Τα πράγματα δεν είναι ΠΟΤΕ έτσι όπως φαίνονται.
Κάποτε ένας αστρονόμος είπε: «Ερεύνησα από την μια άκρη στην άλλη το σύμπαν με το τηλεσκόπιό μου. Πουθενά δεν βρήκα τον Θεό». Και κάποιος βιολιστής του απάντησε: «Και εγώ πήρα το βιολί μου και εξέτασα κάθε κομμάτι του και κάθε χορδή του. Πουθενά δεν βρήκα μουσική». Μη διαβάσετε τις επόμενες σελίδες με τον τρόπο που θα τις διάβαζε ο αστρονόμος.

20 Ιουνίου 2008

Ποιός είναι ο δικός σου θεός;

Ο Ουγκώ στον "Θεό" του ασχολείται με το πρόβλημα της ύπαρξης ενός ανώτερου όντος. Σε ένα από τα κεφάλαια περιγράφει πολύ καλά τις ανθρώπινες πεποιθήσεις περί θεού, αφού ο κάθε ένας άνθρωπος έχει μέσα στο κεφάλι του και μία διαφορετική ιδέα για αυτόν. Ο δικός σας θεός ποιος ακριβώς είναι; Έχετε σκεφτεί ποτέ; Διαβάστε προσεκτικά το κείμενο πριν απαντήσετε.

Άλλη φωνή.
Πρώτα-πρώτα, για ποιόν θεό θέλεις να μιλήσουμε; Προσδιόρισέ μου. Ποιος είναι αυτός που κρατάει το πνεύμα σου αμ­φίρροπο;
Πες μου! Πρόκειται για τον κίτρινο, τον κόκκινο, ή τον γα­λάζιο θεό, που κατοικεί μέσα στο τρίγωνο στο όποιο κλείνεται μια φλεγρή εβραϊκή λέξη;
Ή μήπως για την χρυσωμένη μορφή μέσα σε σκοτεινό βάθος, τον θεό που έχει στέμμα, ξίφος και σκήπτρο, και μοιάζει με αυτοκράτορα και φορεί κόκκινο μανδύα κρατώντας στην παλάμη του την σφαίρα και έχοντας κάτω από τα πόδια του τον Σατανά;
Τον θεό που κάθεται σε θρόνο και υπα­γορεύει την καταδίκη του Αρίου στην Νίκαια και του Χιούς στην Κωνστάντια;
Τον θεό που αρνιέται το ανθρώπινο γένος και την ζωή με μια παγκόσμιο συνοδό του;
Τον θεό που χρειάζεται κεφαλαία γράμματα στα εδάφια του λειτουργικού ή τον θεό που φυλάκισε τον Γαλιλαίο και έβαλε τον Ντέ Μαίστρ φρουρό του επιγείου παραδείσου;
Τον θεό που μέσα σε πάταγο από βροντές, τον βλέπει μέσα στα όνειρά της η γριά να της δείχνει την συμβολική πεντάδα;
Τον γοτθικό θεό, τον μισαλλόδοξο, τον θυμωμένο, τον φονιά, που βρίσκεται μέσα σε μεγάλο τρομακτικό γυαλωτό που κοκκι­νίζει από την λάμψη δαυλού που ανάβει και καίει από πίσω;
Μήπως θέλεις να πεις για τον θεό που αντί για την προσευχή αγαπάει το τραγούδι;
Για τον θεό τον οποίο επικαλούνται τσουγγρίζοντας τα ποτήρια;
Τον εύθυμο θεό που γελά και κα­ταλαβαίνει την ζωή και που νοιώθει πώς η σάρκα είναι αδύνατη;
Τον θεό που έχει πνεύμα;
Τον αφελή και συμβιβαστικό θεό που ζει σε πλήρη αρμονία με τα πάθη της αθλίας γενιάς του;
Τον θεό που συγχωρεί τα αμαρτήματα και τα αποδίδει στην ανάγκη και που μισοκλείνει τα μάτια μαζί με τον διάβολο σε μια γωνιά;
Τον θεό που πλανιέται άσκοπα και εξετάζει τον άνθρωπο μέσα στην οκνηρία του, ποτέ όμως από την ηλιθιότητα του;
Τον θεό που κατά βάθος δεν έχει πεποίθηση ούτε για την ατομική του ύπαρξη ή μήπως για τον θεό των Βερσαλλιών που ταξιδεύει με τα βασιλικά αμάξια;
Τον αριστοκράτη θεό που ακολουθεί πιστά την μόδα και δείχνει στα μάτια των Μοντεσπάν αρεστούς τους Βοσσουέτους;
Τον θεό της Αυλής;
Τον θεό της πόλης, που είναι α­παλλαγμένος από κάθε βαναυσότητα και κάθε πρόληψη;
Τον φιλόφρονα και εξοικειωμένο με την νεότερη ηθική θεό, τον θεό που αποδέχεται ο κόσμος και η Πολιτεία;
Τον θεό που εγκατέ­λειψε τους ουρανούς του και λέει «Αξίζει και το Παρίσι μια λειτουργία»;
Τον μειλίχιο θεό που απαλλάσσει τους βασιλιάδες από τις υποχρεώσεις τους;
Τον θεό που δεν είναι διόλου σχολαστικός που αποστρέφεται τον μοναχικό βίο; Τον θεό που επιτρέπει στον Σανσέ να εξαγριώνει τον Πασκάλ, στον τρα­πεζίτη να θησαυρίζει εκατό τα εκατό, στην άσκημη γυναίκα να είναι κακεντρεχής και στην ωραία να είναι άτιμη;
Τον θεό που δίνει δώρα στο δικαστή και ψεύτικα λόγια στον έμπορα;
Τον επιτήδειο θεό που εξισώνει την Παναγιά με το Κενκαμπουά;
Τον θεό τον αυστηρό μόνον στα λογικά κεφάλια;
Τον θεό που σχεδόν δολοφονεί τον Ραμούς που ακυρώνει το διά­ταγμα της Νάντης, αλλά που αρκεί να πηγαίνετε ταχτικά στην εκκλησία στις επίσημες ήμερες, αρκεί να είστε εξά­δελφος κάποιου επιτρόπου, αρκεί να αγωνίζεστε για να διευθύνει η Ρώμη τα πάντα, και γίνεται αμέσως μεγαλόψυχος μαζί σας, αρκεί να μοιράζετε το αντίδωρο στους ενορίτες σας για να σας έχει ευνοουμένους του, να σας προστατεύει θερμά, να σας παντρεύει, να εργάζεται για την πρόοδό σας, να μιλάει για σας στην Εξοχότητά του, να σας προβιβάζει και να δίνει έναν βαθμό στους πρωτότοκους, μια ενορία στους δευτερότοκους, έ­χοντάς σας κατά νουν για την μίτρα και την επισκοπή;
Ή μήπως για τον ολιγαρκή, τον αφελή θεό, τον ταπεινό και αγαπητό, που είναι χρήσιμος σε κάθε περίσταση, που ευχα­ριστιέται, καθώς είναι προικισμένος με εμπορική συγκατάβαση, με λίγη υποκρισία και λίγη εξωτερική λατρεία;
Τον θεό που α­ποτελεί δόγμα και θρησκεία των θετικών ψευδευλαβών, που από καιρό σε καιρό επιχειρεί ωφέλιμες και σύντομες εκδρομές στην αιωνιότητα, στο αχανές, στο μυστήριο και στο άγνωστο μαζί μ’ αυτόν τον θεό που τον μεταχειρίζονται στον δρόμο σαν σταθμό;
Ή μήπως θέλετε να πείτε για τον αιμοχαρή στρατιωτικό θεό που δεν τον νοιάζει και πολύ αν τρέφεστε με βαλανίδια, ή με ψωμί, αλλά αντί για λειτουργίες και λατρείες θέλει ρομφαίες, δό­ρατα, έμβολα, σκορπιούς, καταπέλτες, φοβερά άγκιστρα από τα οποία κρέμονται ολόκληρα πλοία, πολιορκητικές χελώνες, πολιορ­κητικούς κριούς που σπρώχνουν τα τείχη σαν πλώρες, αρπάγια που αρπάχνουν τους στρατιώτες από τις θέσεις τους, τροχοφόρους πύργους σκεπασμένους με χορτάρια και χαίτες άλογων; Kι υστέρα λιθοβόλα που κομματιάζουν και κάνουν σκόνη τους εχθρικούς πύργους, σφαιροβόλα, γεράκια τειχοθραύστες, ριξότειχα που ρίχνουν τις πολιτείες μέσα στην λασπερή τους τάφρο, ελληνικά ηφαίστεια που τα σύρουν τριάντα ζευγάρια βόδια, ενετικά τηλεβόλα, λομβαρδικές σερπαντίνες, τον θεό που είπε στον Κογλιόνη: «Ζέψε σαν κτήνη τους Λομβαρδούς»;
Τον θεό που γελάει, δυστυχισμένε τραυματία, όταν βλέπει το φτωχικό σου στρώμα πάνω στο οποίο στενάζεις;
Τον θεό που τον μεθάει η κόλαση με όλα τα θανατηφόρα μηχανήματα της, τα καζάνια με την κοχλαστή πίσσα και τα καμίνια με τα πυρωμένα σίδερα;
Τον θεό που διώχνει ξαφνιασμένους τους ανθρώπους από την φτωχική τους στέγη;
Τον θεό που ονειρεύεται στεφάνια και εγ­κώμια, που κοιμάται με τους ήχους του ολμοβόλου του Λανκάστρ και τις μπομπάρδες του ΙΙεξάν;
Τον θεό που δανείζει τον κεραυνό του στην σκαμμένη υπόνομο για να ανάψει το φυτίλι;
Τον θεό που όταν η γη ανοίγεται τινάζοντας πελώρια αστραπή, ευχαριστιέται με την θέα των θνητών που σφενδονίζονται στον αέρα;
Φαντασιοπληξία του παρελθόντος που ανέχεται το παρόν!
Ή μήπως μιλάς για τον θεό κριτή; Σπάνια ιδιοτροπία!
Για τον θεό σφραγιδοφύλακα που έχει παρωπίδες και διεκπεραιώνει σε σύγχυση την δίκη Θνητός και Ύπαρξη;
Για τον πρόεδρο θεό που συνε­δριάζει στην μεγάλη αίθουσα που λέγεται σύμπαν, που κρίνει τις ψυχές και χασμουριέται κάτω από τον ουρανό του Δεκεμβρίου, α­νάμεσα στους δικηγόρους των αγγέλων και του δαίμονα;
Πες μου μήπως ζητάς τον θεό των Γουέβρων ή τον θεό των Μορμόνων ή τον θεό που ακρωτηρίασε τον Λαμπάρ;
Κοίταξε και διάλεξε· μήπως ζητάς τον θεό που δίνει στον βάρβαρο Τούρκο τον τάφο γεμάτο από γυναίκες και γεμάτον με ά­πειρο;
Ή μήπως τον θεό που αναγκάζει τον άνθρωπο να τραγου­δά πένθιμα τον όρθρο και τον εσπερινό, και που παύει να είναι άνθρωπος μέσα στα παπικά παρεκκλήσια, ενώ ο δημιουργός του ευχαριστιέται να τον ακούει;
Ή μήπως μιλάς για τον θεό που έπρεπε ν’ εφεύρουμε;
Για τον θεό που μέσα στο σκοτάδι ο φόβος τον παραχωρεί στο φαινόμενο;
Τον θεό που έπλασαν οι σοφοί με βάση την ανθρώπινη σοφία, χρήσιμο για τον δούλο του, αγαθό στον μάγειρό του;
Τον θεό που ρυθμί­ζει σε όφελός του την υπερτίμηση των τροφίμων;
Τον φανταστικό θεό, που μέσα στο βάθος του ηλιακού του φάσματος, ο πονηρός χωριάτης εμπαίζει, διώχνει και ανέχεται συνάμα;
Τον θεό που δέχτηκε ο Λόκκε και αρνήθηκε ο Γκριμ;
Τον ύψιστο, στον όποιον ο Ντ Όλμπάχ έδωσε κύρος;
Τον αιώνιο θεό που έπλασε ο εφήμερος θνητός σαν μεσόστυλο ανάμεσα στον χρόνο και στο διάστημα, μια αρχιτεκτονική παρεμβολή που την πρόσθεσαν εκ των υστέρων στην ζωή, στην ειμαρμένη, στο αγαθό, στο κακό, στα πάντα, έναν ασταθή πύργο του κενού και απλό πάρεργο του ανθρώπου;
Όλοι αυτοί οι θεοί, όποιο όνομα κι αν τους δίνουν είναι τα πάντα... Και μονάχα θεοί δεν είναι!
Ο φτωχός θνητός, καθώς είναι πονηρός έχει ανάγκη από δι­καστή, και καθώς είναι άσχημος έχει ανάγκη από ομοιότυπο, θέλει έναν θεό. Πολύ καλά! Λοιπόν ο άνθρωπος παίρνει λιθάρια, πλίν­θους, ξύλα, σίδερα και τον φτιάχνει. Έτσι, κάθε λαός έχει και τον δικό του θεό και η θρησκεία έχει την ενότητα σαν όνομα και σαν προσωπείο την Λεγεώνα.
Ένας ναός αντικρίζει την νύχτα εκεί που ο άλλος βλέ­πει την αυγή. Ο Χέωψ λατρεύει τον Άμμωνα, που δεν τον ξέ­ρει ο Ζαζερνάτ, για τους Δελφούς ο Οντίν είναι ανύ­παρκτος, το σολιμανιέχ καθιερώνει τον Μωάμεθ, τον όποιον αρνεί­ται το Ντολμέν.
Η γη δημιουργεί ένα τέρας και μπαίνει κάτω από την προστασία του, ενώ ο μεγάλος ουρανός κοιτάζει έκπληκτος που βλασταίνει πάνω στους κόπρους σας ο άθλιος αυτός θεός. Εμείς όμως τα πνεύματα που πλανιούνται στο διάστημα, δεν ματαιοπονούμε με τόσο μηδαμινό πράγμα, και χωρίς να ορμούμε με τόση λύσσα στην χαμένη λάμψη, χωρίς να κυνηγούμε την χλωμή οπτα­σία, χωρίς να ζητούμε από το σκοτάδι μια λύση για το παράξενο πρόβλημα, κοροϊδεύουμε μέσα στην νύχτα το ξόανο που εσείς ονο­μάζετε Βράχμαν, θεό που ανακατώνει την γενειάδα του με το τεχνητό άπειρο· θεό-πίθηκο για τον Νέγρο και θεό-πανούκλα για το Θιβέτ· δήμιο που υψώνει για τον θνητό μια τεράστια αγχόνη, βόδι στην Μέμφη, δράκοντα στην Τύρο και ύδρα στην Χαλδαία. Χίμαιρα και όχι Λόγο, είδωλο και όχι Ιδέα.
Η σφαίρα σου ασπρόμαλλο παιδί παίζει μ’ αυτό το παιχνίδι. Άνθρωπε, τρελό πνεύμα, που μάταια σε ζητούσε ο Διογένης· άν­θρωπε, προκαλείς τον οίκτο ακόμα και σ’ αυτά τα όντα του χάους, και σ’ αυτό το σκοτάδι που τρεμουλιάζει και θρηνεί. Γιατί ο στενός σου κόσμος ονειροπόλε ονειρεύεται ένα όνειρο πεπερασμένο.
Φτιάχνεις έναν Θεό μιμούμενος την αδύνατη ύπαρξή σου και μέσα στην φτώχεια των ευτελών σου παθών, ενστίκτου, γνώσης, έρωτα, πολέμων και μίσους, ζυμώνεις το χώμα με την αιωνιότητα και πλά­θεις θεότητα από τον βόρβορο! Και όταν μέσα στην μανία, ή μάλλον μέσα στην κραιπάλη σου, σφυρηλατείς ανόητα το φρικτό αυτό σκιαγράφημα, τον κουφό, τον τυφλό, τον σκληρό, τον απαίσιο αυτόν γίγαντα, αυτό το φάντασμα από σκοτάδι, που το στηρίζει η φρίκη, φτιάχνεις αυτόν τον θεό της ασκήμιας, του σκοταδιού και της ά­πατης, από τον φόβο του για την φύση.
Εσύ διαβάτη, τι θέλεις, λοιπόν;
Κι εγώ απάντησα:
-Θέλω το όνομα του αληθινού θεού, φώναξα με φρίκη, για να το πω στην γη που αδημονεί.