Το μάτι μου έπεσε σε μια φωτογραφία στο τζάμι που διαφήμιζε το νέο έργο. Η ονειρική ατμόσφαιρά της με συνάρπασε. Γιατί άραγε, όλοι μας, νοιώθουμε αυτή την ακατανίκητη έλξη για τα «ηρωικά έργα» που εκ των προτέρων ξέρουμε ότι είναι η φαντασία ενός συγγραφέα;
Σταμάτησα. Είναι η ανάγκη για φυγή από την πεζή και σκληρή πραγματικότητα του τεχνολογικού «πολιτισμού» μας;
Είναι το παιδί μέσα μας που, ακόμα, ονειρεύεται ήρωες και περιπέτειες;
-Μήπως κάποια Ανάμνηση;
Ένα χέρι έπεσε βαρύ στον ώμο μου τρομάζοντάς με. Αναγνώρισα την Φωνή του ανθρώπου με το πουρνάρι.
-Για κοίτα καλύτερα, ξανάπε. Τι άραγε ξεθάβει η αλληγορία τούτη από τα βάθη του ψυχισμού σου;
Η αφίσα έδειχνε έναν άνδρα πάνω σε έναν μικρό βράχο. Τα μαλλιά του ανέμιζαν τόσο φυσικά που άρχισα να νοιώθω και εγώ τον αέρα. Ο άνδρας στεκόταν ακίνητος με τα μάτια καρφωμένα στο άπειρο. Τα χέρια του ακουμπούσαν πάνω στην λαβή ενός μεγάλου σπαθιού. Η μύτη της λάμας πίεζε την πέτρα. Πρέπει να ήταν πολλά χρόνια που υπήρχε εκεί αυτή η επωπή[1]. Ο βράχος, φθαρμένος από την συνεχή πίεση, είχε ένα βαθύ κόψιμο αρκετό για να κρατηθεί το σπαθί όρθιο από μόνο του.
Ήξερα ότι έπρεπε να μείνει στην θέση του για τρία χρόνια, τρεις μήνες και τρεις μέρες πριν αντικατασταθεί. Αδιάφορος στην ζέστη ή το κρύο, αναίσθητος στην πείνα και την δίψα, ακούραστος έστεκε περήφανος, υπομένοντας τα στοιχεία της φύσης, με όλη του την προσοχή στραμμένη σε ένα αόρατο όριο που βρισκόταν δεκατρία βήματα μπροστά του.
Κοίταξα γύρω. Δυο απόκρημνα και αδιάβατα βουνά δημιουργούσαν ένα τείχος ανάμεσα σε μια καταπράσινη και γαλήνια πεδιάδα και σε μια έρημο φόβητρο που απλωνόταν κατακίτρινη μέχρι τον ορίζοντα. Και εκεί που οι πέτρινοι γίγαντες άφηναν πέρασμα, πηγές που ανάβλυζαν, από τα έγκατά τους, στο γούπατο[2] δημιουργούσαν έναν πυκνό και επικίνδυνο βάλτο, γεμάτο ερπετά, έντομα και πηχτό βούρκο. Στεκόμουν πάνω στην κορυφή ενός αμμόλοφου σε αρκετή απόσταση αλλά η μυρωδιά των σάπιων χόρτων έφτανε μέχρι εδώ δυνατή. Πίσω, μάντευα περισσότερο παρά έβλεπα την ακίνητη φιγούρα του ακοίμητου Φύλακα που πρόσεχε στην άλλη άκρη των βάλτων.
Ο ήλιος έκαιγε δυνατά και τσουρούφλιζε τους ανθρώπους που είχαν αρχίσει να μαζεύονται από όλες τις μεριές της ερήμου και μυρμήγκιαζαν στους αμμόλοφους. Τους πρόσεξα μόλις εκείνη την στιγμή.
Με διάφορες γλώσσες, με κάθε είδους όπλα και ρουχισμό, κοντοί ή ψηλοί, άσπροι μαύροι και κίτρινοι σταματούσαν στις παρυφές των λόφων. Άλογα, κάρα, γυναικόπαιδα, κατσίκια και καμήλες ανακατεύονταν ανάμεσα σε οπλισμένους άνδρες δημιουργώντας ένα απίθανο γρίφο χρωμάτων, σχημάτων και ήχων.
Επικρατούσε αταξία και όλοι κοιτούσαν με φόβο προς τον βάλτο. Όρνεα πετούσαν αργά, διαγράφοντας κύκλους πάνω από τα στενά, και κατέβαιναν κρώζοντας σε κάποιο σημείο όπου υπήρχε ένας άνθρωπος τρυπημένος με ένα ακόντιο. Ανάμεσα στους θάμνους παλούκια με ανθρώπινα κεφάλια και σκόρπια ξασπρισμένα κόκαλα, έδειχναν ότι το πλησίασμα στις συστάδες του βάλτου ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνο.
Θρήνος και φωνές θυμού ακούγονταν από την φυλή του σκοτωμένου. Κανείς όμως δεν τολμούσε να πλησιάσει. Εκνευρισμός κόχλαζε τις ομάδες των νομάδων και πολεμιστές ξέκοφταν διστακτικά από το πλήθος, σιγοπατώντας προς τα έλη έτοιμοι για μάχη.
-Περιμένουν τον Περάτη[3], είπε ο οδηγός μου. Όλοι θα ήθελαν να μπουν στην πράσινη κοιλάδα. Ελάχιστοι το τολμούν και ακόμα λιγότεροι το καταφέρνουν. Οι υπόλοιποι ζουν στην έρημο. Σκοτώνουν και σκοτώνονται για να επιζήσουν και τελειώνουν την μίζερη ζωή τους μέσα στην κάψα της άμμου ποθώντας το ακατόρθωτο. Από όσους περνούν, μερικοί ξαναγυρίζουν για να οδηγήσουν τους θάρσυνους[4], που θα προτιμήσουν έναν ευκλεή[5] θάνατο στον βάλτο από μια μίζερη ζωή στις άνομβρες ερημιές. Έτσι κάθε κάποτε, ένας Καταιβάτης[6] έρχεται. Τα καρακόλια[7] των νομάδων ειδοποιούν για την άφιξη και οι φυλές μαζεύονται εδώ θρηνώντας τους τολμητίες. Να! Να! Κοίτα!
Νεκρική σιγή επικράτησε τριγύρω. Ακόμη και τα όρνεα έμοιαζε να είναι σιωπηλά. Ο αέρας έπεσε τελείως κάνοντας την ησυχία μεγαλύτερη. Στην κορφή μιας θίνας φάνηκε ένας ιππέας. Φορτωμένος με όλα τα χρειαζούμενα για την επιβίωση στην έρημο, ξεπέζεψε και προχώρησε χαλαρός, τραβώντας το άλογο από τα γκέμια. Μια μακριά, λεπτή βέργα στερεωμένη στην σέλα είχε στην κορυφή της ένα λευκό πανάκι που ανέμιζε στα τελειώματα του ανέμου. Το να δείχνεσαι στην έρημο εγκυμονούσε κινδύνους αλλά αυτός έμοιαζε να αδιαφορεί. Ήθελε να γίνεται γνωστή η παρουσία του.
Στον βάλτο ακούστηκαν σαλπίσματα με την εμφάνισή του. Τα παρατηρητήρια σήμαιναν συναγερμό. Οι Καρανιστήρες[8], φρουροί του περάσματος, οπλισμένοι ως τα δόντια έπιαναν τα ερυμάτια[9] των μονοπατιών. Οι κατάμαυρες πανοπλίες τους γυάλιζαν με θανάσιμη λάμψη στον καυτό ήλιο. Κλαγγές, ξεφυσήματα και ποδοβολητά ακούστηκαν για λίγο. Το μέρος ανέδιδε όλεθρο.
Η αναταραχή μεταδόθηκε στους πλάνητες σκηνίτες της άχλωρης γης. Όλοι πρόσεχαν τον νεοφερμένο με αδημονία, λύπη ή φόβο. Εκείνος, ήσυχα, αφού έφτασε στο κέντρο της απόστασης ανάμεσα στον βάλτο και τα ανθρώπινα στίφη έμπηξε το σπαθί του στην άμμο, γύρισε προς τους θεατές και φώναξε:
-Αλήμονες[10] και αλιτήριοι[11] άγειοι[12] των άνυδρων τόπων. Κάμμοροι[13] και κατάδρομοι[14] πνίγεστε σε ωκεανούς κότους[15]. Η εύγονος[16] και λυσίκακος[17] χώρα σας περιμένει. Η έρημος σας διώχνει, οι ερίβωλοι[18] τόποι σας έλκουν και οι αμαυρόβιοι[19] του βάλτου σας εμποδίζουν. Βλέπω τον τρόμο στην καρδιά σας. Οι κόβαλοι[20], που παραμονεύουν στον βόρβορο, σας επιφυλάσσουν λοιγό[21] και κλαυθμό και οδυρμό. Στ’ αντίπερα θα πατήσουν μόνο αυτοί που δεν τους νοιάζει να πεθάνουν. Διότι σε αυτή την δουλειά ο φόβος είναι εμπόδιο.
Πετάξτε τις ασπίδες, εμποδίζουν στους θάμνους. Τα κράνη δεν σας αφήνουν να βλέπετε ψηλά. Οι θώρακες σας βουλιάζουν στην λάσπη. Τα ακόντια μπλέκουν στα κλαδιά. Τα τόξα είναι άχρηστα μέσα στο πυκνό. Η πήρα[22] και το φλασκί μπερδεύουν στα χαμόκλαδα. Τα πανωφόρια (βρεγμένα) βαραίνουν.
Όποιος μπει στον βάλτο δεν θα έχει καιρό να φάει, να κοιμηθεί ή να ξεκουραστεί. Ούτε να σκεφτεί ή να κοιτάξει πίσω. Ούτε να χασομερήσει γιατί ο χρόνος θα του χρειαστεί για να περάσει το τέναγος[23] και να φτάσει στον Κοίρανο[24].
Αίφνης όβριμοι[25] ευέλπιδες[26], στολισμένοι με μοβ κρήδεμνα[27] στο κεφάλι, ορχούμενοι[28] χώρισαν από το πλήθος και στάθηκαν σε αραιή γραμμή πίσω από τον Περάτη. Η Φωνή απάντησε στην άθετη ερώτησή μου:
-Δεν έχουν πια ρίζες. Ζουν μονάχοι τους, η φυλή τους εξαφανίστηκε, μιλούν την άγνωστη γλώσσα των Προγόνων και τίποτα κοινό δεν υπάρχει ανάμεσα σε αυτούς και τους ανθρώπους της ερήμου. Βλέπουν χωρίς να κοιτούν, γνωρίζουν χωρίς να ξέρουν και αισθάνονται χωρίς να αντιλαμβάνονται. Περπατούν στο μοναχικό μονοπάτι που οδηγεί στον Ασύγκριτο. Ένιωσαν το Κάλεσμα και ήρθαν. Είναι όλοι σαράντα εννιά ετών. Επέζησαν από σαράντα εννιά επιθέσεις στον Βάλτο. Επάξια κέρδισαν τον τίτλο του Αλεξητήρα[29]. Και τώρα θα πεθάνουν αλλά δεν θα γυρίσουν πίσω. Έχουν πια αρκετή πείρα για να περάσουν Απέναντι.
Ο Περάτης σταμάτησε για μια στιγμή παρατηρώντας τους επιφυλακτικούς. Έπειτα αφού ελευθέρωσε το άλογό από την σαγή του, άρχισε (τραγουδώντας) έναν αυτοσχέδιο χορό ενώ ταυτόχρονα πέταγε οτιδήποτε θα μπορούσε να τον εμποδίσει στην επίθεσή του. Τέλος μένοντας μόνο με ένα ελαφρύ ρούχο, άρπαξε το σπαθί με τα δυο χέρια και το ακούμπησε στον δεξί ώμο.
Η ένταση κορυφώθηκε καθώς οι Υπερασπιστές αλάλαξαν, κραδαίνοντας τα όπλα τους, για να εμψυχώσουν τους ορρωδούντες[30] που υποχώρησαν στην ασφάλεια των λόφων. Ο πυρρίχιος και το τραγούδι ξανάρχισε καθώς ο μορτολάτης[31] πλησίαζε σιγά σιγά προς τους θάμνους στις άκρες του βορβόρου. Οι βροτοφθόροι[32] με τις μελανόμορφες πανοπλίες μούγκρισαν άγρια, σείοντας επιδεικτικά τα όπλα τους. Δεν ήξερα την γλώσσα του τραγουδιού. Ένοιωθα όμως ότι ήταν κάλεσμα για τους νεοφερμένους και έλεγε περίπου: «Σε αυτό το όμορφο μέρος, που έχει άφθονα νερά, με τον ήλιο να λάμπει… Αχ! Τι χορός θα γίνει σήμερα… Αχ! Τι χορός θα γίνει σήμερα… Αχ! Τι χορός θα γίνει σήμερα…».
Ξάφνου ο ευήνωρας[33] ρίχτηκε μπροστά ενώ οι κρηδεμνοφόροι και οι πιο αψίκοροι των εσμών[34], κορυβαντιούντες[35], τον ακολούθησαν ωρυόμενοι. Παρασυρμένος, βρέθηκα να τρέχω μαζί με τους απόκοτους εφορμούντες. Μια βροχή από βέλη και δόρατα έπεσαν επάνω μας, από την μεριά της λασπωμένης γης, κόβοντας την φόρα σε μερικούς. Βογκητά ακούστηκαν από τους χτυπημένους και η επίθεση μετατράπηκε σε μια σιωπηλή και φρενήρη έφοδο. Όλοι κοιτούσαν τους μελανόντυτους κωλυσιεργούς αλλά έβλεπαν μόνο τον Φύλακα.
Σφοδρή σύγκρουση. Κόμπος[36] και κωκυτός[37]. Κλαγγή μετάλλων, ήχοι ξύλων που έσπαγαν, φρύασμα[38], λαχανιάσματα και τσαλαβουτήματα συνόδευσαν (σε κυκεώνα[39]) το σπάσιμο της πρώτης αμυντικής γραμμής. Οι αντίπαλοι αναμίχθηκαν και σκόρπισαν καθώς χάθηκε η συνοχή των γραμμών τους. Ο οδωδώς[40] βάλτος μύρισε αίμα, θάνατο και φοβερότητα.
Ασθμαίνοντας έτρεχα ανάμεσα στα θάμνα, βουλιάζοντας στην βρωμερή ιλύ, γεμάτος γρατσουνιές και με το στόμα ξερό από την αγωνία. Ξάφνου ένας κολοσσιαίος ταρβόσυνος[41] οπλίτης μου έφραξε τον δρόμο. Προσπαθώντας να τον αποφύγω, εξάρθρωσα τον αστράγαλό μου πατώντας λοξά μια πέτρα και έπεσα με τα μούτρα στα λασπόνερα. Στάθηκε μπροστά μου τρομερός και σήκωσε ένα βαρύ δίστομο πελέκι σημαδεύοντας το κεφάλι μου. Στον λαιμό του κρεμόταν μια αρμαθιά από ανθρώπινα σαγόνια. Ο γράσος[42] που ανέδιδε το σώμα του τον έκανε ακόμη φοβερότερο. Ούρλιαξα πανικόβλητος και σήκωσα τα χέρια μου για να προστατευτώ και…
Κάποιος με ταρακούνησε:
-Φίλε είσαι καλά;
-Τα κοπάνησε, ακούστηκε άλλη φωνή.
-Μαστουρωμένος είναι, συμπλήρωσε μια τρίτη χαχανίζοντας.
Κοίταξα γύρω αποσβολωμένος. Μια παρέα απομακρυνόταν ρίχνοντας κοροϊδευτικές ματιές. Και εγώ, πεσμένος στα τέσσερα μπροστά στην τζαμαρία, προσπαθούσα, μέσα σε αναφιλητά, να βρω την αναπνοή μου χωρίς να με ενδιαφέρει που γινόμουν ρεζίλι. Έπειτα απομακρύνθηκα βιαστικά από τον Φύλακα της αφίσας, κυνηγημένος από την φρικτή σαπίλα του Βάλτου, χωρίς να διακινδυνέψω ούτε μία ματιά. Δεν διέθετα την απαιτούμενη ποσότητα θάρρους για τέτοιου είδους τολμήματα. Ήθελε να σπαταλήσω ακόμη στην Έρημο πολλά χρόνια.
[1] Σκοπιά.
[2] Γούβα και πάτος, κοίλωμα της γης.
[3] Διαβάτης, περιπατητής, αυτός που περνάει απέναντι με το πορθμείο.
[4] Θαρραλέους.
[5] Ένδοξο.
[6] Αυτός που κατεβαίνει από το βουνό.
[7] Περίπολοι.
[8] Αυτοί που κόβουν κεφάλια.
[9] Μικρά φρούρια, οχυρώματα.
[10] Περιπλανώμενοι.
[11] Αμαρτωλοί, ένοχοι, ανόσιοι.
[12] Ακτήμονες.
[13] Κακόμοιροι.
[14] Λεηλατημένοι.
[15] Οργή, μίσος.
[16] Γόνιμος, καρποφόρος, εύφορος.
[17] Αυτή που παύει κάθε κακό.
[18] Εύφοροι, γόνιμοι, καρποφόροι.
[19] Αυτοί που ζουν στο σκοτάδι.
[20] Αναίσχυντοι, κακούργοι, απατεώνες, δόλιοι.
[21] Βλάβη, καταστροφή, όλεθρο, θάνατο.
[22] Το ταγάρι. το σακούλι με τα τρόφιμα.
[23] Βάλτος, έλος, τέλμα.
[24] Κυβερνήτης, άρχοντας, αρχηγός, κυρίαρχος, κύριος.
[25] Ισχυροί, δυνατοί, σκληροί, ακατάβλητοι.
[26] Αυτοί που είναι γεμάτοι ελπίδες.
[27] Κεφαλόδεσμος.
[28] Ορχέομαι: χορεύω, κινούμαι ρυθμικά.
[29] Φύλακας, βοηθός, υπερασπιστής.
[30] Αυτοί που διστάζουν, που τρέμουν από τον φόβο.
[31] Εκείνος που οδηγεί θνητούς (από το μόρος: μοίρα)
[32] Αυτοί που φθείρουν τους θνητούς.
[33] Αυτός που διεγείρει το ανδρικό μένος.
[34] Πλήθος, αγέλη.
[35] Φρενιασμένοι, έξαλλοι από ενθουσιασμό.
[36] Θόρυβος, κρότος, ποδοβολητό.
[37] Κραυγή, θρήνος.
[38] Φρυάζω, φρουμάζω: κυριεύομαι από παράφορη οργή, μαίνομαι.
[39] Ανακάτεμα, σύγχυση.
[40] Οδωδώς, -υία, -ός: αποσυντεθειμένος, που αποπνέει δυσοσμία.
[41] Δεινός, φοβερός.
[42] Τραγίλα, δυσοσμία από ιδρώτα.
Σταμάτησα. Είναι η ανάγκη για φυγή από την πεζή και σκληρή πραγματικότητα του τεχνολογικού «πολιτισμού» μας;
Είναι το παιδί μέσα μας που, ακόμα, ονειρεύεται ήρωες και περιπέτειες;
-Μήπως κάποια Ανάμνηση;
Ένα χέρι έπεσε βαρύ στον ώμο μου τρομάζοντάς με. Αναγνώρισα την Φωνή του ανθρώπου με το πουρνάρι.
-Για κοίτα καλύτερα, ξανάπε. Τι άραγε ξεθάβει η αλληγορία τούτη από τα βάθη του ψυχισμού σου;
Η αφίσα έδειχνε έναν άνδρα πάνω σε έναν μικρό βράχο. Τα μαλλιά του ανέμιζαν τόσο φυσικά που άρχισα να νοιώθω και εγώ τον αέρα. Ο άνδρας στεκόταν ακίνητος με τα μάτια καρφωμένα στο άπειρο. Τα χέρια του ακουμπούσαν πάνω στην λαβή ενός μεγάλου σπαθιού. Η μύτη της λάμας πίεζε την πέτρα. Πρέπει να ήταν πολλά χρόνια που υπήρχε εκεί αυτή η επωπή[1]. Ο βράχος, φθαρμένος από την συνεχή πίεση, είχε ένα βαθύ κόψιμο αρκετό για να κρατηθεί το σπαθί όρθιο από μόνο του.
Ήξερα ότι έπρεπε να μείνει στην θέση του για τρία χρόνια, τρεις μήνες και τρεις μέρες πριν αντικατασταθεί. Αδιάφορος στην ζέστη ή το κρύο, αναίσθητος στην πείνα και την δίψα, ακούραστος έστεκε περήφανος, υπομένοντας τα στοιχεία της φύσης, με όλη του την προσοχή στραμμένη σε ένα αόρατο όριο που βρισκόταν δεκατρία βήματα μπροστά του.
Κοίταξα γύρω. Δυο απόκρημνα και αδιάβατα βουνά δημιουργούσαν ένα τείχος ανάμεσα σε μια καταπράσινη και γαλήνια πεδιάδα και σε μια έρημο φόβητρο που απλωνόταν κατακίτρινη μέχρι τον ορίζοντα. Και εκεί που οι πέτρινοι γίγαντες άφηναν πέρασμα, πηγές που ανάβλυζαν, από τα έγκατά τους, στο γούπατο[2] δημιουργούσαν έναν πυκνό και επικίνδυνο βάλτο, γεμάτο ερπετά, έντομα και πηχτό βούρκο. Στεκόμουν πάνω στην κορυφή ενός αμμόλοφου σε αρκετή απόσταση αλλά η μυρωδιά των σάπιων χόρτων έφτανε μέχρι εδώ δυνατή. Πίσω, μάντευα περισσότερο παρά έβλεπα την ακίνητη φιγούρα του ακοίμητου Φύλακα που πρόσεχε στην άλλη άκρη των βάλτων.
Ο ήλιος έκαιγε δυνατά και τσουρούφλιζε τους ανθρώπους που είχαν αρχίσει να μαζεύονται από όλες τις μεριές της ερήμου και μυρμήγκιαζαν στους αμμόλοφους. Τους πρόσεξα μόλις εκείνη την στιγμή.
Με διάφορες γλώσσες, με κάθε είδους όπλα και ρουχισμό, κοντοί ή ψηλοί, άσπροι μαύροι και κίτρινοι σταματούσαν στις παρυφές των λόφων. Άλογα, κάρα, γυναικόπαιδα, κατσίκια και καμήλες ανακατεύονταν ανάμεσα σε οπλισμένους άνδρες δημιουργώντας ένα απίθανο γρίφο χρωμάτων, σχημάτων και ήχων.
Επικρατούσε αταξία και όλοι κοιτούσαν με φόβο προς τον βάλτο. Όρνεα πετούσαν αργά, διαγράφοντας κύκλους πάνω από τα στενά, και κατέβαιναν κρώζοντας σε κάποιο σημείο όπου υπήρχε ένας άνθρωπος τρυπημένος με ένα ακόντιο. Ανάμεσα στους θάμνους παλούκια με ανθρώπινα κεφάλια και σκόρπια ξασπρισμένα κόκαλα, έδειχναν ότι το πλησίασμα στις συστάδες του βάλτου ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνο.
Θρήνος και φωνές θυμού ακούγονταν από την φυλή του σκοτωμένου. Κανείς όμως δεν τολμούσε να πλησιάσει. Εκνευρισμός κόχλαζε τις ομάδες των νομάδων και πολεμιστές ξέκοφταν διστακτικά από το πλήθος, σιγοπατώντας προς τα έλη έτοιμοι για μάχη.
-Περιμένουν τον Περάτη[3], είπε ο οδηγός μου. Όλοι θα ήθελαν να μπουν στην πράσινη κοιλάδα. Ελάχιστοι το τολμούν και ακόμα λιγότεροι το καταφέρνουν. Οι υπόλοιποι ζουν στην έρημο. Σκοτώνουν και σκοτώνονται για να επιζήσουν και τελειώνουν την μίζερη ζωή τους μέσα στην κάψα της άμμου ποθώντας το ακατόρθωτο. Από όσους περνούν, μερικοί ξαναγυρίζουν για να οδηγήσουν τους θάρσυνους[4], που θα προτιμήσουν έναν ευκλεή[5] θάνατο στον βάλτο από μια μίζερη ζωή στις άνομβρες ερημιές. Έτσι κάθε κάποτε, ένας Καταιβάτης[6] έρχεται. Τα καρακόλια[7] των νομάδων ειδοποιούν για την άφιξη και οι φυλές μαζεύονται εδώ θρηνώντας τους τολμητίες. Να! Να! Κοίτα!
Νεκρική σιγή επικράτησε τριγύρω. Ακόμη και τα όρνεα έμοιαζε να είναι σιωπηλά. Ο αέρας έπεσε τελείως κάνοντας την ησυχία μεγαλύτερη. Στην κορφή μιας θίνας φάνηκε ένας ιππέας. Φορτωμένος με όλα τα χρειαζούμενα για την επιβίωση στην έρημο, ξεπέζεψε και προχώρησε χαλαρός, τραβώντας το άλογο από τα γκέμια. Μια μακριά, λεπτή βέργα στερεωμένη στην σέλα είχε στην κορυφή της ένα λευκό πανάκι που ανέμιζε στα τελειώματα του ανέμου. Το να δείχνεσαι στην έρημο εγκυμονούσε κινδύνους αλλά αυτός έμοιαζε να αδιαφορεί. Ήθελε να γίνεται γνωστή η παρουσία του.
Στον βάλτο ακούστηκαν σαλπίσματα με την εμφάνισή του. Τα παρατηρητήρια σήμαιναν συναγερμό. Οι Καρανιστήρες[8], φρουροί του περάσματος, οπλισμένοι ως τα δόντια έπιαναν τα ερυμάτια[9] των μονοπατιών. Οι κατάμαυρες πανοπλίες τους γυάλιζαν με θανάσιμη λάμψη στον καυτό ήλιο. Κλαγγές, ξεφυσήματα και ποδοβολητά ακούστηκαν για λίγο. Το μέρος ανέδιδε όλεθρο.
Η αναταραχή μεταδόθηκε στους πλάνητες σκηνίτες της άχλωρης γης. Όλοι πρόσεχαν τον νεοφερμένο με αδημονία, λύπη ή φόβο. Εκείνος, ήσυχα, αφού έφτασε στο κέντρο της απόστασης ανάμεσα στον βάλτο και τα ανθρώπινα στίφη έμπηξε το σπαθί του στην άμμο, γύρισε προς τους θεατές και φώναξε:
-Αλήμονες[10] και αλιτήριοι[11] άγειοι[12] των άνυδρων τόπων. Κάμμοροι[13] και κατάδρομοι[14] πνίγεστε σε ωκεανούς κότους[15]. Η εύγονος[16] και λυσίκακος[17] χώρα σας περιμένει. Η έρημος σας διώχνει, οι ερίβωλοι[18] τόποι σας έλκουν και οι αμαυρόβιοι[19] του βάλτου σας εμποδίζουν. Βλέπω τον τρόμο στην καρδιά σας. Οι κόβαλοι[20], που παραμονεύουν στον βόρβορο, σας επιφυλάσσουν λοιγό[21] και κλαυθμό και οδυρμό. Στ’ αντίπερα θα πατήσουν μόνο αυτοί που δεν τους νοιάζει να πεθάνουν. Διότι σε αυτή την δουλειά ο φόβος είναι εμπόδιο.
Πετάξτε τις ασπίδες, εμποδίζουν στους θάμνους. Τα κράνη δεν σας αφήνουν να βλέπετε ψηλά. Οι θώρακες σας βουλιάζουν στην λάσπη. Τα ακόντια μπλέκουν στα κλαδιά. Τα τόξα είναι άχρηστα μέσα στο πυκνό. Η πήρα[22] και το φλασκί μπερδεύουν στα χαμόκλαδα. Τα πανωφόρια (βρεγμένα) βαραίνουν.
Όποιος μπει στον βάλτο δεν θα έχει καιρό να φάει, να κοιμηθεί ή να ξεκουραστεί. Ούτε να σκεφτεί ή να κοιτάξει πίσω. Ούτε να χασομερήσει γιατί ο χρόνος θα του χρειαστεί για να περάσει το τέναγος[23] και να φτάσει στον Κοίρανο[24].
Αίφνης όβριμοι[25] ευέλπιδες[26], στολισμένοι με μοβ κρήδεμνα[27] στο κεφάλι, ορχούμενοι[28] χώρισαν από το πλήθος και στάθηκαν σε αραιή γραμμή πίσω από τον Περάτη. Η Φωνή απάντησε στην άθετη ερώτησή μου:
-Δεν έχουν πια ρίζες. Ζουν μονάχοι τους, η φυλή τους εξαφανίστηκε, μιλούν την άγνωστη γλώσσα των Προγόνων και τίποτα κοινό δεν υπάρχει ανάμεσα σε αυτούς και τους ανθρώπους της ερήμου. Βλέπουν χωρίς να κοιτούν, γνωρίζουν χωρίς να ξέρουν και αισθάνονται χωρίς να αντιλαμβάνονται. Περπατούν στο μοναχικό μονοπάτι που οδηγεί στον Ασύγκριτο. Ένιωσαν το Κάλεσμα και ήρθαν. Είναι όλοι σαράντα εννιά ετών. Επέζησαν από σαράντα εννιά επιθέσεις στον Βάλτο. Επάξια κέρδισαν τον τίτλο του Αλεξητήρα[29]. Και τώρα θα πεθάνουν αλλά δεν θα γυρίσουν πίσω. Έχουν πια αρκετή πείρα για να περάσουν Απέναντι.
Ο Περάτης σταμάτησε για μια στιγμή παρατηρώντας τους επιφυλακτικούς. Έπειτα αφού ελευθέρωσε το άλογό από την σαγή του, άρχισε (τραγουδώντας) έναν αυτοσχέδιο χορό ενώ ταυτόχρονα πέταγε οτιδήποτε θα μπορούσε να τον εμποδίσει στην επίθεσή του. Τέλος μένοντας μόνο με ένα ελαφρύ ρούχο, άρπαξε το σπαθί με τα δυο χέρια και το ακούμπησε στον δεξί ώμο.
Η ένταση κορυφώθηκε καθώς οι Υπερασπιστές αλάλαξαν, κραδαίνοντας τα όπλα τους, για να εμψυχώσουν τους ορρωδούντες[30] που υποχώρησαν στην ασφάλεια των λόφων. Ο πυρρίχιος και το τραγούδι ξανάρχισε καθώς ο μορτολάτης[31] πλησίαζε σιγά σιγά προς τους θάμνους στις άκρες του βορβόρου. Οι βροτοφθόροι[32] με τις μελανόμορφες πανοπλίες μούγκρισαν άγρια, σείοντας επιδεικτικά τα όπλα τους. Δεν ήξερα την γλώσσα του τραγουδιού. Ένοιωθα όμως ότι ήταν κάλεσμα για τους νεοφερμένους και έλεγε περίπου: «Σε αυτό το όμορφο μέρος, που έχει άφθονα νερά, με τον ήλιο να λάμπει… Αχ! Τι χορός θα γίνει σήμερα… Αχ! Τι χορός θα γίνει σήμερα… Αχ! Τι χορός θα γίνει σήμερα…».
Ξάφνου ο ευήνωρας[33] ρίχτηκε μπροστά ενώ οι κρηδεμνοφόροι και οι πιο αψίκοροι των εσμών[34], κορυβαντιούντες[35], τον ακολούθησαν ωρυόμενοι. Παρασυρμένος, βρέθηκα να τρέχω μαζί με τους απόκοτους εφορμούντες. Μια βροχή από βέλη και δόρατα έπεσαν επάνω μας, από την μεριά της λασπωμένης γης, κόβοντας την φόρα σε μερικούς. Βογκητά ακούστηκαν από τους χτυπημένους και η επίθεση μετατράπηκε σε μια σιωπηλή και φρενήρη έφοδο. Όλοι κοιτούσαν τους μελανόντυτους κωλυσιεργούς αλλά έβλεπαν μόνο τον Φύλακα.
Σφοδρή σύγκρουση. Κόμπος[36] και κωκυτός[37]. Κλαγγή μετάλλων, ήχοι ξύλων που έσπαγαν, φρύασμα[38], λαχανιάσματα και τσαλαβουτήματα συνόδευσαν (σε κυκεώνα[39]) το σπάσιμο της πρώτης αμυντικής γραμμής. Οι αντίπαλοι αναμίχθηκαν και σκόρπισαν καθώς χάθηκε η συνοχή των γραμμών τους. Ο οδωδώς[40] βάλτος μύρισε αίμα, θάνατο και φοβερότητα.
Ασθμαίνοντας έτρεχα ανάμεσα στα θάμνα, βουλιάζοντας στην βρωμερή ιλύ, γεμάτος γρατσουνιές και με το στόμα ξερό από την αγωνία. Ξάφνου ένας κολοσσιαίος ταρβόσυνος[41] οπλίτης μου έφραξε τον δρόμο. Προσπαθώντας να τον αποφύγω, εξάρθρωσα τον αστράγαλό μου πατώντας λοξά μια πέτρα και έπεσα με τα μούτρα στα λασπόνερα. Στάθηκε μπροστά μου τρομερός και σήκωσε ένα βαρύ δίστομο πελέκι σημαδεύοντας το κεφάλι μου. Στον λαιμό του κρεμόταν μια αρμαθιά από ανθρώπινα σαγόνια. Ο γράσος[42] που ανέδιδε το σώμα του τον έκανε ακόμη φοβερότερο. Ούρλιαξα πανικόβλητος και σήκωσα τα χέρια μου για να προστατευτώ και…
Κάποιος με ταρακούνησε:
-Φίλε είσαι καλά;
-Τα κοπάνησε, ακούστηκε άλλη φωνή.
-Μαστουρωμένος είναι, συμπλήρωσε μια τρίτη χαχανίζοντας.
Κοίταξα γύρω αποσβολωμένος. Μια παρέα απομακρυνόταν ρίχνοντας κοροϊδευτικές ματιές. Και εγώ, πεσμένος στα τέσσερα μπροστά στην τζαμαρία, προσπαθούσα, μέσα σε αναφιλητά, να βρω την αναπνοή μου χωρίς να με ενδιαφέρει που γινόμουν ρεζίλι. Έπειτα απομακρύνθηκα βιαστικά από τον Φύλακα της αφίσας, κυνηγημένος από την φρικτή σαπίλα του Βάλτου, χωρίς να διακινδυνέψω ούτε μία ματιά. Δεν διέθετα την απαιτούμενη ποσότητα θάρρους για τέτοιου είδους τολμήματα. Ήθελε να σπαταλήσω ακόμη στην Έρημο πολλά χρόνια.
[1] Σκοπιά.
[2] Γούβα και πάτος, κοίλωμα της γης.
[3] Διαβάτης, περιπατητής, αυτός που περνάει απέναντι με το πορθμείο.
[4] Θαρραλέους.
[5] Ένδοξο.
[6] Αυτός που κατεβαίνει από το βουνό.
[7] Περίπολοι.
[8] Αυτοί που κόβουν κεφάλια.
[9] Μικρά φρούρια, οχυρώματα.
[10] Περιπλανώμενοι.
[11] Αμαρτωλοί, ένοχοι, ανόσιοι.
[12] Ακτήμονες.
[13] Κακόμοιροι.
[14] Λεηλατημένοι.
[15] Οργή, μίσος.
[16] Γόνιμος, καρποφόρος, εύφορος.
[17] Αυτή που παύει κάθε κακό.
[18] Εύφοροι, γόνιμοι, καρποφόροι.
[19] Αυτοί που ζουν στο σκοτάδι.
[20] Αναίσχυντοι, κακούργοι, απατεώνες, δόλιοι.
[21] Βλάβη, καταστροφή, όλεθρο, θάνατο.
[22] Το ταγάρι. το σακούλι με τα τρόφιμα.
[23] Βάλτος, έλος, τέλμα.
[24] Κυβερνήτης, άρχοντας, αρχηγός, κυρίαρχος, κύριος.
[25] Ισχυροί, δυνατοί, σκληροί, ακατάβλητοι.
[26] Αυτοί που είναι γεμάτοι ελπίδες.
[27] Κεφαλόδεσμος.
[28] Ορχέομαι: χορεύω, κινούμαι ρυθμικά.
[29] Φύλακας, βοηθός, υπερασπιστής.
[30] Αυτοί που διστάζουν, που τρέμουν από τον φόβο.
[31] Εκείνος που οδηγεί θνητούς (από το μόρος: μοίρα)
[32] Αυτοί που φθείρουν τους θνητούς.
[33] Αυτός που διεγείρει το ανδρικό μένος.
[34] Πλήθος, αγέλη.
[35] Φρενιασμένοι, έξαλλοι από ενθουσιασμό.
[36] Θόρυβος, κρότος, ποδοβολητό.
[37] Κραυγή, θρήνος.
[38] Φρυάζω, φρουμάζω: κυριεύομαι από παράφορη οργή, μαίνομαι.
[39] Ανακάτεμα, σύγχυση.
[40] Οδωδώς, -υία, -ός: αποσυντεθειμένος, που αποπνέει δυσοσμία.
[41] Δεινός, φοβερός.
[42] Τραγίλα, δυσοσμία από ιδρώτα.