Άσπρα, κρύα και
σκληρά φώτα από νέον. Κρύα και σκληρή ατμόσφαιρα. Σαν τα φώτα. Καπνοί
και κακοτερένιες γλάστρες με ασθενικά φυτά γύρω. Και θόρυβος.
Νύχτα.
Κάθομαι
στην αίθουσα αναμονής. Δεν ξέρω ακριβώς το γιατί. Δεν το έχω σκεφτεί με
το «μέσα μυαλό». Κόσμος πάει πέρα δώθε. Ούτε αυτός ξέρει το γιατί. Ούτε
αυτοί το σκέφτονται με το «μέσα μυαλό».
Υπάρχει μια αίσθηση τυχαίου στα πράγματα.
Τυχαία ζούμε, τυχαία μιλάμε, τυχαία πράττουμε, τυχαία πεθαίνουμε.
Η ζωή μας είναι ένα ατύχημα.
Ατυχηματική χαρά και ατυχηματικός πόνος φτιάχνουν ατυχηματικούς ανθρώπους.
Ασπροντυμένες
νοσοκόμες αναγγέλλουν γεννήσεις και δείχνουν μωρά. Μπαμπάδες περήφανοι
για το «δικό τους» παιδί. Γριές χαίρονται που «έχουν» κι άλλο εγγόνι.
Φιλοδωρήματα αλλάζουν χέρια συνέχεια.
Ξέγνοιαστος κοιτάζω γύρω, σηκώνομαι από την άβολη καρέκλα και τεντώνομαι. Η νοσοκόμα πλησιάζει χαμογελώντας.
«Συγχαρητήρια κύριε. Είναι αγόρι».
Οι συγγενείς χαίρονται. Δεν καταλαβαίνω και πολύ την αιτία τέτοιας υπερβολικής εκδήλωσης.
Ψύχραιμος και αποστασιοποιημένος παρατηρώ την γυναίκα μου στο φορείο.
Μισο-ξύπνια,
μισο-ζαλισμένη δεν πολυκαταλαβαίνει και αυτή. Δίπλα της ένα μωρό
τυλιγμένο σε πάνες. Μια μαυριδερή ζαρωμένη μούρη φαίνεται μέσα στα
ρούχα.
Κοιτάζω καλύτερα. Και:
Γιγάντιες
δαγκάνες ξεπηδούν από το πουθενά. Σφαδάζω σαν καμακωμένο ψάρι. Το
τεράστιο δόκανο της φύσης, καλά κρυμμένο (υπομονετικά) τόσους μήνες,
κλειδώνει ανατριχιαστικά τρίζοντας στα κόκαλα του ποδιού.
Κατάδικος.
Πιασμένος σε ανήκουστη παγίδα.
Ατυχηματικά ανελεύθερος.
Θυμός με κυριεύει και δοκιμάζω να τραβηχτώ από την ατσάλινη αρπάγη.
Και νοιώθω ένα υπόκωφο «κλικ» κάπου βαθιά στον ψυχισμό μου.
Αντιλαλώντας κουδούνισε και βρόντηξε και ανέβηκε από τα έγκατα του υποσυνείδητου.
Σαν χειροπέδη που κλείνει στον καρπό του κατάδικου.
Με λεπτή, αόρατη και άθραυστη αλυσίδα.
Δεμένος για πάντα.
Οι αμπάρες του χρόνου μαντάλωσαν πίσω μου την πόρτα διαφυγής.
Όμοιος με ταύρο άγριο που του πέρασαν τον σιδερένιο χαλκά στην μύτη και τώρα, ανήμπορος, σύρεται από ένα πιτσιρίκι.
Σκανδάλη το απλανές βλέμμα της ζαρωμένης φάτσας.
Ξέρω
ότι πλέον θα είμαι υπεύθυνος για αυτό το πλάσμα. Χωρίς να μπορώ να κάνω
διαφορετικά. Όσο και να προσπαθήσω. Όσα χρόνια και να περάσουν.
Ίσως ακόμη και αφού πεθάνω.
Και άκουσα την φύση να γελάει χαιρέκακα.
Και πονηρά.
Και παιχνιδιάρικα.
Και αθώα.
Και το γέλιο πολλαπλασιάσθηκε σε χιλιάδες αποχρώσεις.
Από χιλιάδες μεριές.
Και γέλασα και εγώ υποψιασμένος.
Ανησυχώντας για την ανθρώπινη τάση προς το ατυχηματικό.
Και για πρώτη φορά αισθανόμενος το ανείπωτο.
Και καταλαβαίνοντας ότι ανακάλυψα κάτι ιδιαίτερα σπάνιο.
Χαλάλι το δόκανο…
Και η αλυσίδα…