Έπειτα μίλησε ο γέρος. Φορούσε βαριά δερμάτινα ρούχα που είχαν όλη την
τρίχα τους. Το ξύλο που κράταγε ήταν γυαλισμένο και στην άκρη του ήταν
δεμένη, με λεπτές λουρίδες δέρματος μία σιδερένια αιχμή. Στα πόδια του
ήταν σκεπασμένα με μαλακό δέρμα που τον προφύλασσε από τα αγκάθια του
δάσους.
-Πριν πολλά χρόνια σταμάτησα να υποφέρω από τα τέσσερα στοιχειά της φύσης.
Ανάλγητος εκεί που έπρεπε.
Καυτός εκεί που έπρεπε.
Σταθερός εκεί που έπρεπε.
Υποχωρητικός εκεί που έπρεπε.
Στοργικός εκεί που έπρεπε.
Κρύος εκεί που έπρεπε.
Ασταθής εκεί που έπρεπε.
Επίμονος εκεί που έπρεπε.
Μιλούσα για τον Απροσδιόριστο
αλλά κανένας δεν με καταλάβαινε.
Υπέφερα και έριχνα το σφάλμα στους άλλους...
Τότε συνάντησα «Εκείνον που ξέρει» και μου είπε:
«Γιατί νομίζεις ότι έφτασες εκεί που δεν έχεις πλησιάσει καν;
Ο Σοφός συντονίζεται με τον Έναν
αλλά και με τις ανάγκες του κόσμου,
είναι αμερόληπτος,
δεν διαχωρίζει και δεν κρίνει,
ακούει και βλέπει σαν ένα μικρό παιδί.
Άδειασε το μυαλό σου,
την καρδιά σου ειρήνευσε,
η επιστροφή στην πηγή είναι γαλήνη.
Όσο δεν το καταλαβαίνεις,
Θλιμμένος, θα σκοντάφτεις στην σύγχυση.
Όταν νοιώθεις από πού έρχεσαι
γίνεσαι ανεκτικός,
αδιάφορος σαν δέντρο,
καλοκάγαθος σαν γέρος,
αξιοπρεπής σαν βασιλιάς.
Άδειασε τον νου σου από σκέψεις,
προσπάθησε να ηρεμήσεις.
αν το κατορθώσεις αυτό,
θα ξαναγυρίσεις στον Έναν».
Και έτσι τώρα τρέχω, σκαρφαλώνω, κολυμπάω και σκάβω γιατί θέλω να γίνω σαν και Αυτόν.
Για να μάθω να κατεργάζομαι την Πέτρα και το Μέταλλο.
Και να βρω τον κόσμο του Απροσδιόριστου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου