Έμοιαζε με κραυγή κατσίκας…
που την βασανίζουν…
Παραπονιάρικη.
Με αγωνία. Κάθε τόσο. Κάθε τόσο. Κάθε τόσο.
Και μετά μία στριγκλιά:
«Σκάσε πια. Αν δεν σκάσεις θα σε σκοτώσω».
Περίεργος πρόσεξα την κραυγή.
Σιγά σιγά ξεκαθάρισε και κατάλαβα τον ήχο:
«Μαρίιιια. Μαρίιια».
Ρώτησα. Και έμαθα… Είναι μία γριά. Απέναντι.
Μέσα στην προσωπική μου (πια) κόλαση.
Παράλυτη χρόνια μιλάει μόνο και κουνάει λίγο το ένα χέρι.
Και καλεί, τρελαμένη, την κόρη της.
Που έμεινε ανύπαντρη για να την φροντίζει.
Ίσως γιατί έτσι ήθελε η κοινωνία της.
Ίσως γιατί έτσι νόμιζε αυτή.
Ίσως γιατί φοβήθηκε.
Ίσως… ένας θεός ξέρει για ποιόν άλλον λόγο.
Και πλένει ρούχα σε μία λεκάνη.
Κάθε μέρα πλένει.
Και, όταν δεν αντέχει άλλο,
φωνάζει στην αιτία των ημερών της:
«Σκάσε πια. Αν δεν σκάσεις θα σε σκοτώσω».
ΘΕΟΙ…
Θα ήθελα να ήμουν ὁ Σίβα,
ὁ Εξολοθρευτής,
ὁ νυχτερινός τίγρης.
Να τρέξω σαν τον άνεμο…
Γρήγορος σαν την ματιά…
Σιωπηλός σαν την σκέψη…
Να φέρω τον θάνατο στα έξυπνα ζώα.
Να εξολοθρεύσω αυτή την μίζερη δίποδη φυλή.
Αλλά ποιό το κέρδος;
Πρέπει πρώτα να σκοτώσω τον εαυτό μου.
Το ζώο πού με κρατάει κλεισμένο.
Να σπάσω τα σίδερα.
Πρέπει να «πεθάνω» για να ανθίσω.
Για να σκοτώσω τα έξυπνα ζώα.
Με φρικτό θανατικό από κρύα, δοσμένο, δίκοπη λάμα.
Για να αποκαταστήσω…
ΘΕΟΙ…
Μία μέρα θα γίνω ὁ ΣΙΒΑ.
Και θα ξανάρθω.
Κι ας χρειαστούν χίλιες ζωές…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου