Το κείμενο αυτό μου το έδωσε κάποιος άγνωστος μια μέρα στον δρόμο. Με κοίταξε και ήξερα τι έγραφε το χαρτί:
«Προσέξτε ότι τα γηρατειά στους ανθρώπους έρχονται από κάτω προς τα πάνω. Από τα πόδια. Δυσκαμψία αρχίζει να ανεβαίνει σιγά σιγά. Καταλαμβάνει τα γόνατα. Εγκαθίσταται στην μέση. Ξεχειλίζει από τους ώμους. Τέλος γραπώνει το σώμα από τον σβέρκο. Τότε ο άνθρωπος δεν μπορεί να γυρίσει, κοιτάει μόνο μπροστά όπως το τραίνο που πάει αποκλειστικά στις ράγες του. Δεν μπορεί να σηκωθεί. Δεν μπορεί να σκύψει. Δεν μπορεί να κάνει τίποτε από αυτά που έκανε μικρός.
Τέλος η βαρύτητα κυριαρχεί στο σώμα, καταστρέφει τα κόκαλα και ο άνθρωπος γέρνει μπροστά. Και κοιτάει κάτω. Βλέπει έτσι μνήματα και παλιούς σταυρούς και διαβάζει νεκρολογίες φίλων και συγγενών. Και (από τον φόβο του θανάτου) θυμάται ότι υπάρχει και Θεός. Και προσπαθεί να αγοράσει μια θέση στον Παράδεισο.
Όμως όπως είναι κάτω έτσι είναι και επάνω. Αυτό είναι νόμος πανάρχαιος.
Προσέξτε ότι έτσι γερνάει και η ψυχή. Μόνο που αυτή γερνάει από πάνω προς τα κάτω. Ο άνθρωπος αρχίζει να σκέφτεται πως θα κάνει αυτό που θέλει. Μετά το αποφασίζει. Μετά παραβλέποντας την φωνή του Εσωτερικού του Δικαστή το κάνει. Τότε η συνείδηση που είναι δύσκαμπτη αρχίζει να αποκτά ευλυγισία. Που αρχίζει σιγά σιγά να κατεβαίνει. Καταλαμβάνει το νου. Εγκαθίσταται στην καρδιά. Ξεχειλίζει στις πράξεις. Τότε η συνείδηση δεν μπορεί να γυρίσει (όπως το τραίνο που πάει αποκλειστικά στις ράγες του), κοιτάει μόνο μπροστά, στο «συμφέρον της». Δεν μπορεί να σηκωθεί. Δεν μπορεί να αντισταθεί. Δεν μπορεί να κάνει τίποτε από αυτά που έκανε μικρή.
Τέλος ο εγωισμός κυριαρχεί στην συνείδηση, καταστρέφει τις τύψεις και ο άνθρωπος γέρνει μπροστά. Και κοιτάει κάτω. Βλέπει έτσι μόνο το συμφέρον του. Και κρατάει σημειώσεις με λογαριασμούς: «μου είπε αυτό, μου έκανε εκείνο, δεν θα του το συγχωρήσω ποτέ, δεν φταίω εγώ αλλά οι άλλοι». Και η βαρύτητα του εγωισμού καταλαμβάνει την συνείδηση και την τραβάει μαζί με την σάρκα κάτω από το χώμα.
Έτσι λοιπόν ένα μωρό είναι δροσερό, ευλύγιστο στο σώμα και αλύγιστο στην συνείδηση. Κοιτάει χωρίς να κρίνει κανέναν. Πράττει χωρίς απώτερο σκοπό. Η συνείδησή του είναι άκαμπτη. Είναι γεμάτο ζωή, ενέργεια και μέλλον. Μόλις όμως μεγαλώσει λίγο, η αλαζονεία της ενέργειας της νεότητάς του θα το κάνει να αλλάξει δρόμο.
Για να υποκύψει σιγά σιγά στην βαρύτητα του εγωισμού.
Έτσι είναι πως στο τέλος θα καταντήσει ένας αποξηραμένος γέρος με άκαμπτο σώμα αλλά εύκαμπτη συνείδηση. Γεμάτος παρελθόν, αρρώστια και θάνατο.
Αυτά τα ξέρω διότι τα βλέπω να συμβαίνουν.
Αυτά τα ξέρω διότι βλέπω ότι η βαρύτητα κάνει δύσκαμπτο το σώμα μου.
Αυτά τα ξέρω διότι αισθάνομαι ότι το συμφέρον κάνει εύκαμπτη την συνείδησή μου. Και αντιλαμβάνομαι το Εγώ να ζωντανεύει ενώ η συνείδησή μου κοιμάται.
Και ο Αιώνιος ρίχνει βαριά την σκιά του επάνω μου. Γιατί τώρα που έφυγε η αλαζονεία της ενέργειας έμεινε η πικρή γεύση της αδυναμίας. Αλλά δεν θα επιτρέψω στην συνείδησή μου να γίνει εύκαμπτη σαν μωρό. Και όρθιος θα κοιτάξω το Άπειρο χωρίς υπεκφυγές. Θα πετάξω το σημειωματάριο με τους λογαριασμούς και αναλαμβάνοντας την ευθύνη της βλακείας μου θα ανακοινώσω:
«Ένας βλάκας μπορεί να κάνει μόνο βλακείες Κύριε. Τουλάχιστον αυτό το κατάλαβα».
Ξέρω ότι ο Αιώνιος θα εκπλαγεί. Μετά θα ερευνήσει. Και μετά θα ευχαριστηθεί. Διότι δεν θα τολμήσω να δηλώσω κάτι τέτοιο στα ψέματα.
Αλλά μην τολμήσετε να υποθέσετε ότι τα λέω αυτά επειδή γέρασα. Ή γιατί φοβάμαι και παραπονιέμαι που η φύση μου κόβει αυτά που δεν έκοψα μόνος μου. Ή γιατί γίνομαι μαλθακός και διαλλακτικός από ανάγκη λόγω αδυναμίας του σώματος.
Τα λέω γιατί είμαι ξεροκέφαλος. Και ελπίζω ότι θα πετύχω κάποιον που δεν θα είναι κουφός. Και θα χρησιμοποιεί το μυαλό του. Για να ξαναγίνει μωρό.
Και έτσι να χαμογελάσει ο Αιώνιος».
Ο άνθρωπος γύρισε για να φύγει. Κοντοστάθηκε. Με ξανακοίταξε και ήξερα τι θα πει:
-Δεν το έγραψα εγώ αυτό. Ως εκ τούτου μην πεις ότι εγώ σου το έδωσα.
Έφυγε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Χωρίς να ξαναγυρίσει για να κοιτάξει. Και ήξερα ότι είχα μπλέξει άσκημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου