Ξέγνοιαστος κοιτούσα μία γάτα στην γωνία ενός σπιτιού που παραφύλαγε κάτι στα χορτάρια. Με το σώμα παράλληλα στο έδαφος είχε την προσοχή καρφωμένη στο θύμα της. Έκανε την χαρακτηριστική κίνηση των πίσω ποδιών της, σημάδι ότι ετοιμαζόταν να επιτεθεί. Προσπάθησα να διακρίνω ποιος ήταν ο υποψήφιος μεζές.
Τότε ένοιωσα ένα δυνατό χτύπημα πίσω από τα γόνατα. Τα πόδια μου δίπλωσαν και έπεσα με όλο μου το βάρος στο χώμα μουγκρίζοντας από πόνο. Η μέση μου έτριξε καθώς το σώμα μου έγειρε πίσω από το βάρος και την ένταση του χτυπήματος. Και μετά από μια άπειρη στιγμή ένα ραβδί εμφανίσθηκε από το πουθενά. Φτιαγμένο από ένα σκεβρωμένο κλαρί πουρναριού είχε πελεκηθεί σαν ρόπαλο. Κόμποι ξύλινοι, όμοιοι σφιγμένες γροθιές, φαίνονταν πάνω στην γυαλισμένη επιφάνειά του.
Το κλωνάρι ανέβηκε ψηλά και ύστερα άρχισε να πέφτει. Ανήμπορος να αντιδράσω είδα με τρόμο το βαρύ και σκληρό ραβδί να κατεβαίνει με στόχο το στήθος μου. Με πέτυχε ακριβώς πάνω στο στομάχι και το σώμα μου δίπλωσε μπροστά ενώ δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια μου.
Έπειτα ο κλώνος έκανε μια στροφή και ανέβηκε λίγο. Στην πλευρά που δεν έβλεπα ένα κλαδί είχε κοπεί λοξά και είχε δουλευτεί έτσι ώστε να σχηματίζει ένα κοφτερό άγκιστρο. Με την κίνηση η προεξοχή σκάλωσε στο λαρύγγι μου ενώ ταυτόχρονα κάποιο πέλμα με πάτησε στον σβέρκο.
-Οι άνθρωποι είναι υπερβολικά μαλθακοί στις μέρες σας, ακούστηκε μια ήρεμη φωνή πίσω μου. Κοιμούνται όρθιοι. Έγιναν πολύ εύκολα θύματα.
Μπόρεσα να πάρω ανάσα, ενώ ο πόνος από τα χτυπήματα λιγόστεψε. Ήμουν στο έλεος του χειριστή του ραβδιού. Ένα ελαφρύ τράβηγμα και μπορούσα να μείνω χωρίς αρτηρίες στον λαιμό. Και εκείνος για να σιγουρευτεί ότι το κατάλαβα κίνησε λίγο το ξύλο του.
-Δεν σου αρέσει ο πόνος, έτσι; Τώρα που νοιώθεις καλύτερα πες μου: να σε αφήσω ή θέλεις άλλη μια επίδειξη;
Κούνησα το κεφάλι αρνητικά και το πόδι έφυγε από τον σβέρκο μου. Σηκώθηκα αγκομαχώντας, μακριά από το επίφοβο ρόπαλο. Πονούσα ολόκληρος και το κεφάλι μου γύριζε. Ανάσανα με ανακούφιση.
-Δεν έπαθες και τίποτε σοβαρό, ακούστηκε πάλι η φωνή. Όταν σε προσβάλλουν σίγουρα πονάς περισσότερο. Και ξεχνάς το θέμα πολύ αργότερα. Ήδη το χτύπημα δεν σε απασχολεί άλλο.
Ήρθα πάλι όπως σου είχα υποσχεθεί.
Γύρισα και κοίταξα τον παλιό γνώριμο. Χαμογέλασα ηλίθια τρίβοντας τα σακατεμένα γόνατά μου.
-Ακούω, του είπα προσέχοντας την φοβερή μαγκούρα που κράταγε.
-Ήρθα να σου πω για αυτό που φαίνεται ότι είναι και αυτό που πράγματι είναι. Γιατί ότι γυαλίζει δεν είναι χρυσός.
Τα πράγματα έχουν πάντα δύο όψεις. Αυτή που δείχνουμε στους άλλους και αυτή που είναι αληθινή. Για αυτόν τον λόγο κοίτα προσεκτικά. Διάλεξε κάποιον από το πλήθος και παρατήρησε. Παρατήρησε.
Γύρισα. Διάλεξα στην τύχη έναν τύπο με κοστούμι που ερχόταν προς το μέρος μου εκείνη την ώρα. Μεγαλοπρεπής και σοβαρός, σε καλή οικονομική κατάσταση, είχε αέρα ανθρώπου χωρίς προβλήματα, άνετου και πολιτισμένου.
-Παρατήρησε. Παρατήρησε με προσοχή.
Η φωνή σκληρή και επιτακτική με έκανε να ριγήσω. Το οπτικό μου πεδίο στένεψε και η αντίληψή μου εγκλωβίστηκε, σαν σε χωνί, πάνω στον άνθρωπο με το κοστούμι.
Έτρεμε. Τον άκουσα να λαχανιάζει από τρόμο καθώς χοντρές σταγόνες ιδρώτα κυλούσαν στο μέτωπό του. Τα χείλη του έτρεμαν και τα μάτια του όλο αγωνία έψαχναν γύρω.
-Πρέπει οπωσδήποτε να κλείσω το συμβόλαιο. Έχω έξοδα. Έχω έξοδα. Πρέπει να πάρω και καινούριο αμάξι.
Έκανε ένα βήμα. Τα μάτια του έπεσαν στα γλυκά μιας βιτρίνας. Η όψη του άλλαξε. Μια απέραντη πείνα εμφανίστηκε. Σαν να του έτρεξαν τα σάλια. Το όνειρο της ζωής του ήταν μια εντυπωσιακή τούρτα στην βιτρίνα.
-Αχ θα παχύνω, έχω και το δόντι μου. Πρέπει να αδυνατίσω, πρέπει να αδυνατίσω.
Έκανε άλλο ένα βήμα. Πρόσεξε αριστερά του ένα φαρμακείο. Ο πανικός τον κατέλαβε. Σχεδόν ετοιμαζόταν να κλάψει.
-Δεν βγαίνουν και αυτά τα αποτελέσματα των εξετάσεων. Η καρδιά μου με τσιμπάει τελευταία και έχω καούρες.
Έκανε άλλο ένα βήμα. Μια νεαρή πλησίασε ψάχνοντας τις βιτρίνες. Τα μάτια του στρογγύλεψαν λες και είχε να δει γυναίκα πολλά χρόνια. Άρχισε να βαριανασαίνει. Την κοίταξε με βουλιμία.
-Αυτή είναι γυναίκα. Όχι σαν την δικιά μου. Πως στραβώθηκα και την παντρεύτηκα. Τι κούκλα, τι κούκλα.
Έκανε άλλο ένα βήμα. Ένας πιτσιρικάς με κοτσίδα πέρασε κυλώντας πάνω σε πατίνια. Το μίσος ξεχείλισε στο πρόσωπο του άντρα. Χάιδεψε μηχανικά το κεφάλι του, μισόγυμνο από μαλλιά, και κοίταξε με ζήλια την επίπεδη κοιλιά του μικρού.
-Αλήτη. Πρόσεχε που πηγαίνεις. Θα χτυπήσεις κανέναν άνθρωπο. Αλήτη.
Έκανε άλλο ένα βήμα. Μια γριά στάθηκε και χαιρέτησε τον άνδρα. Εκείνος με έντονη χαρά στο πρόσωπο, της έκανε μερικές ερωτήσεις για τους κοινούς γνωστούς. Φαινόταν πανευτυχής που την συνάντησε. Έπειτα γύρισε και έφυγε. Αμέσως το πρόσωπό του σκυθρώπιασε και μόρφασε με απέχθεια.
-Γριά στρίγγλα. Εσύ μου έλειπες. Πέθανε να καθαρίσει ο τόπος.
Εμβρόντητος τον είδα να περνάει ευγενέστατος και άνετος και να χάνεται. Το σκούντημα από το ρόπαλο με συνέφερε.
-Ισχύει παντού.
Ισχύει για όλους.
Ισχύει και για σένα.
Με την προϋπόθεση να παρατηρήσεις καλά και ήρεμα. Όταν η λάσπη φύγει από το νερό μπορεί να δει κανείς πολλά πράγματα.
Θα ξανάρθω.
Με διάφορες μορφές. Νέος ή γέρος. Φτωχός ή πλούσιος. Άνθρωπος ή ζώο. Άδειος ή γεμάτος. Γρήγορα ή αργά. Και όχι πάντα εγώ, αλλά ίσως κάποιος άλλος. Όμως πάντα οδυνηρός. Πάντα θα σου θυμίζω τα παλιά σου σφάλματα.
Και θα σε βοηθώ να μην ξεχνάς τα καινούρια.
Και θα σε βρίσκω πάντα όταν θα νομίζεις ότι σε έχω χάσει. Τότε που θα είσαι ξέγνοιαστος. Και θα κοιμάσαι. Και το ραβδί μου θα σε βοηθάει, με τον πόνο, να ξυπνάς. Μέχρι που κάποτε να αποφασίσεις να μείνεις ξύπνιος. Τότε δεν θα με ξαναδείς πια.
Χαμογέλασε και πριν προλάβω να του απαντήσω εξαφανίστηκε.
Ο γάτος πήδηξε και έπιασε στον αέρα έναν σπουργίτη που φτερούγισε, δυστυχώς για αυτόν αργά, από το γρασίδι. Σχεδόν ένιωσα τα δόντια του που γράπωναν το πουλί. Ανατριχιασμένος κοίταξα γύρω ψάχνοντας να δω που βρίσκεται ο δικός μου θάνατος. Κάπου είχα διαβάσει ότι μας παραφυλάει πάντοτε από τα αριστερά.
Με την άκρη του ματιού μου πρόλαβα να δω ένα τραχύ πουρναρόξυλο να χάνεται…
έκτακτο!
ΑπάντησηΔιαγραφή