«Έχω πολλή δουλειά και λίγο χρόνο».
Γύρισα ξαφνιασμένος από την ξαφνική παρουσία πίσω μου.
«Και εσύ πολλή δουλειά και καθόλου χρόνο».
Ο άνδρας είχε εμφανιστεί από το πουθενά.
«Θα σου δείξω τον Κόσμο και το Δάσος. Τους Ανυποψίαστους και τους Ιχνηλάτες. Τους Κυνηγούς και τους Άχρονους».
Έκανε μια κίνηση.
«Κοίτα γύρω σου. Βρίσκεσαι στο Νησί. Περιβάλλεται από τον Ωκεανό. Στις παραλίες του οι Ανύποπτοι σπαταλούν την ζωή τους. Νομίζουν ότι είναι το κέντρο του σύμπαντος. Χτίζουν σπίτια, φτιάχνουν περιουσίες, αποκτούν φήμη και δόξα. Αλλά δεν ξέρουν να είναι σιωπηλοί. Ούτε να περπατούν αθόρυβα. Ούτε να ανάβουν φωτιά με τα χέρια τους. Υπερασπίζονται τον εαυτό τους, δεν τον προφυλάσσουν. Περπατούν και φωνάζουν, αναλώνουν και καταστρέφουν ασυλλόγιστα το περιβάλλον τους. Και έτσι γίνονται εύκολα θύματα.
Εκείνοι, που κατακρεουργούν όποιον μπει στο Δάσος, δεν συγχωρούν τους απρόσεκτους. Παραμονεύουν παντού. Ψάχνουν για καταστροφές και θορύβους. Υπομονετικοί και ήρεμοι παρακολουθούν το θύμα τους. Και όταν έρθει ο κατάλληλος χρόνος επιτίθενται. Με τέχνη άφθαστη. Έχουν τον χρόνο με το μέρος τους.
Μέσα όμως στα κοιμισμένα μπουλούκια τυχαίνει κάποιος να ανησυχήσει. Καταλαβαίνει το μάταιο της ζωής του. Και αρχίζει να ψάχνει. Με λίγη τύχη ίσως μπορέσει να μάθει κάτι για τους Ιχνηλάτες και τους Κυνηγούς. Και ίσως επιθυμήσει να ξεκινήσει για να βρει τους Άχρονους. Τότε μετά από πολλούς κινδύνους και αν επιζήσει από Εκείνους (έτσι λέμε τους Κυνηγούς, γιατί αν πεις το όνομά τους έρχονται) μπορεί να έρθει σε επαφή με τους Ιχνηλάτες.
Είναι αυτοί που άφησαν πίσω τους τον Κόσμο και μπήκαν στο Δάσος από ανάγκη να βρουν τους Άχρονους.
Και γίνονται φοβερές μάχες. Πόνος και δάκρυ, αίμα και ζωές ξοδεύονται σε αυτόν τον ατελείωτο πόλεμο. Πότε νικούν οι μεν και πότε οι δε. Αλλά συνήθως Εκείνοι είναι που κουβαλούν στις σκηνές τους τα περισσότερα τρόπαια. Γιατί το Κακό γίνεται με πολλούς τρόπους και διάφορους. Και έχει άμεση ανταμοιβή. Ενώ το Καλό γίνεται μόνο με έναν και πρέπει να περιμένεις.
Λένε πως στους χίλιους Ανυποψίαστους ένας θα ανησυχήσει. Στους χίλιους που θα ανησυχήσουν ένας θα μπορέσει να ξεφύγει από Εκείνους. Στους χίλιους που θα ξεφύγουν ένας θα γίνει Ιχνηλάτης. Και από τους χίλιους Ιχνηλάτες ένας θα καταφέρει να γνωρίσει τους Άχρονους. Οι υπόλοιποι, μπλεγμένοι στους λαβυρίνθους του Δάσους, θα χάσουν άθλια τον χρόνο τους και θα γίνουν βορά Εκείνων. Και οι εναπομείναντες σιωπηλοί και αθόρυβοι κάνουν αυτό που πρέπει και ερευνούν για τους Άχρονους. Μέχρι να τους βρουν. Και να γίνουν ένα με αυτούς.
Αν μπεις στο Δάσος και μείνεις ακίνητος και σιωπηλός (αρκετά) θα μπορέσεις να αφουγκραστείς Εκείνους. Θα νοιώσεις το πέρασμά τους στα θροΐσματα των θάμνων. Θα αντιληφθείς τα ίχνη τους στα ρυτιδιάσματα στο νερό. Θα ακούσεις τις φωνές τους στο σφύριγμα του αέρα. Θα δεις το έργο τους στις εκατόμβες των Ανυποψίαστων. Την δύναμή τους στα πλήθη των νικημένων επαναστατών. Και θα αισθανθείς στην καρδιά σου τον Τρόμο τους.
Και αν είσαι πολύ σκληρός και πολύ τυχερός και πολύ ταπεινός θα βρεις τους Άχρονους.
Είναι εκείνοι που έχτισαν το Νησί. Και φύτεψαν το Δάσος. Και έφτιαξαν τον Ωκεανό. Και κάλεσαν τον άνεμο. Και άναψαν τον Ήλιο. Και κούρντισαν το ρολόι του Χρόνου. Και ακόνισαν το δρεπάνι του. Και μετά πήγαν εκεί που κανείς θνητός δεν μπορεί να διανοηθεί. Αφήνοντας στην Πόρτα τις Ερινύες να φυλάνε τον Δρόμο.
Και εκείνες ψάχνουν. Διαλέγουν τον στόχο τους. Και την κατάλληλη στιγμή εξαπολύουν την επίθεσή τους. Που ούτε Εκείνοι μπορούν να αντέξουν. Που πρέπει όμως να αντέξεις εσύ. Αν θέλεις να μπεις στον κόσμο του Θαυμαστού. Με τα Απροσδιόριστα όρια.
Έτσι πρέπει να αφήσεις τον Κόσμο. Να τριγυρίσεις στο Δάσος. Απαλός και άδειος σαν μωρό. Σιωπηλός και αθόρυβος. Σμιλεύοντας τον εαυτό σου στο σκοτάδι. Τριγυρνώντας χωρίς σκοπό. Μέχρι να σε ανακαλύψουν. Και να ελπίζεις να είσαι αρκετά δυνατός για να αντέξεις. Γιατί ο Νόμος δηλώνει ότι:
Πρέπει να είσαι ζεστός ή να είσαι κρύος. Διαφορετικά ο Απροσδιόριστος θα σε κάνει εμετό.
Ο άνθρωπος με το πουρναρόκλαδο με κοίταξε από πάνω ως κάτω ερευνητικά.
Έπειτα χωρίς μιλιά εξαφανίστηκε στα βάτα αφήνοντάς με πανικόβλητο στην μέση του Κόσμου.
Εσύ το έγραψες αυτό;
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιατί... πώς σου ήρθε;
Πολύ ωραίο!
Τελικά, αν θέλεις, γράφεις πολύ ωραία!
Εύγε!
Δυστυχώς ναι.
ΑπάντησηΔιαγραφή