Τα πράγματα δεν είναι ΠΟΤΕ έτσι όπως φαίνονται.
Κάποτε ένας αστρονόμος είπε: «Ερεύνησα από την μια άκρη στην άλλη το σύμπαν με το τηλεσκόπιό μου. Πουθενά δεν βρήκα τον Θεό». Και κάποιος βιολιστής του απάντησε: «Και εγώ πήρα το βιολί μου και εξέτασα κάθε κομμάτι του και κάθε χορδή του. Πουθενά δεν βρήκα μουσική». Μη διαβάσετε τις επόμενες σελίδες με τον τρόπο που θα τις διάβαζε ο αστρονόμος.

25 Σεπτεμβρίου 2008

Τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται 1

Η συνηθισμένη εγωική δράση μας έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την δράση εκείνων που  έχουν "την συνείδηση ξύπνια". έχουμε μάθει να ΑΝΤΙΔΡΑΜΕ, ενώ ο ξύπνιος άνθρωπος ΔΡΑ. Την διαφορά θα την βρείτε στο παρακάτω ωραίο κείμενο:

Ἕνας δάσκαλος μέ τούς μαθητές τοῦ ἔφτασε σέ ἕνα ποτάμι. Ἕνας φτωχός ψαράς προσφέρθηκε νά τούς περάσει ἀπέναντι. Ὅταν πέρασαν ὁ δάσκαλος ἔσπασε τήν βάρκα τοῦ ψαρά.
Παρακάτω ἔφτασαν σέ ἕνα χωριό καί ζήτησαν φιλοξενία. Οἱ χωρικοί ὅμως τούς ἔδιωξαν κακήν κακῶς. Ὅπως ἔφευγαν, στήν ἄκρη τοῦ χωριοῦ βρῆκαν ἕνα παλιό, μισοκατεστραμμένο σπίτι. Ἔκατσαν ἐκεῖ καί ὁ δάσκαλος ἔβαλε τούς μαθητές του νά ἐπισκευάσουν τό σπίτι. Μετά ἔφυγαν.
Τότε ἕνας ἀπό τούς μαθητές ρώτησε γιατί συμπεριφέρθηκαν ἔτσι κάνοντας ζημιά στόν ψαρά πού τούς βοήθησε καί καλό στό χωριό πού τούς ἔδιωξε.
-Κοιτάξτε, εἶπε ὁ δάσκαλος. Αὔριο μία συμμορία θά χρησιμοποιοῦσε τήν βάρκα γιά νά περάσει τό ποτάμι καί νά λεηλατήσει τό χωριό. Τό σπίτι στήν ἄκρη τοῦ χωριοῦ ἀνήκει σέ κάποιον πού λείπει χρόνια. Θά ἐπιστρέψει, θά βρεῖ τό σπίτι τοῦ καλό, θά κάτσει ἐκεῖ καί μέ τήν συμπεριφορά του θά ἀλλάξει τούς χωρικούς.

Τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται

Η συνηθισμένη εγωική δράση μας έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την δράση εκείνων που  έχουν "την συνείδηση ξύπνια". έχουμε μάθει να ΑΝΤΙΔΡΑΜΕ, ενώ ο ξύπνιος άνθρωπος ΔΡΑ. Την διαφορά θα την βρείτε στο παρακάτω ωραίο κείμενο:

Ἦταν ἕνας φτωχός ἀγρότης πού ζοῦσε στήν ἄκρη τοῦ χωριοῦ σέ ἕνα μικρό σπιτάκι. Ὅλη του ἡ περιουσία ἦταν μία φοράδα πού τήν χρησιμοποιοῦσε στίς ἀγροτικές δουλειές. Μαζί μέ τόν γιό του καί τήν γυναίκα τοῦ δούλευαν ὅλη μέρα στό χωράφι τους γιά νά ἐξασφαλίσουν τό φαγητό τους. Κάποια μέρα ἡ φοράδα ἀφήνιασε καί χάθηκε στό δάσος.
-Πῶ, πῶ κρίμα! εἶπαν οἱ ἄλλοι χωρικοί. Φτωχός ἄνθρωπος καί νά πάθει αὐτό τό κακό!
-Καί πῶς ξέρετε ὅτι εἶναι γιά κακό; ρώτησε ὁ χωρικός.
Μετά ἀπό μερικές μέρες γυρίζει ἡ φοράδα γκαστρωμένη καί μαζί της ἦρθε καί ἕνα νεαρό ὄμορφο ἀρσενικό ἄλογο.
-Πῶ, πῶ τύχη! εἶπαν πάλι οἱ χωριάτες.
-Καί πῶς ξέρετε ὅτι εἶναι γιά καλό; ρώτησε ὁ χωρικός.
Τήν ἄλλη μέρα ὁ γιός τοῦ καβάλησε τό ἀρσενικό γιά νά τό δαμάσει. Ἔπεσε ὅμως καί ἔσπασε τό πόδι του. Τότε πάλι ὅλοι οἱ χωρικοί εἶπαν:
-Πῶ, πῶ τί ζημιά ἔπαθε! Πάνω πού ἄρχισαν ὅλα νά τοῦ πηγαίνουν καλά νά χτυπήσει ὁ γιός του!
-Καί πῶς ξέρετε ὅτι εἶναι γιά κακό; ρώτησε πάλι ὁ χωρικός.
Μετά ἀπό μερικές μέρες κηρύχτηκε πόλεμος, οἱ στρατονόμοι ἦρθαν στό χωριό καί ἐπιστράτευσαν ὅλους τους ὑγιεῖς νέους.
Ἔτσι πάντοτε ὁ χωρικός ὅταν ἄκουγε γιά κάτι ρώταγε ἀνάλογα μέ τήν περίπτωση:
-Καί πῶς ξέρετε ὅτι εἶναι γιά καλό; Καί πῶς ξέρετε ὅτι εἶναι γιά κακό;

Πρωτοχρονιάτικο (Βάρναλης)

Σαράντα σβέρκοι βωδινοὶ
μὲ λαδωμένες μποῦκλες
σκεμπέδες, σταβροθόλωτοι
καὶ βρώμιες ποδαροῦκλες
ξετσίπωτοι, ἀκαμάτηδες,
τσιμπούρια καὶ κορέοι
ντυμένοι στὰ μαλάματα
κ᾿ ἐπίσημοι κι ὡραῖοι.
Σαράντα λύκοι μὲ προβιὰ
(γι᾿ αὐτοὺς χτυπᾷ ἡ καμπάνα)
καθένας γουρουνόπουλο,
καθένας νταμιτζάνα!
Κι ἀπὲ ρεβάμενοι βαθιὰ
ξαπλώσανε στὸ τζάκι,
κι ἀβάσταγες ἐνιώσανε
φαγοῦρες στὸ μπατζάκι.
Ὄξ᾿ ὁ κοσμάκης φώναζε:
«Πεινᾶμε τέτοιες μέρες»
γερόντοι καὶ γερόντισσες,
παιδάκια καὶ μητέρες
κ᾿ οἱ τῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν
σφιχτοὶ νοικοκυρέοι
ἀνοῖξαν τὰ παράθυρα
καὶ κράξαν: «Εἶστε ἀθέοι».