Τα πράγματα δεν είναι ΠΟΤΕ έτσι όπως φαίνονται.
Κάποτε ένας αστρονόμος είπε: «Ερεύνησα από την μια άκρη στην άλλη το σύμπαν με το τηλεσκόπιό μου. Πουθενά δεν βρήκα τον Θεό». Και κάποιος βιολιστής του απάντησε: «Και εγώ πήρα το βιολί μου και εξέτασα κάθε κομμάτι του και κάθε χορδή του. Πουθενά δεν βρήκα μουσική». Μη διαβάσετε τις επόμενες σελίδες με τον τρόπο που θα τις διάβαζε ο αστρονόμος.

17 Ιουλίου 2016

Το στριφνό βιβλίο (Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ)

Ο γέρος με το ρόπαλο με τράβηξε απότομα από το μανίκι:
-Εκεί….
Είπε κοιτώντας με και κουνώντας ελαφρά το κεφάλι. Γύρισα σαν αυτόματο προς το μέρος που μου έγνεψε.
Κοκάλωσα.
Τεράστιος και θηριώδης στεκόταν στα αριστερά μου ο τοίχος…
Ψηλός και παχύς με χοντρές, ακανόνιστες πέτρες.
Στέκει γιγάντιος, φυτεμένος με σιδερένια θεμέλια στο χώμα.
Ακλόνητος και αδιαπέραστος ρίχνει την μαύρη σκιά του στην σκληρή γη.
Με ψηλά μπεντένια και καγκελόφρακτες ντάπιες.
Πρασινάδα καλύπτει τις κάτω του πέτρες, που κρυμμένες από το φως του ήλιου, μουχλιάζουν και κρυώνουν αναδύοντας μια πνιγηρή μυρωδιά υγρασίας.
Όμοιος με δράκο, έτσι όπως οι παλιές πέτρες στραφταλίζουν καυτές κάτω από το φως του ήλιου. Συρματοπλέγματα στις κορφές των μπεντενιών, ομοιάζουν στα φαρμακερά λέπια που υπήρχαν στην πλάτη του τρομερού μυθικού θηρίου.
Φύλακες με όπλα υπηρετούν το Θηρίο αυτό. Ανεβοκατεβαίνουν στην τραχιά πλάτη του με βάρδιες. Κοιτούν μέσα και έξω. Είτε βρέχει είτε κάνει ζέστη, μέρα και νύχτα οι υπηρέτες του Θηρίου ακούραστοι το προσέχουν.
Και εκείνο συνεχώς πεινάει…
Και κάθε τόσο αρπάζει και καταπίνει ανθρώπους...
Και τους χωνεύει στην πέτρινη κοιλιά του…
Μιλιούνια έχουν περάσει τα σιδερένια σαγόνια του…
Για δίκαιους και άδικους λόγους…
Και όλοι προσπαθούν απελπισμένοι να φύγουν μακριά του…
Μουγκρίζει και βρυχάται και μυρωδιά θανάτου ξεφεύγει από τα σαγόνια του.
Οι μέσα τρομοκρατημένοι το κοιτάζουν αβοήθητοι.
Οι έξω το κοιτούν με τρόμο.
Και κανείς δεν θέλει να το πλησιάσει.
Αισθάνθηκα ανακούφιση που ήμουν ασφαλής. Η απόσταση ήταν αρκετή και το δυσκίνητο θηρίο δεν μπορούσε να με δει. Έτσι δεν υπήρχε περίπτωση να με κυνηγήσει.
Ο γέρος με έπιασε ξαφνικά από τους ώμους και με ταρακούνησε βίαια.
-Ποιο θηρίο κοιτάζεις;
-Που είναι το πραγματικό τέρας;
-Από τι είσαι ασφαλής;
Οι τρεις ερωτήσεις έφτασαν οδυνηρές στα αυτιά μου, στερώντας μου την ψεύτικη αίσθηση της ασφάλειας. Μια αστραπή διαπέρασε τον ουρανό που εν τω μεταξύ είχε μαυρίσει. Η βροντή της έκανε τα πάντα να τρίξουν, ενώ ακόμα και το χώμα δονήθηκε από τον θόρυβο.
Πανικοβλήθηκα.
Τεράστιος και θηριώδης στεκόταν στα αριστερά μου ο τοίχος…
Ψηλός και παχύς με χοντρές, ακανόνιστες πέτρες.
Στέκει γιγάντιος, φυτεμένος με σιδερένια θεμέλια στο χώμα.
Ακλόνητος και αδιαπέραστος ρίχνει την μαύρη σκιά του στην σκληρή γη.
Με ψηλά μπεντένια και καγκελόφρακτες ντάπιες.
Πρασινάδα καλύπτει τις κάτω του πέτρες, που κρυμμένες από το φως του ήλιου, μουχλιάζουν και κρυώνουν αναδύοντας μια πνιγηρή μυρωδιά υγρασίας.
Όμοιος με δράκος, έτσι όπως οι παλιές πέτρες στραφταλίζουν καυτές κάτω από το φως του ήλιου. Συρματοπλέγματα στις κορφές των μπεντενιών, ομοιάζουν στα φαρμακερά λέπια που υπήρχαν στην πλάτη του τρομερού μυθικού θηρίου.
Ελαττώματα και Συνήθειες υπηρετούν το Θηρίο αυτό. Ανεβοκατεβαίνουν στην τραχιά πλάτη του με βάρδιες. Κοιτούν μέσα και έξω. Είτε βρέχει είτε κάνει ζέστη, μέρα και νύχτα οι υπηρέτες του Θηρίου ακούραστοι το προσέχουν.
Και εκείνο συνεχώς πεινάει…
Και κάθε τόσο αρπάζει και καταπίνει ψυχές...
Και τις χωνεύει στην πέτρινη κοιλιά του...
Μιλιούνια έχουν περάσει τα σιδερένια σαγόνια του...
Για δίκαιους και άδικους λόγους…
Και όλοι προσπαθούν απελπισμένοι να φύγουν μακριά του… χωρίς να τα καταφέρουν…
Μουγκρίζει και βρυχάται και μυρωδιά θανάτου ξεφεύγει από τα σαγόνια του.
Δεν υπάρχει τρόπος να τον δεις.
Δεν υπάρχει τρόπος να τον ακούσεις.
Ο δράκος είσαι εσύ ο ίδιος.
Μασάς και καταπίνεις την ίδια σου την ψυχή, σε θανατερό τσιμπούσι.
Και αυτή προσπαθεί να ξεφύγει… άσκοπα…
Κοίταξα πάλι τον Τοίχο.
Μερικοί πιστεύουν ότι θα ξεφύγουν.
Άλλοι ότι δεν θα τους καταπιεί.
Και όλοι μέσα στην θανατερή κοιλιά του πραγματικού Δράκοντα χωνεύονται ανυποψίαστοι για την Πραγματικότητα.