβει στην πλάτη σου εάν δεν σκύψεις.

Σφιγμένες γροθιές απαίτησαν:

Ελευθερία ή Θάνατος.

Τότε οι αρχαίοι πρόγονοι ταρακούνησαν τις καρδιές.

Ο πολεμικός παιάνας αντιλάλησε από τα βάθη των αιώνων.

Και ο Ορφέας έπαιξε την λύρα του.

Και οι Κουρήτες χόρεψαν τον πυρρίχιο ψηλά στα απάτητα βουνά τους.

Και ήρθαν οι μακρυμάλληδες Αχαιοί.

Και σηκώθηκαν οι Δωριείς οπλισμένοι με μαύρο σίδερο.

Και ο πανούργος Οδυσσέας μπήκε στην μάχη.

Και οι μαυρόπλωρες τριήρεις άρχισαν να πετούν στα κύματα.

Και ο Λεωνίδας στάθηκε στα στενά.

Και το Ελληνικό αίμα ξύπνησε στις φλέβες.

Χοχλάκισε ζωντανό… αληθινό… αιώνιο!

Ιδρώτας, αίμα και χώμα ανακατώθηκαν σε τιτάνια πάλη.

Πλάθοντας το Απίθανο.

Ενώ η Ευρώπη έκθαμβη παρακολούθησε τον Αγώνα. Θαυμάζοντας τους αρχαίους ήρωες που ξαναζούσαν μέσα στους νεώτερους.

Εξ αιτίας τους εμείς σήμερα

πάμε όπου θέλουμε, κάνουμε ότι θέλουμε, λέμε ότι θέλουμε, είμαστε ελεύθεροι.

Ελαφρύ το χώμα που τους σκεπάζει.

20 Μαρτίου 2016

Το στριφνό βιβλίο (Ο ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ)

Μυρωδιά μούχλας απλώθηκε στην ατμόσφαιρα.
Σαν να άνοιγε μετά από πολλά χρόνια ένα δωμάτιο κλειστό. Έπειτα η μυρωδιά έγινε τόσο δυσάρεστη που άρχισε να αποκτά μια αδιόρατη ευχάριστη γεύση. Σαν νέκταρ λουλουδιού όπως το αισθάνεσαι όταν πιπιλάς τον κάλυκά του. Το στομάχι μου ανακατεύτηκε από την ένταση και ανασηκώθηκα απορημένος.
Στο παρκάκι με τα λιγοστά και αναιμικά δεντράκια δεν υπήρχαν δωμάτια κλειστά από χρόνια. Και ο γέρος που πέρναγε δεν μπορούσε να ανοίξει ανύπαρκτες πόρτες. Ξερόβηξα με δυσαρέσκεια και ο γέρος κοντοστάθηκε και με κοίταξε.
Τον κοίταξα και εγώ.
Τα μάτια του, φρικτές καταβόθρες, σκοτείνιασαν και ένας τρομερός ανεμορούφουλας με κατάπιε. Χάθηκε η πόλη, το παρκάκι, οι θόρυβοι και τα καυσαέρια των αυτοκινήτων.
Το μόνο που υπήρχε ήταν ο Ξένος και εγώ.
Και η μυρωδιά μετατράπηκε σε θανατερό άρωμα.
Τα μάτια του Ξένου έκαιγαν, φωτιές αδηφάγες και ανέστιες. Στο χέρι του κράταγε ένα τραχύ ξύλο. Στην μία του άκρη στερεωμένες τρεις λεπίδες κατάμαυρου οψιδιανού απειλούσαν με την όψη τους. Καταλάβαινες πόσο κοφτερές ήταν γιατί σχεδόν πλήγωναν το μάτι.
Ήρθε κοντά μου.
-Όλοι το μαθαίνουν. Όλοι. Για αυτόν που έχει αντίληψη ένα απλό σημάδι είναι αρκετό, γιατί η σαφήνεια είναι το στολίδι των σκέψεων.
Ο Ξένος κούνησε το δάχτυλό του μπροστά στο πρόσωπό μου με μία βεβαιότητα απέραντη. Δεν υπήρχε αμφιβολία γι΄ αυτό και το γεγονός δεν επιδεχόταν αντίρρηση.
-Αλλά όμως οι περισσότεροι διαλέγουν να το ξεχάσουν.
Πήρε μια έκφραση λύπης. Με το χέρι σφιγμένο σε γροθιά και προτεταμένο τον δείκτη με χτύπησε μερικές φορές στο στήθος. Το δάχτυλο έμοιαζε με ανεμοδαρμένο κλαδί. Ο υπόκωφος κρότος που έκανε πάνω στο στέρνο μου με ανατρίχιασε ανεξήγητα. Σκοτεινές δυνάμεις, έξω από την αντίληψή μου, με περικύκλωσαν.
-Και οι υπόλοιποι το αναβάλλουν για αργότερα.
Η έκφραση λύπης μεταλλάχθηκε κοιτώντας με περιφρονητικά.
Με παρατήρησε άγρια.
Τα μάτια του σαν πυρωμένα βελόνια ξετρύπησαν το πετσί μου σκάβοντας βαθιά μέσα μου. Το κάψιμο από το βλέμμα του σάρωσε τα βάθη του εαυτού μου ανάβοντας φωτιές απόγνωσης.
-Το να υπάρχεις είναι καλό.
Όμως το να ζεις είναι κάτι άλλο.
Για αυτό έχω αναλάβει να ξαναθυμίσω σε όλους την ύπαρξη των Τεσσάρων. Αλλά πριν θα κάνω την απαιτούμενη ερώτηση: Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να σου θυμίσω αυτό που προτίμησες να ξεχάσεις; Μετά, έτσι κι αλλιώς, δεν θα υπάρχει πια δικαιολογία για σένα. Αλλά όμως δεν υπάρχει σύγκριση ανάμεσα σε αυτό που χάθηκε μετά από προσπάθεια και σε αυτό που χάθηκε χωρίς προσπάθεια.
Σταμάτησε για μια στιγμή που έμοιασε με αιώνα.
-Όλοι το μαθαίνουν, όλοι.
Επανέλαβε τα λόγια ουσιαστικά ρωτώντας με. Και εγώ, με κομμένη ανάσα από την εσωτερική φωτιά που μου άναψε το κοφτερό μάτι του, έγνεψα δειλά με το κεφάλι. Χαμογέλασε και με μεγαλοπρέπεια απομακρύνθηκε δύο βήματα. Όρθωσε το ανάστημά του και αισθάνθηκα να μικραίνω. Οι καταχθόνιοι κραδασμοί που υπέβοσκαν στον τόνο της φωνής του δόνησαν στο περιβάλλον. Λες και η γη κούνησε. Ο Ξένος άρχισε να μιλά:
-Είναι Τέσσερις Αδελφοί.
Φύλακες του Άπειρου. Κάτοχοι του Σύμπαντος.
Υπάρχουν από την αρχή του Χρόνου. Πατέρας τους είναι το Χάος. Το Έρεβος τους μεγάλωσε. Η Ειμαρμένη τους εκπαίδευσε. Η Μοίρα τους όπλισε. Κανείς δεν μπορεί να τους αντισταθεί γιατί η Δικαιοσύνη είναι η ασπίδα τους. Καβαλούν μαύρα, σαν την νύχτα, άτια.
Χωρίς χαλινάρια, αναβάτης και άλογο λες και είναι ένα πράμα.
Στο δεξί τους χέρι κραδαίνουν δρεπάνια.
Στο αριστερό κρατούν σαν τρόπαια αρμαθιές από καρδιές θνητών. Διαγουμίζουν τα ανθρώπινα κοπάδια. Ερευνούν μυαλά και ελέγχουν προθέσεις. Αδιαφιλονίκητοι δικαστές σε αδυσώπητη δίκη. Κόβουν τα κορδόνια που κρατούν τον άνθρωπο ολόκληρο.
Όταν διαταχθούν.
Για να γίνεται αυτό που πρέπει.
Είναι τέσσερις γιατί και ο άνθρωπος είναι τέσσερις.
Έχει σώμα, πνεύμα, εαυτό και ψυχή.
Και οι τέσσερις Μεγάλοι ελέγχουν τα τέσσερα Μικρά.
Οι δύο Πρώτοι...
Θανατηφόροι ταχυδρόμοι που επισκέπτονται όλους.
Είναι μαζί. Κρατούν στα χέρια τους σιδερένια δρεπάνια που, σκουριασμένα από το αίμα, στάζουν Οδύνη στις καρδιές των θνητών (που είναι νεκροί, με εξαίρεση εκείνους που ξέ­ρουν). Γιατί το σώμα είναι το παν για αυτούς. Αλλά όμως το μεταχει­ρί­ζονται άσχημα όταν είναι νέοι. Και αυτό τους το ανταποδίδει όταν γεράσουν.
Σπάνια όμως οι Πρώτοι έρχονται και μαζί. Συνήθως ο Ένας έρχεται πριν από τον Άλλον.
Όταν ο άνθρωπος κάνει αυτό που του αρέσει και όχι αυτό που πρέπει, αυξάνει τον εαυτό του εις βάρος του σώματος, του πνεύματος και της ψυχής του. Τότε έρχεται ο Ένας από τους Δυο συντρίβοντας τον ομφάλιο λώρο που κρατάει το σώμα ζωντανό. Και εκείνο υποκύπτει παράλυτο. Τότε το πνεύμα μέσα στο νεκρό σώμα υποφέρει. Ελεύθερο από τα χαλινάρια του έρπει στην λάσπη της γης. (Και οι άνθρωποι γύρω κλαίνε και οδύρονται και παριστάνουν τους θεούς προσπαθώντας να γιατρέψουν το σώμα).
Και η ψυχή δεν μπορεί να εκφραστεί. Ούτε να μιλήσει. Ούτε να κινηθεί στον χώρο της. Έτσι όπως είναι η φύση της να κάνει.
Και το Λιοντάρι του Νόμου βρυχάται και δείχνει τα δόντια του.
Και η ψυχή εκλιπαρεί τον Άλλον από τους Πρώτους να έρθει. Αλλά εκείνος τότε αργεί γιατί έρχεται μόνο όταν του επιτρέπεται. Κόβοντας τον ομφάλιο λώρο που δένει το πεθαμένο σώμα με το πνεύμα και η ψυχή ελευθερώνεται.
Αλλά μπορεί ο Ένας από τους Πρώτους να συντρίψει τον ομφάλιο λώρο που κρατάει το πνεύμα ζωντανό. Και εκείνο υποκύπτει παράλυτο. Τότε το σώμα μέσα στο νεκρό πνεύμα υποφέρει. Ελεύθερο από τα χαλινάρια του έρπει στην λάσπη της γης. (Και οι άνθρωποι γύρω κλαίνε και οδύρονται και παριστάνουν τους θεούς προσπαθώντας να γιατρέψουν το πνεύμα).
Και η ψυχή δεν μπορεί να εκφραστεί. Ούτε να μιλήσει. Ούτε να κινηθεί στον χώρο της. Έτσι όπως είναι η φύση της να κάνει.
Και το Λιοντάρι του Νόμου βρυχάται και δείχνει τα δόντια του.
Και η ψυχή εκλιπαρεί τον Άλλον από τους Πρώτους να έρθει. Αλλά εκείνος τότε αργεί γιατί έρχεται μόνο όταν του επιτρέπεται. Κόβοντας τον ομφάλιο λώρο που δένει το πεθαμένο πνεύμα με το σώμα και η ψυχή ελευθερώνεται.
Για αυτό να κάνεις αυτό που πρέπει. Και να εύχεσαι να μην είναι αργά. Και έτσι οι Πρώτοι να διαταχθούν να έρθουν μαζί. Για να μπορέσεις να πεθάνεις ολόκληρος. Έτσι όπως είναι η φύση σου να κάνεις. Και να εύχεσαι επίσης να περπατάς στο μονοπάτι που θα σε βγάλει στον Τρίτο από τους Τέσσερις. Μεγάλη τύχη.
Έπειτα είναι ο τρομερός Δεύτερος...
Ψυχοφθόρος ταχυδρόμος που επισκέπτεται τους περισσότερους.
Οπλισμένος με δρεπάνι χάλκινο που, η γανιασμένη του κόψη, στάζει Πάθος στις καρδιές των θνητών.
Έρχεται όταν κάνεις αυτό που θέλεις και όχι αυτό που πρέπει. Τότε ο εαυτός αυξάνει εις βάρος του σώματος, του πνεύματος και της ψυχής.
Και το Λιοντάρι του Νόμου βρυχάται και αρπάζει τον άνθρωπο.
Τότε ο Δεύτερος έρχεται.
Κόβει τον ομφάλιο λώρο που δένει την ψυχή με το σώμα. Και την πηγαίνει εκεί όπου δεν υπάρχει επιστροφή. Και ο εαυτός υποφέροντας εξατμίζεται στις φωτιές της Κόλασης. Πέφτει στο άπατο πηγάδι του χάους. Εκεί που τίποτα δεν επιστρέφει και τίποτα δεν συγχωρείται. Και χωνεύεται στα πύρινα σωθικά της γης.
Για κάποιες αιωνιότητες.
Γιατί μετά ο Νόμος πετάει έξω το Υπόλειμμα. Ακολουθώντας την φύση του. Διότι δεν μπορεί παρά να συγχωρέσει μετά από μία σκληρή αλλά δίκαιη τιμωρία.
Γι’ αυτό να κάνεις αυτό που πρέπει. Και να εύχεσαι να μην είναι αργά. Και έτσι οι Πρώτοι να διαταχθούν να έρθουν μαζί. Για να μπορέσεις να πεθάνεις ολόκληρος. Έτσι όπως είναι η φύση σου να κάνεις.
Για να μην ακολουθήσει ο Δεύτερος.
Που θα σε ρίξει στα σαγόνια του Αδηφάγου.
Και το Λιοντάρι του Νόμου δεν θα σε αρπάξει στα δόντια του.
Έπειτα είναι ο απαράμιλλος Τρίτος...
Πύρινος πολέμαρχος που επισκέπτεται λίγους.
Καλπάζει μόνος. Αγέρωχος.
Εξουσιοδοτημένος με την σφραγίδα της Ζωής και του Θανάτου.
Στο χέρι του κρατάει χρυσό δρεπάνι που, η κοφτερή λάμα του, στάζει Νοσταλγία στις καρδιές των θνητών. Όταν κινείται δεν βρίσκει αντίσταση. Χωρίζει την γη από τον ουρανό. Ταράζει το στερέωμα. Θαμπώνει τους ήλιους.
Όταν ο άνθρωπος κάνει αυτό που πρέπει και όχι αυτό που θέλει ή αυτό που του αρέσει, τότε η ψυχή δυναμώνει εις βάρος του σώματος, του πνεύματος και του εαυτού.
Και ο Τρίτος μπαίνει σε προσοχή.
Καλπάζει αθόρυβος και παρατηρεί.
Αλλά δεν έρχεται πριν την ώρα του. Αργοπορεί καχύποπτος και ελέγχοντας διπλά. Γιατί είναι καλύτερα να καθυστερήσει. Διότι αν κάτι τελειώσει άσχημα πως μπορεί να διορθωθεί εκ των υστέρων; Απαιτεί διπλές εγγυήσεις. Και τριπλές προσπάθειες. Και απαιτεί ξανά και ξανά μέχρι που το Λιοντάρι του Νόμου καμώνεται ότι αρπάζει τον άνθρωπο.
Τότε ο Τρίτος έρχεται.
Καταστρέφει τους ομφάλιους λώρους που δένουν την ψυχή με το σώμα, το πνεύμα και τον εαυτό.
Και ο άνθρωπος ζει πραγματικά.
Και είναι αποτελεσματικός, όχι απασχολημένος.
Και ευτυχής, γιατί κάνει αυτό που οφείλει να κάνει.
Και επειδή δεν δένεται πουθενά αναζητώντας την αρμονία, είναι ελεύθερος.
Και δεν φοβάται να πεθάνει αλλά τρομάζει μήπως πάψει να ζει.
Και το Λιοντάρι του Νόμου στέκει χορτάτο και δεν τον αρπάζει στα δόντια του.
Και ο Πατέρας χαμογελά.
Και μαζί του το Σύμπαν.
Ο Ξένος έκανε άλλο ένα βήμα πίσω και μετά από μία μικρή παύση είπε:
-Για αυτόν τον λόγο έχω να προσθέσω κάτι:
Πριν το Λιοντάρι του Νόμου με αρπάξει στα σαγόνια του…
Πριν χάσω τα λογικά μου από τον πόνο που θα μου προκαλέσει εξ αιτίας μου…
Τώρα που ξέρω τι λέω…
Πρέπει να δηλώσω:
Μεγάλο το όνομά σου Κύριε.
Διότι ότι και αν πάθω θα είναι δίκαιο.
Γιατί θα μπορούσα να το αποφύγω.
Διότι έχω προειδοποιηθεί.
Δύο φορές.
Έπειτα ο Ξένος γύρισε την πλάτη και έφυγε.
Και το καυσαέριο ξανάπνιξε τα ρουθούνια μου.

13 Μαρτίου 2016

Το στριφνό βιβλίο (Ο ΠΑΤΕΡΑΣ)

Έχει περάσει πολύς καιρός.
Τα συμβάντα έχουν πια μία χροιά μυθολογική.
Ήταν τότε που ο Αδάμ έκανε το σφάλμα και είπε: «Εγώ» και δάγκωσε τον δηλητηριασμένο καρπό.
Και έπεσε από τον Παράδεισο.
Κανείς δεν τον έβγαλε, βγήκε μόνος του γιατί αισθάνθηκε αυτάρκης, αισθάνθηκε «Εγώ».
Και παράτησε τον Πατέρα.
Και ο Πατέρας απομακρύνθηκε από αυτόν.
Και αυτός έμεινε μόνος του και αισθάνθηκε έρημος.
Και από τότε έτσι γίνεται σε όλο τον κόσμο με όλους τους γιους και όλους τους πατεράδες.
Και συνέβη το ίδιο και με τον δικό μου.
Και κάποτε τον είδα ξαπλωμένο με τα μάτια κλειστά.
Βαριανάσαινε.
«Ήρθα» του είπα «και τώρα εσύ μπορείς να φύγεις».
Και εκείνος πέθανε ευχαριστημένος.
Το κατάλαβα από ένα σιωπηλό δάκρυ του.
Και έτσι πια κανείς δεν είναι γύρω.
Κανείς πια δεν κάθεται ασυγκίνητος (δήθεν).
Σαν να μην ενδιαφέρεται (δήθεν).
Κανείς δεν διαβάζει πια την εφημερίδα του ανέμελος (δήθεν).
Και κανείς πια, σαν να μην σε καταλαβαίνει, δεν λέει αυστηρά κάπου κάπου: «Κάνε εκείνο που μπορείς».
Λείπει πλέον ο πιο καλός και δυνατός στον κόσμο.
Αφήνοντας ένα κενό.
Και ξαφνικά σε χρόνο ανύποπτο σιδερένια νύχια γεμίζουν αυτό το κενό αρπάζοντάς σε.
Ισχυρός πόνος.
Και καταλαβαίνεις.
Και νοιώθεις το λάθος.
Και υποφέρεις από το σφάλμα.
Και η συνειδητοποίηση σε πονάει περισσότερο κι από μαχαιριά.
Δεν ήσουν ένας καλός γιος και γι’ αυτό δεν είσαι ένας καλός πατέρας.
Και έτσι τώρα παίζεις και εσύ το πανάρχαιο παιχνίδι.
Ελπίζοντας πως ίσως τα σιδερένια νύχια θα πιάσουν τον γιο σου.
Όπως κάποτε εσένα.
Όλα τούτα μοιάζουν θλιβερά στον πολύ κόσμο.
Που αρνείται τον Πόνο.
Αλλά μόνο όταν είσαι ένα με αυτόν παύεις να πονάς.
Και μια περίεργη ηρεμία πλημμυρίζει την ύπαρξή σου.
Απούσα όταν λες «Εγώ».
Παρούσα όταν Υπάρχεις.
Και ας φαίνεται σαν ανοησία σε όσους δεν σκέφτονται.
Γιατί τώρα ξέρεις τουλάχιστον.
Και αυτό είναι κάτι τουλάχιστον.
Και κάθεσαι αδιάφορος (δήθεν).
Σαν να μην σε νοιάζει (δήθεν).
Και, σαν να μην καταλαβαίνεις, λες αυστηρά κάπου κάπου:
«Κάνε εκείνο που μπορείς».
Ελπίζοντας πως βαθιά στο χρόνο ο γιος σου θα καταλάβει την υποχρέωση που δεν μπορεί να διαταχθεί:
«Κάνε εκείνο που δεν μπορείς».

10 Μαρτίου 2016

Το στριφνό βιβλίο (Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ)

Ξέγνοιαστος κοιτούσα μία γάτα στην γωνία ενός σπιτιού που παραφύλαγε κάτι στα χορτάρια. Με το σώμα παράλληλα στο έδαφος είχε την προσοχή καρφωμένη στο θύμα της. Έκανε την χαρακτηριστική κίνηση των πίσω ποδιών της, σημάδι ότι ετοιμαζόταν να επιτεθεί. Προσπάθησα να διακρίνω ποιος ήταν ο υποψήφιος μεζές.
Τότε ένοιωσα ένα δυνατό χτύπημα πίσω από τα γόνατα. Τα πόδια μου δίπλωσαν και έπεσα με όλο μου το βάρος στο χώμα μουγκρίζοντας από πόνο. Η μέση μου έτριξε καθώς το σώμα μου έγειρε πίσω από το βάρος και την ένταση του χτυπήματος. Και μετά από μια άπειρη στιγμή ένα ραβδί εμφανίσθηκε από το πουθενά. Φτιαγμένο από ένα σκεβρωμένο κλαρί πουρναριού είχε πελεκηθεί σαν ρόπαλο. Κόμποι ξύλινοι, όμοιοι σφιγμένες γροθιές, φαίνονταν πάνω στην γυαλισμένη επιφάνειά του.
Το κλωνάρι ανέβηκε ψηλά και ύστερα άρχισε να πέφτει. Ανήμπορος να αντιδράσω είδα με τρόμο το βαρύ και σκληρό ραβδί να κατεβαίνει με στόχο το στήθος μου. Με πέτυχε ακριβώς πάνω στο στομάχι και το σώμα μου δίπλωσε μπροστά ενώ δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια μου.
Έπειτα ο κλώνος έκανε μια στροφή και ανέβηκε λίγο. Στην πλευρά που δεν έβλεπα ένα κλαδί είχε κοπεί λοξά και είχε δουλευτεί έτσι ώστε να σχηματίζει ένα κοφτερό άγκιστρο. Με την κίνηση η προεξοχή σκάλωσε στο λαρύγγι μου ενώ ταυτόχρονα κάποιο πέλμα με πάτησε στον σβέρκο.
-Οι άνθρωποι είναι υπερβολικά μαλθακοί στις μέρες σας, ακούστηκε μια ήρεμη φωνή πίσω μου. Κοιμούνται όρθιοι. Έγιναν πολύ εύκολα θύματα.
Μπόρεσα να πάρω ανάσα, ενώ ο πόνος από τα χτυπήματα λιγόστεψε. Ήμουν στο έλεος του χειριστή του ραβδιού. Ένα ελαφρύ τράβηγμα και μπορούσα να μείνω χωρίς αρτηρίες στον λαιμό. Και εκείνος για να σιγουρευτεί ότι το κατάλαβα κίνησε λίγο το ξύλο του.
-Δεν σου αρέσει ο πόνος, έτσι; Τώρα που νοιώθεις καλύτερα πες μου: να σε αφήσω ή θέλεις άλλη μια επίδειξη;
Κούνησα το κεφάλι αρνητικά και το πόδι έφυγε από τον σβέρκο μου. Σηκώθηκα αγκομαχώντας, μακριά από το επίφοβο ρόπαλο. Πονούσα ολόκληρος και το κεφάλι μου γύριζε. Ανάσανα με ανακούφιση.
-Δεν έπαθες και τίποτε σοβαρό, ακούστηκε πάλι η φωνή. Όταν σε προσβάλλουν σίγουρα πονάς περισσότερο. Και ξεχνάς το θέμα πολύ αργότερα. Ήδη το χτύπημα δεν σε απασχολεί άλλο.
Ήρθα πάλι όπως σου είχα υποσχεθεί.
Γύρισα και κοίταξα τον παλιό γνώριμο. Χαμογέλασα ηλίθια τρίβοντας τα σακατεμένα γόνατά μου.
-Ακούω, του είπα προσέχοντας την φοβερή μαγκούρα που κράταγε.
-Ήρθα να σου πω για αυτό που φαίνεται ότι είναι και αυτό που πράγματι είναι. Γιατί ότι γυαλίζει δεν είναι χρυσός.
Τα πράγματα έχουν πάντα δύο όψεις. Αυτή που δείχνουμε στους άλλους και αυτή που είναι αληθινή. Για αυτόν τον λόγο κοίτα προσεκτικά. Διάλεξε κάποιον από το πλήθος και παρατήρησε. Παρατήρησε.
Γύρισα. Διάλεξα στην τύχη έναν τύπο με κοστούμι που ερχόταν προς το μέρος μου εκείνη την ώρα. Μεγαλοπρεπής και σοβαρός, σε καλή οικονομική κατάσταση, είχε αέρα ανθρώπου χωρίς προβλήματα, άνετου και πολιτισμένου.
-Παρατήρησε. Παρατήρησε με προσοχή.
Η φωνή σκληρή και επιτακτική με έκανε να ριγήσω. Το οπτικό μου πεδίο στένεψε και η αντίληψή μου εγκλωβίστηκε, σαν σε χωνί, πάνω στον άνθρωπο με το κοστούμι.
Έτρεμε. Τον άκουσα να λαχανιάζει από τρόμο καθώς χοντρές σταγόνες ιδρώτα κυλούσαν στο μέτωπό του. Τα χείλη του έτρεμαν και τα μάτια του όλο αγωνία έψαχναν γύρω.
-Πρέπει οπωσδήποτε να κλείσω το συμβόλαιο. Έχω έξοδα. Έχω έξοδα. Πρέπει να πάρω και καινούριο αμάξι.
Έκανε ένα βήμα. Τα μάτια του έπεσαν στα γλυκά μιας βιτρίνας. Η όψη του άλλαξε. Μια απέραντη πείνα εμφανίστηκε. Σαν να του έτρεξαν τα σάλια. Το όνειρο της ζωής του ήταν μια εντυπωσιακή τούρτα στην βιτρίνα.
-Αχ θα παχύνω, έχω και το δόντι μου. Πρέπει να αδυνατίσω, πρέπει να αδυνατίσω.
Έκανε άλλο ένα βήμα. Πρόσεξε αριστερά του ένα φαρμακείο. Ο πανικός τον κατέλαβε. Σχεδόν ετοιμαζόταν να κλάψει.
-Δεν βγαίνουν και αυτά τα αποτελέσματα των εξετάσεων. Η καρδιά μου με τσιμπάει τελευταία και έχω καούρες.
Έκανε άλλο ένα βήμα. Μια νεαρή πλησίασε ψάχνοντας τις βιτρίνες. Τα μάτια του στρογγύλεψαν λες και είχε να δει γυναίκα πολλά χρόνια. Άρχισε να βαριανασαίνει. Την κοίταξε με βουλιμία.
-Αυτή είναι γυναίκα. Όχι σαν την δικιά μου. Πως στραβώθηκα και την παντρεύτηκα. Τι κούκλα, τι κούκλα.
Έκανε άλλο ένα βήμα. Ένας πιτσιρικάς με κοτσίδα πέρασε κυλώντας πάνω σε πατίνια. Το μίσος ξεχείλισε στο πρόσωπο του άντρα. Χάιδεψε μηχανικά το κεφάλι του, μισόγυμνο από μαλλιά, και κοίταξε με ζήλια την επίπεδη κοιλιά του μικρού.
-Αλήτη. Πρόσεχε που πηγαίνεις. Θα χτυπήσεις κανέναν άνθρωπο. Αλήτη.
Έκανε άλλο ένα βήμα. Μια γριά στάθηκε και χαιρέτησε τον άνδρα. Εκείνος με έντονη χαρά στο πρόσωπο, της έκανε μερικές ερωτήσεις για τους κοινούς γνωστούς. Φαινόταν πανευτυχής που την συνάντησε. Έπειτα γύρισε και έφυγε. Αμέσως το πρόσωπό του σκυθρώπιασε και μόρφασε με απέχθεια.
-Γριά στρίγγλα. Εσύ μου έλειπες. Πέθανε να καθαρίσει ο τόπος.
Εμβρόντητος τον είδα να περνάει ευγενέστατος και άνετος και να χάνεται. Το σκούντημα από το ρόπαλο με συνέφερε.
-Ισχύει παντού.
Ισχύει για όλους.
Ισχύει και για σένα.
Με την προϋπόθεση να παρατηρήσεις καλά και ήρεμα. Όταν η λάσπη φύγει από το νερό μπορεί να δει κανείς πολλά πράγματα.
Θα ξανάρθω.
Με διάφορες μορφές. Νέος ή γέρος. Φτωχός ή πλούσιος. Άνθρωπος ή ζώο. Άδειος ή γεμάτος. Γρήγορα ή αργά. Και όχι πάντα εγώ, αλλά ίσως κάποιος άλλος. Όμως πάντα οδυνηρός. Πάντα θα σου θυμίζω τα παλιά σου σφάλματα.
Και θα σε βοηθώ να μην ξεχνάς τα καινούρια.
Και θα σε βρίσκω πάντα όταν θα νομίζεις ότι σε έχω χάσει. Τότε που θα είσαι ξέγνοιαστος. Και θα κοιμάσαι. Και το ραβδί μου θα σε βοηθάει, με τον πόνο, να ξυπνάς. Μέχρι που κάποτε να αποφασίσεις να μείνεις ξύπνιος. Τότε δεν θα με ξαναδείς πια.
Χαμογέλασε και πριν προλάβω να του απαντήσω εξαφανίστηκε.
Ο γάτος πήδηξε και έπιασε στον αέρα έναν σπουργίτη που φτερούγισε, δυστυχώς για αυτόν αργά, από το γρασίδι. Σχεδόν ένιωσα τα δόντια του που γράπωναν το πουλί. Ανατριχιασμένος κοίταξα γύρω ψάχνοντας να δω που βρίσκεται ο δικός μου θάνατος. Κάπου είχα διαβάσει ότι μας παραφυλάει πάντοτε από τα αριστερά.
Με την άκρη του ματιού μου πρόλαβα να δω ένα τραχύ πουρναρόξυλο να χάνεται…

6 Μαρτίου 2016

Το Στριφνό βιβλίο (ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ)

Το κείμενο αυτό μου το έδωσε κάποιος άγνωστος μια μέρα στον δρόμο. Με κοίταξε και ήξερα τι έγραφε το χαρτί: 
«Προσέξτε ότι τα γηρατειά στους ανθρώπους έρχονται από κάτω προς τα πάνω. Από τα πόδια. Δυσκαμψία αρχίζει να ανεβαίνει σιγά σιγά. Καταλαμβάνει τα γόνατα. Εγκαθίσταται στην μέση. Ξεχειλίζει από τους ώμους. Τέλος γραπώνει το σώμα από τον σβέρκο. Τότε ο άνθρωπος δεν μπορεί να γυρίσει, κοιτάει μόνο μπροστά όπως το τραίνο που πάει αποκλειστικά στις ράγες του. Δεν μπορεί να σηκωθεί. Δεν μπορεί να σκύψει. Δεν μπορεί να κάνει τίποτε από αυτά που έκανε μικρός.
Τέλος η βαρύτητα κυριαρχεί στο σώμα, καταστρέφει τα κόκαλα και ο άνθρωπος γέρνει μπροστά. Και κοιτάει κάτω. Βλέπει έτσι μνήματα και παλιούς σταυρούς και διαβάζει νεκρολογίες φίλων και συγγενών. Και (από τον φόβο του θανάτου) θυμάται ότι υπάρχει και Θεός. Και προσπαθεί να αγοράσει μια θέση στον Παράδεισο.
Όμως όπως είναι κάτω έτσι είναι και επάνω. Αυτό είναι νόμος πανάρχαιος.
Προσέξτε ότι έτσι γερνάει και η ψυχή. Μόνο που αυτή γερνάει από πάνω προς τα κάτω. Ο άνθρωπος αρχίζει να σκέφτεται πως θα κάνει αυτό που θέλει. Μετά το αποφασίζει. Μετά παραβλέποντας την φωνή του Εσωτερικού του Δικαστή το κάνει. Τότε η συνείδηση που είναι δύσκαμπτη αρχίζει να αποκτά ευλυγισία. Που αρχίζει σιγά σιγά να κατεβαίνει. Καταλαμβάνει το νου. Εγκαθίσταται στην καρδιά. Ξεχειλίζει στις πράξεις. Τότε η συνείδηση δεν μπορεί να γυρίσει (όπως το τραίνο που πάει αποκλειστικά στις ράγες του), κοιτάει μόνο μπροστά, στο «συμφέρον της». Δεν μπορεί να σηκωθεί. Δεν μπορεί να αντισταθεί. Δεν μπορεί να κάνει τίποτε από αυτά που έκανε μικρή.
Τέλος ο εγωισμός κυριαρχεί στην συνείδηση, καταστρέφει τις τύψεις και ο άνθρωπος γέρνει μπροστά. Και κοιτάει κάτω. Βλέπει έτσι μόνο το συμφέρον του. Και κρατάει σημειώσεις με λογαριασμούς: «μου είπε αυτό, μου έκανε εκείνο, δεν θα του το συγχωρήσω ποτέ, δεν φταίω εγώ αλλά οι άλλοι». Και η βαρύτητα του εγωισμού καταλαμβάνει την συνείδηση και την τραβάει μαζί με την σάρκα κάτω από το χώμα.
Έτσι λοιπόν ένα μωρό είναι δροσερό, ευλύγιστο στο σώμα και αλύγιστο στην συνείδηση. Κοιτάει χωρίς να κρίνει κανέναν. Πράττει χωρίς απώτερο σκοπό. Η συνείδησή του είναι άκαμπτη. Είναι γεμάτο ζωή, ενέργεια και μέλλον. Μόλις όμως μεγαλώσει λίγο, η αλαζονεία της ενέργειας της νεότητάς του θα το κάνει να αλλάξει δρόμο.
Για να υποκύψει σιγά σιγά στην βαρύτητα του εγωισμού.
Έτσι είναι πως στο τέλος θα καταντήσει ένας αποξηραμένος γέρος με άκαμπτο σώμα αλλά εύκαμπτη συνείδηση. Γεμάτος παρελθόν, αρρώστια και θάνατο.
Αυτά τα ξέρω διότι τα βλέπω να συμβαίνουν.
Αυτά τα ξέρω διότι βλέπω ότι η βαρύτητα κάνει δύσκαμπτο το σώμα μου.
Αυτά τα ξέρω διότι αισθάνομαι ότι το συμφέρον κάνει εύκαμπτη την συνείδησή μου. Και αντιλαμβάνομαι το Εγώ να ζωντανεύει ενώ η συνείδησή μου κοιμάται.
Και ο Αιώνιος ρίχνει βαριά την σκιά του επάνω μου. Γιατί τώρα που έφυγε η αλαζονεία της ενέργειας έμεινε η πικρή γεύση της αδυναμίας. Αλλά δεν θα επιτρέψω στην συνείδησή μου να γίνει εύκαμπτη σαν μωρό. Και όρθιος θα κοιτάξω το Άπειρο χωρίς υπεκφυγές. Θα πετάξω το σημειωματάριο με τους λογαριασμούς και αναλαμβάνοντας την ευθύνη της βλακείας μου θα ανακοινώσω:
«Ένας βλάκας μπορεί να κάνει μόνο βλακείες Κύριε. Τουλάχιστον αυτό το κατάλαβα».
Ξέρω ότι ο Αιώνιος θα εκπλαγεί. Μετά θα ερευνήσει. Και μετά θα ευχαριστηθεί. Διότι δεν θα τολμήσω να δηλώσω κάτι τέτοιο στα ψέματα.
Αλλά μην τολμήσετε να υποθέσετε ότι τα λέω αυτά επειδή γέρασα. Ή γιατί φοβάμαι και παραπονιέμαι που η φύση μου κόβει αυτά που δεν έκοψα μόνος μου. Ή γιατί γίνομαι μαλθακός και διαλλακτικός από ανάγκη λόγω αδυναμίας του σώματος.
Τα λέω γιατί είμαι ξεροκέφαλος. Και ελπίζω ότι θα πετύχω κάποιον που δεν θα είναι κουφός. Και θα χρησιμοποιεί το μυαλό του. Για να ξαναγίνει μωρό.
Και έτσι να χαμογελάσει ο Αιώνιος».
Ο άνθρωπος γύρισε για να φύγει. Κοντοστάθηκε. Με ξανακοίταξε και ήξερα τι θα πει:
-Δεν το έγραψα εγώ αυτό. Ως εκ τούτου μην πεις ότι εγώ σου το έδωσα.
Έφυγε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Χωρίς να ξαναγυρίσει για να κοιτάξει. Και ήξερα ότι είχα μπλέξει άσκημα.

4 Μαρτίου 2016

Εισαγωγή στο Στριφνό Βιβλίο

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο Εύφορος…
Συλλογίστηκε και αναζήτησε μέσα στο Χάος.
Και ονειρεύτηκε.
Και είπε.
Και ο Λόγος δόνησε φωτίζοντας το Άπειρο με την μελωδία του.
Και το όνειρό του ζει μέσα στην ψυχή μας όταν τραγουδάμε.
Και εμείς ζούμε όταν ονειρευόμαστε.
Και εγώ τόλμησα να γράψω για τον Εύφορο
πεζά τραγούδια.
Τραγουδήστε τα.
Και συγνώμη που οι στίχοι είναι ακαταλαβίστικοι.
Δεν μπορούσα τίποτε καλύτερο.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Με ρώτησαν…
και εγώ δεν ήξερα τι να απαντήσω.
Έκατσα και σκέφτηκα και διαπίστωσα:
Τι θα μπορούσε να πει κανείς για τον πατέρα του.
Τι θα μπορούσε να πει κανείς για τον γιο του;
Αυτό είναι μεγάλο πρόβλημα.
Γιατί και οι δύο είναι συστατικό στοιχείο του σύμπαντος.
Ενώ το σύμπαν είναι συστατικό στοιχείο και των δύο.
Και το σύμπαν δεν είναι κάτι με το οποίο παίζεις.
Έτσι υποθέτω πως μιλώντας για άσχετα πράγματα,
ταυτόχρονα μιλάς και για τον πατέρα σου.
Και για τον γιο σου.
Αλλά και για σένα αφού και εσύ υπακούς στους ίδιους νόμους.
Αλλά επίσης και για όλους τους άλλους…
ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΑ
Δεν κάνω για αυτήν την δουλειά.
Χρόνια τώρα προσπαθώ να μην βλέπω, να μην ακούω και να μην σκέφτομαι. Γιατί κάθε φορά που βλέπω, ακούω ή σκέφτομαι μου συμβαίνει το ίδιο πράγμα. Το παρακάτω κείμενο το περιγράφει αρκετά καλά:
«Ούτε ανυπαρξία, ούτε ύπαρξη υπήρχε τότε. Και δεν υπήρχε ψηλά ούτε ο αέρας ούτε ο ουρανός. Τι σάλευε πέρα δώθε; Τι ήταν το ανεξερεύνητο; Δεν υπήρχε τότε ούτε θάνατος ούτε αθανασία, ούτε σημάδι μέρας ή νύχτας. Αυτό το Ένα ανάπνεε με δικούς του νόμους χωρίς να ανασαίνει. Τίποτε άλλο εκτός από Αυτό δεν υπήρχε στην αρχή. Το σκοτάδι ήταν κρυμμένο μέσα στο σκοτάδι. Κάτι γεμάτο ζωτικότητα που ήταν τυλιγμένο από το κενό. Το Ένα γεννήθηκε από την ίδια την δύναμη του καυτού του πόθου. Υπήρχε πάνω; Υπήρχε κάτω; Ποιος να ξέρει; Ποιος μπορεί να πει σίγουρα από πού προήλθαν; Από πού ξεπήδησε η Δημιουργία;»
ΡΙΓΚ-ΒΕΔΑ
Χάος δημιουργείται.
Τίποτα δεν έχει σημασία όταν αντιλαμβάνομαι αυτό το Απροσδιόριστο που δεν εμφανίζεται.
Και παράγω βαρύγδουπες λέξεις και σκαρώνω εικόνες και τρέχω και φωνάζω.
Και γίνομαι στρυφνός και γκρινιάρης.
Κακός και αδίστακτος μισώ τα πάντα. Βαριέμαι και δεν θέλω να κάνω τίποτα. Ανακουφίζομαι μόνο, καμιά φορά, με την μουσική ή το γράψιμο. Γράφοντας βαρύγδουπες λέξεις. Και διαμαρτυρόμενος γιατί το Απροσδιόριστο δεν εμφανίζεται σε κακούς και τεμπέληδες σαν και μένα.
Αλλά τελικά μου αρέσει που είναι έτσι.
Διαφορετικά δεν θα ήταν πράγματι το Απροσδιόριστο.
Δεν κάνω για αυτήν την δουλειά.
Μπορώ να γράφω μόνο αστεία ή σοβαρά πράγματα.
Είμαι άνθρωπος των άκρων.
Δεν κάνω για αυτήν την δουλειά.
Έχει πολύ φασαρία.
Και σε φέρνει αντιμέτωπο με το Απροσδιόριστο.
Και εμένα δεν μου αρέσει η κριτική.
Δεν κάνω για αυτή την δουλειά…

24 Ιουνίου 2015

Το στριφνό βιβλίο (ΘΕΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ)

Μου αρέσει πολύ αυτή η ιδέα των ψυχολόγων που επηρεασμένοι από τις ανατολικές θρησκείες μιλάνε για αισιοδοξία και θετική σκέψη. Πολύ ωραίο και πολύ έξυπνο.
Μας ταιριάζει γάντι και σίγουρα θα μας λύσει πολλά προβλήματα. Έτσι από τώρα και πέρα μην σκάτε για τίποτε:
-Μην διαμαρτύρεστε για τον καπνό από τα τσιγάρα που φυσούν πάνω σας. Μην κοιτάτε τα κιτρινισμένα δάχτυλα. Μην προσέχετε τους τσιγαρόβηχες που ακούγονται γύρω. Αγνοήστε το τσούξιμο στα μάτια και την βρώμα στα ρούχα. Ξεχάστε τους γερασμένους πνεύμονες στα νέα παιδιά. Θεωρήστε απαισιόδοξες τις στατιστικές που μιλάνε για τα μεγάλα ποσοστά καρκίνων στους καπνιστές. Αδιαφορήστε για τα μεγάλα ποσά που ξοδεύονται στο κάπνισμα και που θα μπορούσαν να διατεθούν διαφορετικά. Μην ασχολείστε με τις καφετιές κηλίδες του τοίχου γύρω στα κάδρα. Σκεφτείτε θετικά.
Προσέξτε τι ωραία συννεφάκια δημιουργεί ο καπνός…
-Και τι έγινε που γίνονται τόσα δυστυχήματα στους δρόμους; Σκεφτείτε θετικά: βρίσκουν δουλειά τόσοι στα νοσοκομεία, αστυνομία, συνεργεία, κέντρα αποκατάστασης αναπήρων, νεκροταφεία, φαρμακεία, αντιπροσωπείες αυτοκινήτων.
-Καίγεται το δάσος; Σκεφτείτε θετικά: θα δημιουργηθούν τόσα νέα οικόπεδα και βοσκοτόπια.
-Σας πειράζει που τα παιδιά σας, αν και ανήλικα, ξενυχτούν πίνοντας μπόμπες και σπάζοντας τα τύμπανα των αυτιών τους με την «μουσική» του κλαμπ; Σκεφτείτε θετικά: δεν πήγαν ακόμη από δηλητηρίαση ή παράνομα χάπια.
-Βλέπετε στην τηλεόραση φουκαράδες που εκλιπαρούν να τους βοηθήσει κάποιος, επειδή ο ασφαλιστικός τους φορέας αδιαφορεί; Σκεφτείτε θετικά: ευκαιρία για μια καλή πράξη.
-Ανησυχείτε που η ραδιενέργεια προκαλεί πλέον τόσους πολλούς καρκίνους: Σκεφτείτε θετικά: η ιατρική κάνει τόσο μεγάλη πρόοδο εξ αιτίας αυτού του γεγονότος.
-Δεν αντέχετε άλλο τους τόσους πολέμους; Σκεφτείτε θετικά: όλες οι μεγάλες ανακαλύψεις χρησιμοποιήθηκαν μετά τον πόλεμο και για ειρηνικούς σκοπούς.
-Δεν μπορείτε να κάνετε παιδιά λόγω της μόλυνσης και του άγχους; Σκεφτείτε θετικά: θα γλιτώσετε τόσα λεφτά στα φροντιστήρια.
-Φοβάστε μήπως μπουν κλέφτες και σας ληστέψουν μέρα μεσημέρι; Σκεφτείτε θετικά: αλλού η αστυνομία κάνει σεμινάρια για το πώς να βάλεις το χέρι στην τσέπη για να βγάλεις το πορτοφόλι σου ώστε να μην τρομάξει ο ληστής και σε πυροβολήσει.
Σκεφτείτε θετικά.
Υπάρχουν σήμερα χιλιάδες ευκαιρίες για να το κάνετε.