Ο άνθρωπος με το τόξο έμοιαζε με άγαλμα. Το βλέμμα του απλανές φαινόταν καρφωμένο στο άπειρο. Κουφός στον θόρυβο και αναίσθητος στον χώρο βρισκόταν πουθενά. Δεν υπήρχε κόσμος γύρω του. Ούτε τρεχαλητά και πηδήματα και φωνές παιδιών. Περιβαλλόταν από μία απέραντη έρημο.
Προσπάθησα να διακρίνω την κίνηση του στήθους του. Έδειχνε να μην αναπνέει. Η μόνη ένδειξη ζωής ήταν η αποφασιστικότητα του προσώπου του. Το τόξο τεντωμένο στα όρια της καμπύλης του. Η χορδή γυάλιζε στο φως του απομεσήμερου. Και μετά από μια στιγμιαία αιωνιότητα τα δάχτυλά του χαλάρωσαν. Ελευθερωμένη η χορδή ίσιωσε με έναν αλαφρύ παλμό. Το κουδούνισμά της, ανακατεμένο με το βουητό του βέλους που πέταξε προς τον στόχο, μου προκάλεσε έντονη ανατριχίλα στο ραχοκόκαλο. Στο κέντρο του στόχου υπήρχαν τώρα πέντε βέλη καρφωμένα σε τέλεια σειρά.
Η προσοχή του τοξότη στράφηκε προς το μέρος μου. Είχε την ίδια ακριβώς επίδραση όπως αν με σημάδευε με το τόξο του.
-Αυτό δεν το πετυχαίνει κανείς εύκολα. Έτσι δεν είναι; Αλλά είναι δυνατόν να το πετύχει οποιοσδήποτε.
-Δεν το νομίζω, είπα δειλά δειλά.
-Να το νομίζεις, απάντησε επιτακτικά. Γιατί όλα εξαρτώνται από αυτό που αντιλαμβάνεσαι και από αυτό που θέλεις. Και τελικά από αυτό που είσαι. Για πες μου τι βλέπεις εκεί.
Έδειξε έναν θάμνο.
-Τι χρώμα έχει; Και μην πεις πράσινο γιατί το βράδυ φαίνεται μαύρος. Και αν είχες αχρωματοψία στο κίτρινο θα φαινόταν μπλε. Και αν μπορούσες να δεις το υπέρυθρο, όπως το χρυσόψαρο, πως θα έμοιαζε άραγε;
Το κάθε τι έχει μια φύση εύκολα ή δύσκολα διακριτή.
Έτσι ο στόχος είναι φτιαγμένος να έλκει τα βέλη. Και το βέλος να καρφώνεται στον στόχο.
Και το τόξο να πετάει το βέλος. Και ο τοξότης να τεντώνει το τόξο.
Αν η επιθυμία παρέμβει σε αυτή την διαδικασία τότε τίποτε δεν πάει σωστά. Γι’ αυτό και εγώ κάνω αυτό που μπορώ. Τεντώνω το τόξο όσο πιο καλά γίνεται, ξεχνώντας τον λόγο που το κάνω.
Εσύ πως τεντώνεις το τόξο σου;
Σε τι κόσμο ζεις;
Σίγουρα δεν το σκέφτηκες ποτέ. Ούτε και ενδιαφέρθηκες.
Για να σε βοηθήσω θα σου περιγράψω πως είναι ο δικός μου κόσμος:
Περίπλοκος, δαιδαλώδης, γεμάτος αδιέξοδα.
Σκληρός και ανελέητος. Ερημικός.
Υποφέρει από την φωτιά, το νερό, τον αέρα και την σκόνη.
Φριχτοί τριγυρίζουν άνθρωποι. Υπακούοντας σε νόμους ποταπούς. Με βρωμερές προθέσεις και επιθυμίες ανήκουστες. Εγκληματικά μυαλά.
Πόνος, δάκρυα και απέραντη θλίψη. Πράξεις αναίτια κακές και ποταμοί αίματος. Με λόγους αίματος. Εθισμένοι στο Μαύρο. Με νόμο την αδικία και απέχθεια στο καλό. Τριγυρνούν καταστρέφοντας για δικό τους όφελος.
Αν εσύ δεν βοηθήσεις τον εαυτό σου κανείς δεν μπορεί το κάνει.
Αντίθετα όλοι σου φέρνουν εμπόδια. Ακόμη και αυτοί που διακηρύσσουν ότι σε αγαπούν, άρα θέλουν να σε βοηθήσουν.
Είναι οι χειρότεροι.
Ο ντόμπρος εχθρός είναι καλύτερος από έναν ύπουλο φίλο.
Γι’ αυτό η πόρτα του Παραδείσου είναι χαμηλή.
Πρέπει να σκύψεις για να μπεις.
Όπως το καλάμι υποχωρεί στην λαίλαπα και επιζεί.
Όπως το νερό που, ταπεινά παραμερίζει στο παραμικρό εμπόδιο αλλά στο τέλος, φτάνει στην Μεγάλη Θάλασσα.
Για αυτό τον λόγο τεντώνεις το τόξο σου όσο πιο καλά μπορείς.
Ξεχνώντας τον στόχο σου.
Ξέροντας ότι βρίσκεται μακριά.
Και ότι δεν μπορείς να τον φτάσεις.
Διότι η επιθυμία σου σε εμποδίζει να τον φτάσεις.
Γι’ αυτόν τον λόγο πρέπει να υπάρχει μόνο η σωστή προσπάθεια.
Το τόξο αναπήδησε στα χέρια του. Η χορδή ντιντίνισε άγρια και το βέλος χτύπησε λοξά στην άκρη του στόχου πέφτοντας στο έδαφος. Ο νεαρός έβγαλε μια κραυγή πόνου και κούνησε πάνω κάτω τα πονεμένα δάχτυλά του. Έβρισε πνιχτά. Μια έκφραση ντροπής φάνηκε στο πρόσωπό του καθώς ξεκάρφωσε το μοναδικό βέλος που υπήρχε στον στόχο. Μάζεψε τα υπόλοιπα από γύρω και έφυγε φανερά απογοητευμένος.
Σκέφτηκα ότι αυτό ήταν ένα άθλημα που ήθελε κότσια.
Και αναρωτήθηκα αν τα είχα.
Το τόξο μάλλον δεν ήταν απαραίτητο.