Παρακινήθηκα για αυτήν την ανάρτηση από μία προώθηση που έκανε μία φίλη σχετικά με ένα άρθρο δήθεν ψυχολογίας. Θα την στεναχωρήσω λίγο, αλλά δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά.
Θα μπορούσα να κατηγορήσω τους ασχολούμενους με τα «θέματα ψυχής» σαν απατεώνες. Λένε μισές αλήθειες ανακατεμένες με ψέματα, προσωπικές προτιμήσεις και ιδέες (συνήθως ανατολίτικες) «διασήμων δασκάλων». Ο αποπροσανατολισμός και η παραπληροφόρηση για αυτά τα τόσο σοβαρά θέματα είναι τρομακτικός, και κατά ένα ποσοστό ευθύνεται για την σημερινή παγκόσμια κατάσταση.
Τελικά όμως οι άνθρωποι είναι «ειλικρινείς λανθασμένοι». Έχοντας καλές προθέσεις, παραπληροφορήθηκαν και εξαπατήθηκαν, και έτσι στην συνέχεια, αυτοεξαπατώμενοι εξαπατούν άλλους ανθρώπους. Και η αλυσίδα συνεχίζεται.
Ο κύριος αίτιος της απάτης είναι το ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ μας και ΠΟΛΛΑΠΛΟ ΕΓΩ. Πρόκειται κυριολεκτικά για έναν δαίμονα που μας έχει καταλάβει, και όπως αναφέρεται στην μοναστική φιλολογία «Ο σατανάς μας μπερδεύει καί όταν μπαίνει στην καρδιά μας καί ΟΤΑΝ ΠΡΟΣΠΟΙΕΙΤΑΙ ΟΤΙ ΦΕΥΓΕΙ».
Το ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ μας και ΠΟΛΛΑΠΛΟ ΕΓΩ κάνει ακριβώς το ίδιο, ρίχνοντας το σφάλμα στους άλλους, αφού αν παρατηρήσατε ΠΟΤΕ δεν φταίμε εμείς για κάτι. Πάντα φταίνε οι άλλοι, η κακιά ώρα, ή οι περιστάσεις, ενώ θα δικαιολογηθούμε με εκφράσεις του τύπου «δεν το ήθελα», «δεν κατάλαβα» κλπ. (αν θέλετε διαβάστε την ανάρτηση Το τερατώδες ΕΓΩ)
Θα σας δώσω ένα χονδρικό παράδειγμα για να δείτε πως κρύβεται το Εγώ, πως ρίχνει το φταίξιμο στους άλλους και πως αλλοιώνεται η έννοια των λέξεων.
1) Τα βρήκατε με τον εαυτό σας, ξεμπλοκαριστήκατε, καταλάβατε την αξία σας…
Τίποτε ΕΓΩΙΚΟΤΕΡΟ από αυτό. Ξέρετε κανέναν που να μην θεωρεί ότι αξίζει;
Πιστεύετε ότι όταν «έχετε καταλάβει τι αξίζετε» διαφέρετε από τα υπόλοιπα επτά δις ανθρώπους που σκέφτονται ακριβώς το ίδιο πράγμα; Επτά δις άνθρωποι με ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΜΕΝΟ ΨΥΧΙΣΜΟ πιστεύουν ότι «αξίζουν» και μάλιστα περισσότερο από τους άλλους.
2) Έχετε μάθει να συγχωρείτε τους άλλους, έχετε γίνει μεγαλόψυχοι, αλλά τώρα είναι που συνειδητοποιείτε ότι κάποιοι άνθρωποι είναι ανεύθυνοι, εκνευριστικοί και απογοητευτικοί και ατομιστές...
Πως γίνεται να ισχυρίζεστε ότι είσαστε μεγαλόψυχοι και ότι συγχωρείτε, αλλά να καταδικάζετε τους άλλους ανθρώπους σαν ανεύθυνους και ατομιστές; Αυτό ΜΟΝΟ ένας ατομιστής (με τεράστιο ΕΓΩ) μπορεί να το κάνει
3) Έχετε μετριάσει τον θυμό σας και την υπερβολική χαρά και έχετε γίνει άνθρωπος του μέτρου. Δεν ξεσπάτε, δεν κλαίτε με το παραμικρό και δεν εξωτερικεύετε τα συναισθήματά σας. Δυστυχώς, δεν είναι καλό για την υγεία σας να μην ξεσπάτε.
Να εδώ μία γιγαντιαία παραπληροφόρηση.
Αν ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ έχεις μετριάσει τον θυμό σου ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΞΕΣΠΑΣ. (αν θέλετε διαβάστε την ανάρτηση Ο άνθρωπος-«χύτρα ταχύτητος») Η εσωτερική αρετή δεν αφήνει τα εξωτερικά γεγονότα να σας προκαλέσουν διανοητική και συγκινησιακή ταύτιση, η οποία σας κάνει να υποφέρετε και να θέλετε να ξεσπάσετε.
Αυτό που το κείμενο εννοεί σαν «άνθρωπος του μέτρου» δεν είναι παρά η καταπίεση των συναισθημάτων σας προκειμένου να υποκριθείτε στους άλλους ότι είσαστε καλύτεροι άνθρωποι.
Με τέτοιου είδους κείμενα, τα οποία κυκλοφορούν κατά χιλιάδες στο διαδίκτυο και στα περιοδικά, μαθαίνετε να είσαστε υποκριτές, να δυναμώνετε το ΠΟΛΛΑΠΛΟ ΕΓΩ σας, να πιστεύετε ότι βελτιωνόσαστε και να ρίχνετε πάντα το φταίξιμο στους άλλους.
Και όλη αυτή η απάτη θεωρείται «ψυχολογία»!
Τα πράγματα δεν είναι ΠΟΤΕ έτσι όπως φαίνονται.
Κάποτε ένας αστρονόμος είπε: «Ερεύνησα από την μια άκρη στην άλλη το σύμπαν με το τηλεσκόπιό μου. Πουθενά δεν βρήκα τον Θεό». Και κάποιος βιολιστής του απάντησε: «Και εγώ πήρα το βιολί μου και εξέτασα κάθε κομμάτι του και κάθε χορδή του. Πουθενά δεν βρήκα μουσική». Μη διαβάσετε τις επόμενες σελίδες με τον τρόπο που θα τις διάβαζε ο αστρονόμος.
Κάποτε ένας αστρονόμος είπε: «Ερεύνησα από την μια άκρη στην άλλη το σύμπαν με το τηλεσκόπιό μου. Πουθενά δεν βρήκα τον Θεό». Και κάποιος βιολιστής του απάντησε: «Και εγώ πήρα το βιολί μου και εξέτασα κάθε κομμάτι του και κάθε χορδή του. Πουθενά δεν βρήκα μουσική». Μη διαβάσετε τις επόμενες σελίδες με τον τρόπο που θα τις διάβαζε ο αστρονόμος.
27 Μαΐου 2016
22 Μαΐου 2016
Το στριφνό βιβλίο (ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ)
Το μάτι μου έπεσε σε μια φωτογραφία στο τζάμι που διαφήμιζε το νέο έργο. Η ονειρική ατμόσφαιρά της με συνάρπασε. Γιατί άραγε, όλοι μας, νοιώθουμε αυτή την ακατανίκητη έλξη για τα «ηρωικά έργα» που εκ των προτέρων ξέρουμε ότι είναι η φαντασία ενός συγγραφέα;
Σταμάτησα. Είναι η ανάγκη για φυγή από την πεζή και σκληρή πραγματικότητα του τεχνολογικού «πολιτισμού» μας;
Είναι το παιδί μέσα μας που, ακόμα, ονειρεύεται ήρωες και περιπέτειες;
-Μήπως κάποια Ανάμνηση;
Ένα χέρι έπεσε βαρύ στον ώμο μου τρομάζοντάς με. Αναγνώρισα την Φωνή του ανθρώπου με το πουρνάρι.
-Για κοίτα καλύτερα, ξανάπε. Τι άραγε ξεθάβει η αλληγορία τούτη από τα βάθη του ψυχισμού σου;
Η αφίσα έδειχνε έναν άνδρα πάνω σε έναν μικρό βράχο. Τα μαλλιά του ανέμιζαν τόσο φυσικά που άρχισα να νοιώθω και εγώ τον αέρα. Ο άνδρας στεκόταν ακίνητος με τα μάτια καρφωμένα στο άπειρο. Τα χέρια του ακουμπούσαν πάνω στην λαβή ενός μεγάλου σπαθιού. Η μύτη της λάμας πίεζε την πέτρα. Πρέπει να ήταν πολλά χρόνια που υπήρχε εκεί αυτή η επωπή[1]. Ο βράχος, φθαρμένος από την συνεχή πίεση, είχε ένα βαθύ κόψιμο αρκετό για να κρατηθεί το σπαθί όρθιο από μόνο του.
Ήξερα ότι έπρεπε να μείνει στην θέση του για τρία χρόνια, τρεις μήνες και τρεις μέρες πριν αντικατασταθεί. Αδιάφορος στην ζέστη ή το κρύο, αναίσθητος στην πείνα και την δίψα, ακούραστος έστεκε περήφανος, υπομένοντας τα στοιχεία της φύσης, με όλη του την προσοχή στραμμένη σε ένα αόρατο όριο που βρισκόταν δεκατρία βήματα μπροστά του.
Κοίταξα γύρω. Δυο απόκρημνα και αδιάβατα βουνά δημιουργούσαν ένα τείχος ανάμεσα σε μια καταπράσινη και γαλήνια πεδιάδα και σε μια έρημο φόβητρο που απλωνόταν κατακίτρινη μέχρι τον ορίζοντα. Και εκεί που οι πέτρινοι γίγαντες άφηναν πέρασμα, πηγές που ανάβλυζαν, από τα έγκατά τους, στο γούπατο[2] δημιουργούσαν έναν πυκνό και επικίνδυνο βάλτο, γεμάτο ερπετά, έντομα και πηχτό βούρκο. Στεκόμουν πάνω στην κορυφή ενός αμμόλοφου σε αρκετή απόσταση αλλά η μυρωδιά των σάπιων χόρτων έφτανε μέχρι εδώ δυνατή. Πίσω, μάντευα περισσότερο παρά έβλεπα την ακίνητη φιγούρα του ακοίμητου Φύλακα που πρόσεχε στην άλλη άκρη των βάλτων.
Ο ήλιος έκαιγε δυνατά και τσουρούφλιζε τους ανθρώπους που είχαν αρχίσει να μαζεύονται από όλες τις μεριές της ερήμου και μυρμήγκιαζαν στους αμμόλοφους. Τους πρόσεξα μόλις εκείνη την στιγμή.
Με διάφορες γλώσσες, με κάθε είδους όπλα και ρουχισμό, κοντοί ή ψηλοί, άσπροι μαύροι και κίτρινοι σταματούσαν στις παρυφές των λόφων. Άλογα, κάρα, γυναικόπαιδα, κατσίκια και καμήλες ανακατεύονταν ανάμεσα σε οπλισμένους άνδρες δημιουργώντας ένα απίθανο γρίφο χρωμάτων, σχημάτων και ήχων.
Επικρατούσε αταξία και όλοι κοιτούσαν με φόβο προς τον βάλτο. Όρνεα πετούσαν αργά, διαγράφοντας κύκλους πάνω από τα στενά, και κατέβαιναν κρώζοντας σε κάποιο σημείο όπου υπήρχε ένας άνθρωπος τρυπημένος με ένα ακόντιο. Ανάμεσα στους θάμνους παλούκια με ανθρώπινα κεφάλια και σκόρπια ξασπρισμένα κόκαλα, έδειχναν ότι το πλησίασμα στις συστάδες του βάλτου ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνο.
Θρήνος και φωνές θυμού ακούγονταν από την φυλή του σκοτωμένου. Κανείς όμως δεν τολμούσε να πλησιάσει. Εκνευρισμός κόχλαζε τις ομάδες των νομάδων και πολεμιστές ξέκοφταν διστακτικά από το πλήθος, σιγοπατώντας προς τα έλη έτοιμοι για μάχη.
-Περιμένουν τον Περάτη[3], είπε ο οδηγός μου. Όλοι θα ήθελαν να μπουν στην πράσινη κοιλάδα. Ελάχιστοι το τολμούν και ακόμα λιγότεροι το καταφέρνουν. Οι υπόλοιποι ζουν στην έρημο. Σκοτώνουν και σκοτώνονται για να επιζήσουν και τελειώνουν την μίζερη ζωή τους μέσα στην κάψα της άμμου ποθώντας το ακατόρθωτο. Από όσους περνούν, μερικοί ξαναγυρίζουν για να οδηγήσουν τους θάρσυνους[4], που θα προτιμήσουν έναν ευκλεή[5] θάνατο στον βάλτο από μια μίζερη ζωή στις άνομβρες ερημιές. Έτσι κάθε κάποτε, ένας Καταιβάτης[6] έρχεται. Τα καρακόλια[7] των νομάδων ειδοποιούν για την άφιξη και οι φυλές μαζεύονται εδώ θρηνώντας τους τολμητίες. Να! Να! Κοίτα!
Νεκρική σιγή επικράτησε τριγύρω. Ακόμη και τα όρνεα έμοιαζε να είναι σιωπηλά. Ο αέρας έπεσε τελείως κάνοντας την ησυχία μεγαλύτερη. Στην κορφή μιας θίνας φάνηκε ένας ιππέας. Φορτωμένος με όλα τα χρειαζούμενα για την επιβίωση στην έρημο, ξεπέζεψε και προχώρησε χαλαρός, τραβώντας το άλογο από τα γκέμια. Μια μακριά, λεπτή βέργα στερεωμένη στην σέλα είχε στην κορυφή της ένα λευκό πανάκι που ανέμιζε στα τελειώματα του ανέμου. Το να δείχνεσαι στην έρημο εγκυμονούσε κινδύνους αλλά αυτός έμοιαζε να αδιαφορεί. Ήθελε να γίνεται γνωστή η παρουσία του.
Στον βάλτο ακούστηκαν σαλπίσματα με την εμφάνισή του. Τα παρατηρητήρια σήμαιναν συναγερμό. Οι Καρανιστήρες[8], φρουροί του περάσματος, οπλισμένοι ως τα δόντια έπιαναν τα ερυμάτια[9] των μονοπατιών. Οι κατάμαυρες πανοπλίες τους γυάλιζαν με θανάσιμη λάμψη στον καυτό ήλιο. Κλαγγές, ξεφυσήματα και ποδοβολητά ακούστηκαν για λίγο. Το μέρος ανέδιδε όλεθρο.
Η αναταραχή μεταδόθηκε στους πλάνητες σκηνίτες της άχλωρης γης. Όλοι πρόσεχαν τον νεοφερμένο με αδημονία, λύπη ή φόβο. Εκείνος, ήσυχα, αφού έφτασε στο κέντρο της απόστασης ανάμεσα στον βάλτο και τα ανθρώπινα στίφη έμπηξε το σπαθί του στην άμμο, γύρισε προς τους θεατές και φώναξε:
-Αλήμονες[10] και αλιτήριοι[11] άγειοι[12] των άνυδρων τόπων. Κάμμοροι[13] και κατάδρομοι[14] πνίγεστε σε ωκεανούς κότους[15]. Η εύγονος[16] και λυσίκακος[17] χώρα σας περιμένει. Η έρημος σας διώχνει, οι ερίβωλοι[18] τόποι σας έλκουν και οι αμαυρόβιοι[19] του βάλτου σας εμποδίζουν. Βλέπω τον τρόμο στην καρδιά σας. Οι κόβαλοι[20], που παραμονεύουν στον βόρβορο, σας επιφυλάσσουν λοιγό[21] και κλαυθμό και οδυρμό. Στ’ αντίπερα θα πατήσουν μόνο αυτοί που δεν τους νοιάζει να πεθάνουν. Διότι σε αυτή την δουλειά ο φόβος είναι εμπόδιο.
Πετάξτε τις ασπίδες, εμποδίζουν στους θάμνους. Τα κράνη δεν σας αφήνουν να βλέπετε ψηλά. Οι θώρακες σας βουλιάζουν στην λάσπη. Τα ακόντια μπλέκουν στα κλαδιά. Τα τόξα είναι άχρηστα μέσα στο πυκνό. Η πήρα[22] και το φλασκί μπερδεύουν στα χαμόκλαδα. Τα πανωφόρια (βρεγμένα) βαραίνουν.
Όποιος μπει στον βάλτο δεν θα έχει καιρό να φάει, να κοιμηθεί ή να ξεκουραστεί. Ούτε να σκεφτεί ή να κοιτάξει πίσω. Ούτε να χασομερήσει γιατί ο χρόνος θα του χρειαστεί για να περάσει το τέναγος[23] και να φτάσει στον Κοίρανο[24].
Αίφνης όβριμοι[25] ευέλπιδες[26], στολισμένοι με μοβ κρήδεμνα[27] στο κεφάλι, ορχούμενοι[28] χώρισαν από το πλήθος και στάθηκαν σε αραιή γραμμή πίσω από τον Περάτη. Η Φωνή απάντησε στην άθετη ερώτησή μου:
-Δεν έχουν πια ρίζες. Ζουν μονάχοι τους, η φυλή τους εξαφανίστηκε, μιλούν την άγνωστη γλώσσα των Προγόνων και τίποτα κοινό δεν υπάρχει ανάμεσα σε αυτούς και τους ανθρώπους της ερήμου. Βλέπουν χωρίς να κοιτούν, γνωρίζουν χωρίς να ξέρουν και αισθάνονται χωρίς να αντιλαμβάνονται. Περπατούν στο μοναχικό μονοπάτι που οδηγεί στον Ασύγκριτο. Ένιωσαν το Κάλεσμα και ήρθαν. Είναι όλοι σαράντα εννιά ετών. Επέζησαν από σαράντα εννιά επιθέσεις στον Βάλτο. Επάξια κέρδισαν τον τίτλο του Αλεξητήρα[29]. Και τώρα θα πεθάνουν αλλά δεν θα γυρίσουν πίσω. Έχουν πια αρκετή πείρα για να περάσουν Απέναντι.
Ο Περάτης σταμάτησε για μια στιγμή παρατηρώντας τους επιφυλακτικούς. Έπειτα αφού ελευθέρωσε το άλογό από την σαγή του, άρχισε (τραγουδώντας) έναν αυτοσχέδιο χορό ενώ ταυτόχρονα πέταγε οτιδήποτε θα μπορούσε να τον εμποδίσει στην επίθεσή του. Τέλος μένοντας μόνο με ένα ελαφρύ ρούχο, άρπαξε το σπαθί με τα δυο χέρια και το ακούμπησε στον δεξί ώμο.
Η ένταση κορυφώθηκε καθώς οι Υπερασπιστές αλάλαξαν, κραδαίνοντας τα όπλα τους, για να εμψυχώσουν τους ορρωδούντες[30] που υποχώρησαν στην ασφάλεια των λόφων. Ο πυρρίχιος και το τραγούδι ξανάρχισε καθώς ο μορτολάτης[31] πλησίαζε σιγά σιγά προς τους θάμνους στις άκρες του βορβόρου. Οι βροτοφθόροι[32] με τις μελανόμορφες πανοπλίες μούγκρισαν άγρια, σείοντας επιδεικτικά τα όπλα τους. Δεν ήξερα την γλώσσα του τραγουδιού. Ένοιωθα όμως ότι ήταν κάλεσμα για τους νεοφερμένους και έλεγε περίπου: «Σε αυτό το όμορφο μέρος, που έχει άφθονα νερά, με τον ήλιο να λάμπει… Αχ! Τι χορός θα γίνει σήμερα… Αχ! Τι χορός θα γίνει σήμερα… Αχ! Τι χορός θα γίνει σήμερα…».
Ξάφνου ο ευήνωρας[33] ρίχτηκε μπροστά ενώ οι κρηδεμνοφόροι και οι πιο αψίκοροι των εσμών[34], κορυβαντιούντες[35], τον ακολούθησαν ωρυόμενοι. Παρασυρμένος, βρέθηκα να τρέχω μαζί με τους απόκοτους εφορμούντες. Μια βροχή από βέλη και δόρατα έπεσαν επάνω μας, από την μεριά της λασπωμένης γης, κόβοντας την φόρα σε μερικούς. Βογκητά ακούστηκαν από τους χτυπημένους και η επίθεση μετατράπηκε σε μια σιωπηλή και φρενήρη έφοδο. Όλοι κοιτούσαν τους μελανόντυτους κωλυσιεργούς αλλά έβλεπαν μόνο τον Φύλακα.
Σφοδρή σύγκρουση. Κόμπος[36] και κωκυτός[37]. Κλαγγή μετάλλων, ήχοι ξύλων που έσπαγαν, φρύασμα[38], λαχανιάσματα και τσαλαβουτήματα συνόδευσαν (σε κυκεώνα[39]) το σπάσιμο της πρώτης αμυντικής γραμμής. Οι αντίπαλοι αναμίχθηκαν και σκόρπισαν καθώς χάθηκε η συνοχή των γραμμών τους. Ο οδωδώς[40] βάλτος μύρισε αίμα, θάνατο και φοβερότητα.
Ασθμαίνοντας έτρεχα ανάμεσα στα θάμνα, βουλιάζοντας στην βρωμερή ιλύ, γεμάτος γρατσουνιές και με το στόμα ξερό από την αγωνία. Ξάφνου ένας κολοσσιαίος ταρβόσυνος[41] οπλίτης μου έφραξε τον δρόμο. Προσπαθώντας να τον αποφύγω, εξάρθρωσα τον αστράγαλό μου πατώντας λοξά μια πέτρα και έπεσα με τα μούτρα στα λασπόνερα. Στάθηκε μπροστά μου τρομερός και σήκωσε ένα βαρύ δίστομο πελέκι σημαδεύοντας το κεφάλι μου. Στον λαιμό του κρεμόταν μια αρμαθιά από ανθρώπινα σαγόνια. Ο γράσος[42] που ανέδιδε το σώμα του τον έκανε ακόμη φοβερότερο. Ούρλιαξα πανικόβλητος και σήκωσα τα χέρια μου για να προστατευτώ και…
Κάποιος με ταρακούνησε:
-Φίλε είσαι καλά;
-Τα κοπάνησε, ακούστηκε άλλη φωνή.
-Μαστουρωμένος είναι, συμπλήρωσε μια τρίτη χαχανίζοντας.
Κοίταξα γύρω αποσβολωμένος. Μια παρέα απομακρυνόταν ρίχνοντας κοροϊδευτικές ματιές. Και εγώ, πεσμένος στα τέσσερα μπροστά στην τζαμαρία, προσπαθούσα, μέσα σε αναφιλητά, να βρω την αναπνοή μου χωρίς να με ενδιαφέρει που γινόμουν ρεζίλι. Έπειτα απομακρύνθηκα βιαστικά από τον Φύλακα της αφίσας, κυνηγημένος από την φρικτή σαπίλα του Βάλτου, χωρίς να διακινδυνέψω ούτε μία ματιά. Δεν διέθετα την απαιτούμενη ποσότητα θάρρους για τέτοιου είδους τολμήματα. Ήθελε να σπαταλήσω ακόμη στην Έρημο πολλά χρόνια.
[1] Σκοπιά.
[2] Γούβα και πάτος, κοίλωμα της γης.
[3] Διαβάτης, περιπατητής, αυτός που περνάει απέναντι με το πορθμείο.
[4] Θαρραλέους.
[5] Ένδοξο.
[6] Αυτός που κατεβαίνει από το βουνό.
[7] Περίπολοι.
[8] Αυτοί που κόβουν κεφάλια.
[9] Μικρά φρούρια, οχυρώματα.
[10] Περιπλανώμενοι.
[11] Αμαρτωλοί, ένοχοι, ανόσιοι.
[12] Ακτήμονες.
[13] Κακόμοιροι.
[14] Λεηλατημένοι.
[15] Οργή, μίσος.
[16] Γόνιμος, καρποφόρος, εύφορος.
[17] Αυτή που παύει κάθε κακό.
[18] Εύφοροι, γόνιμοι, καρποφόροι.
[19] Αυτοί που ζουν στο σκοτάδι.
[20] Αναίσχυντοι, κακούργοι, απατεώνες, δόλιοι.
[21] Βλάβη, καταστροφή, όλεθρο, θάνατο.
[22] Το ταγάρι. το σακούλι με τα τρόφιμα.
[23] Βάλτος, έλος, τέλμα.
[24] Κυβερνήτης, άρχοντας, αρχηγός, κυρίαρχος, κύριος.
[25] Ισχυροί, δυνατοί, σκληροί, ακατάβλητοι.
[26] Αυτοί που είναι γεμάτοι ελπίδες.
[27] Κεφαλόδεσμος.
[28] Ορχέομαι: χορεύω, κινούμαι ρυθμικά.
[29] Φύλακας, βοηθός, υπερασπιστής.
[30] Αυτοί που διστάζουν, που τρέμουν από τον φόβο.
[31] Εκείνος που οδηγεί θνητούς (από το μόρος: μοίρα)
[32] Αυτοί που φθείρουν τους θνητούς.
[33] Αυτός που διεγείρει το ανδρικό μένος.
[34] Πλήθος, αγέλη.
[35] Φρενιασμένοι, έξαλλοι από ενθουσιασμό.
[36] Θόρυβος, κρότος, ποδοβολητό.
[37] Κραυγή, θρήνος.
[38] Φρυάζω, φρουμάζω: κυριεύομαι από παράφορη οργή, μαίνομαι.
[39] Ανακάτεμα, σύγχυση.
[40] Οδωδώς, -υία, -ός: αποσυντεθειμένος, που αποπνέει δυσοσμία.
[41] Δεινός, φοβερός.
[42] Τραγίλα, δυσοσμία από ιδρώτα.
Σταμάτησα. Είναι η ανάγκη για φυγή από την πεζή και σκληρή πραγματικότητα του τεχνολογικού «πολιτισμού» μας;
Είναι το παιδί μέσα μας που, ακόμα, ονειρεύεται ήρωες και περιπέτειες;
-Μήπως κάποια Ανάμνηση;
Ένα χέρι έπεσε βαρύ στον ώμο μου τρομάζοντάς με. Αναγνώρισα την Φωνή του ανθρώπου με το πουρνάρι.
-Για κοίτα καλύτερα, ξανάπε. Τι άραγε ξεθάβει η αλληγορία τούτη από τα βάθη του ψυχισμού σου;
Η αφίσα έδειχνε έναν άνδρα πάνω σε έναν μικρό βράχο. Τα μαλλιά του ανέμιζαν τόσο φυσικά που άρχισα να νοιώθω και εγώ τον αέρα. Ο άνδρας στεκόταν ακίνητος με τα μάτια καρφωμένα στο άπειρο. Τα χέρια του ακουμπούσαν πάνω στην λαβή ενός μεγάλου σπαθιού. Η μύτη της λάμας πίεζε την πέτρα. Πρέπει να ήταν πολλά χρόνια που υπήρχε εκεί αυτή η επωπή[1]. Ο βράχος, φθαρμένος από την συνεχή πίεση, είχε ένα βαθύ κόψιμο αρκετό για να κρατηθεί το σπαθί όρθιο από μόνο του.
Ήξερα ότι έπρεπε να μείνει στην θέση του για τρία χρόνια, τρεις μήνες και τρεις μέρες πριν αντικατασταθεί. Αδιάφορος στην ζέστη ή το κρύο, αναίσθητος στην πείνα και την δίψα, ακούραστος έστεκε περήφανος, υπομένοντας τα στοιχεία της φύσης, με όλη του την προσοχή στραμμένη σε ένα αόρατο όριο που βρισκόταν δεκατρία βήματα μπροστά του.
Κοίταξα γύρω. Δυο απόκρημνα και αδιάβατα βουνά δημιουργούσαν ένα τείχος ανάμεσα σε μια καταπράσινη και γαλήνια πεδιάδα και σε μια έρημο φόβητρο που απλωνόταν κατακίτρινη μέχρι τον ορίζοντα. Και εκεί που οι πέτρινοι γίγαντες άφηναν πέρασμα, πηγές που ανάβλυζαν, από τα έγκατά τους, στο γούπατο[2] δημιουργούσαν έναν πυκνό και επικίνδυνο βάλτο, γεμάτο ερπετά, έντομα και πηχτό βούρκο. Στεκόμουν πάνω στην κορυφή ενός αμμόλοφου σε αρκετή απόσταση αλλά η μυρωδιά των σάπιων χόρτων έφτανε μέχρι εδώ δυνατή. Πίσω, μάντευα περισσότερο παρά έβλεπα την ακίνητη φιγούρα του ακοίμητου Φύλακα που πρόσεχε στην άλλη άκρη των βάλτων.
Ο ήλιος έκαιγε δυνατά και τσουρούφλιζε τους ανθρώπους που είχαν αρχίσει να μαζεύονται από όλες τις μεριές της ερήμου και μυρμήγκιαζαν στους αμμόλοφους. Τους πρόσεξα μόλις εκείνη την στιγμή.
Με διάφορες γλώσσες, με κάθε είδους όπλα και ρουχισμό, κοντοί ή ψηλοί, άσπροι μαύροι και κίτρινοι σταματούσαν στις παρυφές των λόφων. Άλογα, κάρα, γυναικόπαιδα, κατσίκια και καμήλες ανακατεύονταν ανάμεσα σε οπλισμένους άνδρες δημιουργώντας ένα απίθανο γρίφο χρωμάτων, σχημάτων και ήχων.
Επικρατούσε αταξία και όλοι κοιτούσαν με φόβο προς τον βάλτο. Όρνεα πετούσαν αργά, διαγράφοντας κύκλους πάνω από τα στενά, και κατέβαιναν κρώζοντας σε κάποιο σημείο όπου υπήρχε ένας άνθρωπος τρυπημένος με ένα ακόντιο. Ανάμεσα στους θάμνους παλούκια με ανθρώπινα κεφάλια και σκόρπια ξασπρισμένα κόκαλα, έδειχναν ότι το πλησίασμα στις συστάδες του βάλτου ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνο.
Θρήνος και φωνές θυμού ακούγονταν από την φυλή του σκοτωμένου. Κανείς όμως δεν τολμούσε να πλησιάσει. Εκνευρισμός κόχλαζε τις ομάδες των νομάδων και πολεμιστές ξέκοφταν διστακτικά από το πλήθος, σιγοπατώντας προς τα έλη έτοιμοι για μάχη.
-Περιμένουν τον Περάτη[3], είπε ο οδηγός μου. Όλοι θα ήθελαν να μπουν στην πράσινη κοιλάδα. Ελάχιστοι το τολμούν και ακόμα λιγότεροι το καταφέρνουν. Οι υπόλοιποι ζουν στην έρημο. Σκοτώνουν και σκοτώνονται για να επιζήσουν και τελειώνουν την μίζερη ζωή τους μέσα στην κάψα της άμμου ποθώντας το ακατόρθωτο. Από όσους περνούν, μερικοί ξαναγυρίζουν για να οδηγήσουν τους θάρσυνους[4], που θα προτιμήσουν έναν ευκλεή[5] θάνατο στον βάλτο από μια μίζερη ζωή στις άνομβρες ερημιές. Έτσι κάθε κάποτε, ένας Καταιβάτης[6] έρχεται. Τα καρακόλια[7] των νομάδων ειδοποιούν για την άφιξη και οι φυλές μαζεύονται εδώ θρηνώντας τους τολμητίες. Να! Να! Κοίτα!
Νεκρική σιγή επικράτησε τριγύρω. Ακόμη και τα όρνεα έμοιαζε να είναι σιωπηλά. Ο αέρας έπεσε τελείως κάνοντας την ησυχία μεγαλύτερη. Στην κορφή μιας θίνας φάνηκε ένας ιππέας. Φορτωμένος με όλα τα χρειαζούμενα για την επιβίωση στην έρημο, ξεπέζεψε και προχώρησε χαλαρός, τραβώντας το άλογο από τα γκέμια. Μια μακριά, λεπτή βέργα στερεωμένη στην σέλα είχε στην κορυφή της ένα λευκό πανάκι που ανέμιζε στα τελειώματα του ανέμου. Το να δείχνεσαι στην έρημο εγκυμονούσε κινδύνους αλλά αυτός έμοιαζε να αδιαφορεί. Ήθελε να γίνεται γνωστή η παρουσία του.
Στον βάλτο ακούστηκαν σαλπίσματα με την εμφάνισή του. Τα παρατηρητήρια σήμαιναν συναγερμό. Οι Καρανιστήρες[8], φρουροί του περάσματος, οπλισμένοι ως τα δόντια έπιαναν τα ερυμάτια[9] των μονοπατιών. Οι κατάμαυρες πανοπλίες τους γυάλιζαν με θανάσιμη λάμψη στον καυτό ήλιο. Κλαγγές, ξεφυσήματα και ποδοβολητά ακούστηκαν για λίγο. Το μέρος ανέδιδε όλεθρο.
Η αναταραχή μεταδόθηκε στους πλάνητες σκηνίτες της άχλωρης γης. Όλοι πρόσεχαν τον νεοφερμένο με αδημονία, λύπη ή φόβο. Εκείνος, ήσυχα, αφού έφτασε στο κέντρο της απόστασης ανάμεσα στον βάλτο και τα ανθρώπινα στίφη έμπηξε το σπαθί του στην άμμο, γύρισε προς τους θεατές και φώναξε:
-Αλήμονες[10] και αλιτήριοι[11] άγειοι[12] των άνυδρων τόπων. Κάμμοροι[13] και κατάδρομοι[14] πνίγεστε σε ωκεανούς κότους[15]. Η εύγονος[16] και λυσίκακος[17] χώρα σας περιμένει. Η έρημος σας διώχνει, οι ερίβωλοι[18] τόποι σας έλκουν και οι αμαυρόβιοι[19] του βάλτου σας εμποδίζουν. Βλέπω τον τρόμο στην καρδιά σας. Οι κόβαλοι[20], που παραμονεύουν στον βόρβορο, σας επιφυλάσσουν λοιγό[21] και κλαυθμό και οδυρμό. Στ’ αντίπερα θα πατήσουν μόνο αυτοί που δεν τους νοιάζει να πεθάνουν. Διότι σε αυτή την δουλειά ο φόβος είναι εμπόδιο.
Πετάξτε τις ασπίδες, εμποδίζουν στους θάμνους. Τα κράνη δεν σας αφήνουν να βλέπετε ψηλά. Οι θώρακες σας βουλιάζουν στην λάσπη. Τα ακόντια μπλέκουν στα κλαδιά. Τα τόξα είναι άχρηστα μέσα στο πυκνό. Η πήρα[22] και το φλασκί μπερδεύουν στα χαμόκλαδα. Τα πανωφόρια (βρεγμένα) βαραίνουν.
Όποιος μπει στον βάλτο δεν θα έχει καιρό να φάει, να κοιμηθεί ή να ξεκουραστεί. Ούτε να σκεφτεί ή να κοιτάξει πίσω. Ούτε να χασομερήσει γιατί ο χρόνος θα του χρειαστεί για να περάσει το τέναγος[23] και να φτάσει στον Κοίρανο[24].
Αίφνης όβριμοι[25] ευέλπιδες[26], στολισμένοι με μοβ κρήδεμνα[27] στο κεφάλι, ορχούμενοι[28] χώρισαν από το πλήθος και στάθηκαν σε αραιή γραμμή πίσω από τον Περάτη. Η Φωνή απάντησε στην άθετη ερώτησή μου:
-Δεν έχουν πια ρίζες. Ζουν μονάχοι τους, η φυλή τους εξαφανίστηκε, μιλούν την άγνωστη γλώσσα των Προγόνων και τίποτα κοινό δεν υπάρχει ανάμεσα σε αυτούς και τους ανθρώπους της ερήμου. Βλέπουν χωρίς να κοιτούν, γνωρίζουν χωρίς να ξέρουν και αισθάνονται χωρίς να αντιλαμβάνονται. Περπατούν στο μοναχικό μονοπάτι που οδηγεί στον Ασύγκριτο. Ένιωσαν το Κάλεσμα και ήρθαν. Είναι όλοι σαράντα εννιά ετών. Επέζησαν από σαράντα εννιά επιθέσεις στον Βάλτο. Επάξια κέρδισαν τον τίτλο του Αλεξητήρα[29]. Και τώρα θα πεθάνουν αλλά δεν θα γυρίσουν πίσω. Έχουν πια αρκετή πείρα για να περάσουν Απέναντι.
Ο Περάτης σταμάτησε για μια στιγμή παρατηρώντας τους επιφυλακτικούς. Έπειτα αφού ελευθέρωσε το άλογό από την σαγή του, άρχισε (τραγουδώντας) έναν αυτοσχέδιο χορό ενώ ταυτόχρονα πέταγε οτιδήποτε θα μπορούσε να τον εμποδίσει στην επίθεσή του. Τέλος μένοντας μόνο με ένα ελαφρύ ρούχο, άρπαξε το σπαθί με τα δυο χέρια και το ακούμπησε στον δεξί ώμο.
Η ένταση κορυφώθηκε καθώς οι Υπερασπιστές αλάλαξαν, κραδαίνοντας τα όπλα τους, για να εμψυχώσουν τους ορρωδούντες[30] που υποχώρησαν στην ασφάλεια των λόφων. Ο πυρρίχιος και το τραγούδι ξανάρχισε καθώς ο μορτολάτης[31] πλησίαζε σιγά σιγά προς τους θάμνους στις άκρες του βορβόρου. Οι βροτοφθόροι[32] με τις μελανόμορφες πανοπλίες μούγκρισαν άγρια, σείοντας επιδεικτικά τα όπλα τους. Δεν ήξερα την γλώσσα του τραγουδιού. Ένοιωθα όμως ότι ήταν κάλεσμα για τους νεοφερμένους και έλεγε περίπου: «Σε αυτό το όμορφο μέρος, που έχει άφθονα νερά, με τον ήλιο να λάμπει… Αχ! Τι χορός θα γίνει σήμερα… Αχ! Τι χορός θα γίνει σήμερα… Αχ! Τι χορός θα γίνει σήμερα…».
Ξάφνου ο ευήνωρας[33] ρίχτηκε μπροστά ενώ οι κρηδεμνοφόροι και οι πιο αψίκοροι των εσμών[34], κορυβαντιούντες[35], τον ακολούθησαν ωρυόμενοι. Παρασυρμένος, βρέθηκα να τρέχω μαζί με τους απόκοτους εφορμούντες. Μια βροχή από βέλη και δόρατα έπεσαν επάνω μας, από την μεριά της λασπωμένης γης, κόβοντας την φόρα σε μερικούς. Βογκητά ακούστηκαν από τους χτυπημένους και η επίθεση μετατράπηκε σε μια σιωπηλή και φρενήρη έφοδο. Όλοι κοιτούσαν τους μελανόντυτους κωλυσιεργούς αλλά έβλεπαν μόνο τον Φύλακα.
Σφοδρή σύγκρουση. Κόμπος[36] και κωκυτός[37]. Κλαγγή μετάλλων, ήχοι ξύλων που έσπαγαν, φρύασμα[38], λαχανιάσματα και τσαλαβουτήματα συνόδευσαν (σε κυκεώνα[39]) το σπάσιμο της πρώτης αμυντικής γραμμής. Οι αντίπαλοι αναμίχθηκαν και σκόρπισαν καθώς χάθηκε η συνοχή των γραμμών τους. Ο οδωδώς[40] βάλτος μύρισε αίμα, θάνατο και φοβερότητα.
Ασθμαίνοντας έτρεχα ανάμεσα στα θάμνα, βουλιάζοντας στην βρωμερή ιλύ, γεμάτος γρατσουνιές και με το στόμα ξερό από την αγωνία. Ξάφνου ένας κολοσσιαίος ταρβόσυνος[41] οπλίτης μου έφραξε τον δρόμο. Προσπαθώντας να τον αποφύγω, εξάρθρωσα τον αστράγαλό μου πατώντας λοξά μια πέτρα και έπεσα με τα μούτρα στα λασπόνερα. Στάθηκε μπροστά μου τρομερός και σήκωσε ένα βαρύ δίστομο πελέκι σημαδεύοντας το κεφάλι μου. Στον λαιμό του κρεμόταν μια αρμαθιά από ανθρώπινα σαγόνια. Ο γράσος[42] που ανέδιδε το σώμα του τον έκανε ακόμη φοβερότερο. Ούρλιαξα πανικόβλητος και σήκωσα τα χέρια μου για να προστατευτώ και…
Κάποιος με ταρακούνησε:
-Φίλε είσαι καλά;
-Τα κοπάνησε, ακούστηκε άλλη φωνή.
-Μαστουρωμένος είναι, συμπλήρωσε μια τρίτη χαχανίζοντας.
Κοίταξα γύρω αποσβολωμένος. Μια παρέα απομακρυνόταν ρίχνοντας κοροϊδευτικές ματιές. Και εγώ, πεσμένος στα τέσσερα μπροστά στην τζαμαρία, προσπαθούσα, μέσα σε αναφιλητά, να βρω την αναπνοή μου χωρίς να με ενδιαφέρει που γινόμουν ρεζίλι. Έπειτα απομακρύνθηκα βιαστικά από τον Φύλακα της αφίσας, κυνηγημένος από την φρικτή σαπίλα του Βάλτου, χωρίς να διακινδυνέψω ούτε μία ματιά. Δεν διέθετα την απαιτούμενη ποσότητα θάρρους για τέτοιου είδους τολμήματα. Ήθελε να σπαταλήσω ακόμη στην Έρημο πολλά χρόνια.
[1] Σκοπιά.
[2] Γούβα και πάτος, κοίλωμα της γης.
[3] Διαβάτης, περιπατητής, αυτός που περνάει απέναντι με το πορθμείο.
[4] Θαρραλέους.
[5] Ένδοξο.
[6] Αυτός που κατεβαίνει από το βουνό.
[7] Περίπολοι.
[8] Αυτοί που κόβουν κεφάλια.
[9] Μικρά φρούρια, οχυρώματα.
[10] Περιπλανώμενοι.
[11] Αμαρτωλοί, ένοχοι, ανόσιοι.
[12] Ακτήμονες.
[13] Κακόμοιροι.
[14] Λεηλατημένοι.
[15] Οργή, μίσος.
[16] Γόνιμος, καρποφόρος, εύφορος.
[17] Αυτή που παύει κάθε κακό.
[18] Εύφοροι, γόνιμοι, καρποφόροι.
[19] Αυτοί που ζουν στο σκοτάδι.
[20] Αναίσχυντοι, κακούργοι, απατεώνες, δόλιοι.
[21] Βλάβη, καταστροφή, όλεθρο, θάνατο.
[22] Το ταγάρι. το σακούλι με τα τρόφιμα.
[23] Βάλτος, έλος, τέλμα.
[24] Κυβερνήτης, άρχοντας, αρχηγός, κυρίαρχος, κύριος.
[25] Ισχυροί, δυνατοί, σκληροί, ακατάβλητοι.
[26] Αυτοί που είναι γεμάτοι ελπίδες.
[27] Κεφαλόδεσμος.
[28] Ορχέομαι: χορεύω, κινούμαι ρυθμικά.
[29] Φύλακας, βοηθός, υπερασπιστής.
[30] Αυτοί που διστάζουν, που τρέμουν από τον φόβο.
[31] Εκείνος που οδηγεί θνητούς (από το μόρος: μοίρα)
[32] Αυτοί που φθείρουν τους θνητούς.
[33] Αυτός που διεγείρει το ανδρικό μένος.
[34] Πλήθος, αγέλη.
[35] Φρενιασμένοι, έξαλλοι από ενθουσιασμό.
[36] Θόρυβος, κρότος, ποδοβολητό.
[37] Κραυγή, θρήνος.
[38] Φρυάζω, φρουμάζω: κυριεύομαι από παράφορη οργή, μαίνομαι.
[39] Ανακάτεμα, σύγχυση.
[40] Οδωδώς, -υία, -ός: αποσυντεθειμένος, που αποπνέει δυσοσμία.
[41] Δεινός, φοβερός.
[42] Τραγίλα, δυσοσμία από ιδρώτα.
Ο σκελετός και η Γνώση
Αυτό που λέγεται Γνώση ή Αυτογνωσία ή Έρευνα του Εαυτού είναι «κάτι» πανάρχαιο.
Έχει όμως ένα τεράστιο πρόβλημα.
Επειδή κυριολεκτικά επιτίθεται στο ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΑΣ ΕΓΩ, έχει κυνηγηθεί άγρια από την ανθρωπότητα σε όλη την διάρκεια της ιστορίας της.
Οι άνθρωποι προτιμούν:
-να διαστρεβλώνουν την διδασκαλία της θρησκείας τους
-να θεοποιούν τα ΕΓΩ τους
-να ΨΑΧΝΟΥΝ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥΣ για την αιτία της δυστυχίας τους
Ο μοναδικός σκοπός τους είναι να μην παραδεχθούν ότι είναι ελαττωματικά όντα που πρέπει να αλλάξουν τον εαυτό τους.
Δεν είναι τυχαίο που οι πρώτοι Γνωστικοί (δηλαδή αυτοί που ασχολούνται με την Γνώση) κυνηγήθηκαν από τους πρώτους χριστιανούς σαν αίρεση. Αλλά ούτε είναι και τυχαίο ότι επέζησαν μέσα στον μοναχισμό. Στα μοναστηριακά κείμενα (Φιλοκαλία, Κλίμαξ κλπ) υπάρχουν όλες οι γνωστικές διδασκαλίες οι οποίες αποτελούν την ραχοκοκαλιά της διαστρεβλωμένης πλέον Χριστιανικής Ορθοδοξίας.
Όμως, όποια θρησκεία και αν εξετάσεις, όσο παλιά ή υποτυπώδης μπορεί να είναι ή να θεωρείται από τους σύγχρονους «πολιτισμένους», έχει κρυμμένη στην δομή της μία και μοναδική εντολή: ΤΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΜΑΣ ΕΓΩ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΤΑΣΤΡΑΦΟΥΝ.
Αυτό εννούν οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι με τα τόσα ρητά-παροτρύνσεις:
-Εν οίδα ότι ουδέν οίδα.
-Γνώθι σαυτόν.
-Εδιζησάμην εαυτόν.
-Ένδον σκάπτε.
Κλπ, κλπ, κλπ. Τι άλλο μπορείς να ανακαλύψεις μέσα σου εκτός από ΤΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΕΓΩ τα τόσο καλά κρυμμένα από την αντίληψή μας; Είναι τα ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ μας ΕΓΩ, ο διαστρεβλωμένος ανθρώπινος ψυχισμός, που κάνει τον άνθρωπο να πηγαίνει στα Τάρταρα, αντί για τα Ηλύσια Πεδία. Ενώ ήταν τόπος τιμωρίας, τα Ηλύσια Πεδία όπου οι νεκροί λησμονούν όλα τα γήινα βάσανα.
Αυτό εννούν οι ανατολικές θρησκείες όταν ζητάνε τον θάνατο της επιθυμίας. Εκείνος που επιθυμεί είναι τα ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ μας ΕΓΩ, ο διαστρεβλωμένος ανθρώπινος ψυχισμός, που κάνει τον πιστό να είναι δεμένος στον τροχό του Κάρμα, εγκλωβισμένος στην Μάγια, την υλική ψευδαίσθηση.
Αυτό εννοεί ο Μωάμεθ όταν κηρύσσει Τζιχάντ (ιερό πόλεμο) κατά των απίστων. Οι άπιστοι δεν είναι παρά τα ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ μας ΕΓΩ, ο διαστρεβλωμένος ανθρώπινος ψυχισμός, που κάνει τον μουσουλμάνο να αμαρτάνει.
Αυτό εννοεί ο Χριστός όταν λέει:
-Οι άνθρωποι είναι τάφοι όμορφοι από έξω αλλά μέσα γεμάτοι σαπίλα. (Η προσωπικότητα μπορεί να είναι φτιασιδωμένη και όμορφη, ο άνθρωπος μπορεί να υποκρίνεται τον «πολιτισμένο», αλλά ο διαστρεβλωμένος ανθρώπινος ψυχισμός που κρύβεται πίσω από την προσωπικότητα δεν είναι τίποτε άλλο από σαπίλα και βρώμα).
-Αν ο σπόρος δεν πεθάνει το φυτό δεν γεννιέται. (Τι άλλο μπορεί να είναι ο σπόρος παρά ο άνθρωπος-ΕΓΩ, ο άνθρωπος-ΕΛΑΤΤΩΜΑ, ο άνθρωπος ο προσκολλημένος στην ύλη;)
Από όλα αυτά δεν θα μπορούσε να ξεφύγει το ψηφιδωτό της Αντιόχειας.
Ο «ΕΥΦΡΟΣΥΝΟΣ» σκελετός κάθεται αναπαυτικά ανάμεσα σε ένα δοχείο με κρασί και ένα καρβέλι ψωμί, κρατώντας μία Κούπα.
ΚΑΝΕΝΑΣ δεν έκατσε να σκεφτεί τους συμβολισμούς που κρύβει ο καλλιτέχνης στην «απλοϊκή» αυτή αναπαράσταση.
-ΓΙΑΤΙ έβαλε έναν σκελετό να περνάει καλά; Πρόκειται για ΠΑΡΑΛΟΓΗ αναπαράσταση.
-ΓΙΑΤΙ δεν έβαλε έναν άνθρωπο και δίπλα έναν σκελετό ο οποίος εκ των πραγμάτων ΔΕΝ περνάει καλά;
-ΓΙΑΤΙ δεν έβαλε δίπλα στον «σκελετό» κρέας, ζώα, μία γυναίκα (αν υποθέσουμε ότι ο σκελετός είναι άνδρας), όπλα, βιβλία κλπ; Ακόμα και ο χειρότερος άνθρωπος χρειάζεται κάτι παραπάνω από κρασί και ψωμί.
Επιπλέον γεννιούνται κάποια ερωτηματικά:
-Έχει άραγε σχέση ο αμφορέας με κρασί του ψηφιδωτού με τον Οίνο της Κανά;
-Έχει άραγε σχέση το καρβέλι το ψωμί με τον Άρτο τον Επιούσιο; (δηλαδή με την πνευματική τροφή;)
ΦΥΣΙΚΑ και έχει!
Μόνο έτσι μπορεί να έχει λογική το καταπληκτικό (και επίσης παράλογο) ρητό του Αγίου Όρους:
«Αν πεθάνεις ΠΡΙΝ πεθάνεις, ΔΕΝ θα πεθάνεις όταν πεθάνεις».
Αλλά τι σημαίνει το «να πεθάνεις πριν πεθάνεις»;
Τι καταλαβαίνετε από αυτό το ρητό;
Συνδέστε το ψηφιδωτό και το ρητό και η Γνωστική απάντηση θα ξεπηδήσει ολοκάθαρη:
Όταν ο άνθρωπος σκοτώσει τα ΠΟΛΥΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΤΟΥ ΕΓΩ, τότε «πεθαίνει». Δεν μοιάζει σε τίποτε με τον προηγούμενο ελαττωματικό εαυτό του.
Είναι «νεκρός». Έχει σκοτώσει την επιθυμία!
Τώρα μπορεί να είναι ΕΥΦΡΟΣΥΝΟΣ, μακριά από τα βάσανα των «ζωντανών» ανθρώπων.
Και όταν πεθάνει (σαν σώμα) δεν πρόκειται να πεθάνει (σαν ψυχή). Θα πάει στον Παράδεισο (στα Ηλύσια Πεδία) και όχι στην Κόλαση (στα Τάρταρα).
Και ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ (κρατώντας την Κούπα προς τα επάνω) θα έχει το πνευματικό κρασί και ψωμί του (δηλαδή την μεθυστική Γνώση που του έρχεται από τον Πατέρα, τον Θεό).
Προφανώς δεν σας έπεισα…
Αλλά, παρακαλώ, παρατήστε λίγο την κατανάλωση, τους φόρους και την τηλεοπτική τρομοκρατία.
Σκεφτείτε: Πόσο δίκιο μπορεί να έχω;
Και το αν έχω δίκιο είναι θέμα σκέψης, γιατί όπως λέει και ένας σοφός:
«Αν ακούσεις μια ιδέα που συμφωνεί με τις δικές σου, πρόσεξε μήπως είναι λάθος. Αν ακούσεις μια ιδέα που δεν συμφωνεί με τις δικές σου, πρόσεξε μήπως είναι σωστή».
Έχει όμως ένα τεράστιο πρόβλημα.
Επειδή κυριολεκτικά επιτίθεται στο ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΑΣ ΕΓΩ, έχει κυνηγηθεί άγρια από την ανθρωπότητα σε όλη την διάρκεια της ιστορίας της.
Οι άνθρωποι προτιμούν:
-να διαστρεβλώνουν την διδασκαλία της θρησκείας τους
-να θεοποιούν τα ΕΓΩ τους
-να ΨΑΧΝΟΥΝ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥΣ για την αιτία της δυστυχίας τους
Ο μοναδικός σκοπός τους είναι να μην παραδεχθούν ότι είναι ελαττωματικά όντα που πρέπει να αλλάξουν τον εαυτό τους.
Δεν είναι τυχαίο που οι πρώτοι Γνωστικοί (δηλαδή αυτοί που ασχολούνται με την Γνώση) κυνηγήθηκαν από τους πρώτους χριστιανούς σαν αίρεση. Αλλά ούτε είναι και τυχαίο ότι επέζησαν μέσα στον μοναχισμό. Στα μοναστηριακά κείμενα (Φιλοκαλία, Κλίμαξ κλπ) υπάρχουν όλες οι γνωστικές διδασκαλίες οι οποίες αποτελούν την ραχοκοκαλιά της διαστρεβλωμένης πλέον Χριστιανικής Ορθοδοξίας.
Όμως, όποια θρησκεία και αν εξετάσεις, όσο παλιά ή υποτυπώδης μπορεί να είναι ή να θεωρείται από τους σύγχρονους «πολιτισμένους», έχει κρυμμένη στην δομή της μία και μοναδική εντολή: ΤΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΜΑΣ ΕΓΩ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΤΑΣΤΡΑΦΟΥΝ.
Αυτό εννούν οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι με τα τόσα ρητά-παροτρύνσεις:
-Εν οίδα ότι ουδέν οίδα.
-Γνώθι σαυτόν.
-Εδιζησάμην εαυτόν.
-Ένδον σκάπτε.
Κλπ, κλπ, κλπ. Τι άλλο μπορείς να ανακαλύψεις μέσα σου εκτός από ΤΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΕΓΩ τα τόσο καλά κρυμμένα από την αντίληψή μας; Είναι τα ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ μας ΕΓΩ, ο διαστρεβλωμένος ανθρώπινος ψυχισμός, που κάνει τον άνθρωπο να πηγαίνει στα Τάρταρα, αντί για τα Ηλύσια Πεδία. Ενώ ήταν τόπος τιμωρίας, τα Ηλύσια Πεδία όπου οι νεκροί λησμονούν όλα τα γήινα βάσανα.
Αυτό εννούν οι ανατολικές θρησκείες όταν ζητάνε τον θάνατο της επιθυμίας. Εκείνος που επιθυμεί είναι τα ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ μας ΕΓΩ, ο διαστρεβλωμένος ανθρώπινος ψυχισμός, που κάνει τον πιστό να είναι δεμένος στον τροχό του Κάρμα, εγκλωβισμένος στην Μάγια, την υλική ψευδαίσθηση.
Αυτό εννοεί ο Μωάμεθ όταν κηρύσσει Τζιχάντ (ιερό πόλεμο) κατά των απίστων. Οι άπιστοι δεν είναι παρά τα ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ μας ΕΓΩ, ο διαστρεβλωμένος ανθρώπινος ψυχισμός, που κάνει τον μουσουλμάνο να αμαρτάνει.
Αυτό εννοεί ο Χριστός όταν λέει:
-Οι άνθρωποι είναι τάφοι όμορφοι από έξω αλλά μέσα γεμάτοι σαπίλα. (Η προσωπικότητα μπορεί να είναι φτιασιδωμένη και όμορφη, ο άνθρωπος μπορεί να υποκρίνεται τον «πολιτισμένο», αλλά ο διαστρεβλωμένος ανθρώπινος ψυχισμός που κρύβεται πίσω από την προσωπικότητα δεν είναι τίποτε άλλο από σαπίλα και βρώμα).
-Αν ο σπόρος δεν πεθάνει το φυτό δεν γεννιέται. (Τι άλλο μπορεί να είναι ο σπόρος παρά ο άνθρωπος-ΕΓΩ, ο άνθρωπος-ΕΛΑΤΤΩΜΑ, ο άνθρωπος ο προσκολλημένος στην ύλη;)
Από όλα αυτά δεν θα μπορούσε να ξεφύγει το ψηφιδωτό της Αντιόχειας.
Ο «ΕΥΦΡΟΣΥΝΟΣ» σκελετός κάθεται αναπαυτικά ανάμεσα σε ένα δοχείο με κρασί και ένα καρβέλι ψωμί, κρατώντας μία Κούπα.
ΚΑΝΕΝΑΣ δεν έκατσε να σκεφτεί τους συμβολισμούς που κρύβει ο καλλιτέχνης στην «απλοϊκή» αυτή αναπαράσταση.
-ΓΙΑΤΙ έβαλε έναν σκελετό να περνάει καλά; Πρόκειται για ΠΑΡΑΛΟΓΗ αναπαράσταση.
-ΓΙΑΤΙ δεν έβαλε έναν άνθρωπο και δίπλα έναν σκελετό ο οποίος εκ των πραγμάτων ΔΕΝ περνάει καλά;
-ΓΙΑΤΙ δεν έβαλε δίπλα στον «σκελετό» κρέας, ζώα, μία γυναίκα (αν υποθέσουμε ότι ο σκελετός είναι άνδρας), όπλα, βιβλία κλπ; Ακόμα και ο χειρότερος άνθρωπος χρειάζεται κάτι παραπάνω από κρασί και ψωμί.
Επιπλέον γεννιούνται κάποια ερωτηματικά:
-Έχει άραγε σχέση ο αμφορέας με κρασί του ψηφιδωτού με τον Οίνο της Κανά;
-Έχει άραγε σχέση το καρβέλι το ψωμί με τον Άρτο τον Επιούσιο; (δηλαδή με την πνευματική τροφή;)
ΦΥΣΙΚΑ και έχει!
Μόνο έτσι μπορεί να έχει λογική το καταπληκτικό (και επίσης παράλογο) ρητό του Αγίου Όρους:
«Αν πεθάνεις ΠΡΙΝ πεθάνεις, ΔΕΝ θα πεθάνεις όταν πεθάνεις».
Αλλά τι σημαίνει το «να πεθάνεις πριν πεθάνεις»;
Τι καταλαβαίνετε από αυτό το ρητό;
Συνδέστε το ψηφιδωτό και το ρητό και η Γνωστική απάντηση θα ξεπηδήσει ολοκάθαρη:
Όταν ο άνθρωπος σκοτώσει τα ΠΟΛΥΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΤΟΥ ΕΓΩ, τότε «πεθαίνει». Δεν μοιάζει σε τίποτε με τον προηγούμενο ελαττωματικό εαυτό του.
Είναι «νεκρός». Έχει σκοτώσει την επιθυμία!
Τώρα μπορεί να είναι ΕΥΦΡΟΣΥΝΟΣ, μακριά από τα βάσανα των «ζωντανών» ανθρώπων.
Και όταν πεθάνει (σαν σώμα) δεν πρόκειται να πεθάνει (σαν ψυχή). Θα πάει στον Παράδεισο (στα Ηλύσια Πεδία) και όχι στην Κόλαση (στα Τάρταρα).
Και ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ (κρατώντας την Κούπα προς τα επάνω) θα έχει το πνευματικό κρασί και ψωμί του (δηλαδή την μεθυστική Γνώση που του έρχεται από τον Πατέρα, τον Θεό).
Προφανώς δεν σας έπεισα…
Αλλά, παρακαλώ, παρατήστε λίγο την κατανάλωση, τους φόρους και την τηλεοπτική τρομοκρατία.
Σκεφτείτε: Πόσο δίκιο μπορεί να έχω;
Και το αν έχω δίκιο είναι θέμα σκέψης, γιατί όπως λέει και ένας σοφός:
«Αν ακούσεις μια ιδέα που συμφωνεί με τις δικές σου, πρόσεξε μήπως είναι λάθος. Αν ακούσεις μια ιδέα που δεν συμφωνεί με τις δικές σου, πρόσεξε μήπως είναι σωστή».
21 Μαΐου 2016
Ο σκελετός και η παραχάραξη της ιστορίας
Προφανώς διαβάσατε για την ανακάλυψη του περίφημου ψηφιδωτού της Αντιόχειας.
Ένας σκελετός κάθεται και διασκεδάζει, ενώ υπάρχει δίπλα του η Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ λέξη «ΕΥΦΡΟΣΥΝΟΣ».
Εκείνο που προφανώς δεν κάτσατε να διαβάσετε είναι ότι το ψηφιδωτό χρονολογείται από το 384 προ Χριστού, δηλαδή ίσως να φτιάχτηκε ΠΡΙΝ φτάσουν οι Έλληνες κατακτητές της περιοχής, αφού ο Αντίοχος έχτισε την πόλη σχεδόν εκατό χρόνια αργότερα (εκτός και κάνω λάθος).
Και φυσικά κανένας δεν ενδιαφέρθηκε (αυτό έλειπε!) για το γεγονός ότι την λέξη μπορεί να την διαβάσει και να την καταλάβει και μία αμόρφωτη γιαγιά σε ένα οποιοδήποτε χωριό χαμένο στα ελληνικά βουνά.
Επί τη ευκαιρία θα ήθελα να επισημάνω την μανία των «ειδικών» να αποδίδουν τα πάντα στους Ρωμαίους. Λέει το άρθρο ότι οι «ειδικοί» πιστεύουν ότι το ψηφιδωτό μπορεί να είναι των Ρωμαίων επειδή λέει οι Ρωμαίοι συνήθιζαν να γράφουν στα ελληνικά πολλές φορές.
ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ότι οι Ρωμαίοι δεν είχαν φτάσει ακόμα εκεί πέρα σε αυτήν την ημερομηνία.
Σημασία έχει να ξεχαστεί οποιαδήποτε ελληνική ύπαρξη οπουδήποτε στην μέση Ανατολή, στην Μεσόγειο και στα Βαλκάνια. Για παράδειγμα σε Σκόπια και Βουλγαρία οι ξεναγοί δείχνουν τις ελληνικές επιγραφές μιλώντας για ρωμαϊκή γραφή!
Πάω στοίχημα ότι σε μερικά χρόνια θα διαβάσουμε ότι το μωσαϊκό είναι ρωμαϊκό.
ΥΓ. Η φωτογραφία του σκελετού αφιερώνεται στους ασυνείδητους μισέλληνες (που τρώνε καλά από τον ελληνικό κρατικό κορβανά), οι οποίοι διαλαλούν ότι η αρχαία ελληνική γλώσσα είναι πεθαμένη και άχρηστη.
Θα ήθελα να μου δείξουν μια επιγραφή του 2400 προ Χριστού, οπουδήποτε στην «πολιτισμένη» Ευρώπη που να χρησιμοποιεί το σημερινό αλφάβητο της περιοχής και που να μπορούν να την διαβάσουν οι ντόπιοι ΑΚΟΜΑ και οι μορφωμένοι.
Ένας σκελετός κάθεται και διασκεδάζει, ενώ υπάρχει δίπλα του η Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ λέξη «ΕΥΦΡΟΣΥΝΟΣ».
Εκείνο που προφανώς δεν κάτσατε να διαβάσετε είναι ότι το ψηφιδωτό χρονολογείται από το 384 προ Χριστού, δηλαδή ίσως να φτιάχτηκε ΠΡΙΝ φτάσουν οι Έλληνες κατακτητές της περιοχής, αφού ο Αντίοχος έχτισε την πόλη σχεδόν εκατό χρόνια αργότερα (εκτός και κάνω λάθος).
Και φυσικά κανένας δεν ενδιαφέρθηκε (αυτό έλειπε!) για το γεγονός ότι την λέξη μπορεί να την διαβάσει και να την καταλάβει και μία αμόρφωτη γιαγιά σε ένα οποιοδήποτε χωριό χαμένο στα ελληνικά βουνά.
Επί τη ευκαιρία θα ήθελα να επισημάνω την μανία των «ειδικών» να αποδίδουν τα πάντα στους Ρωμαίους. Λέει το άρθρο ότι οι «ειδικοί» πιστεύουν ότι το ψηφιδωτό μπορεί να είναι των Ρωμαίων επειδή λέει οι Ρωμαίοι συνήθιζαν να γράφουν στα ελληνικά πολλές φορές.
ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ότι οι Ρωμαίοι δεν είχαν φτάσει ακόμα εκεί πέρα σε αυτήν την ημερομηνία.
Σημασία έχει να ξεχαστεί οποιαδήποτε ελληνική ύπαρξη οπουδήποτε στην μέση Ανατολή, στην Μεσόγειο και στα Βαλκάνια. Για παράδειγμα σε Σκόπια και Βουλγαρία οι ξεναγοί δείχνουν τις ελληνικές επιγραφές μιλώντας για ρωμαϊκή γραφή!
Πάω στοίχημα ότι σε μερικά χρόνια θα διαβάσουμε ότι το μωσαϊκό είναι ρωμαϊκό.
ΥΓ. Η φωτογραφία του σκελετού αφιερώνεται στους ασυνείδητους μισέλληνες (που τρώνε καλά από τον ελληνικό κρατικό κορβανά), οι οποίοι διαλαλούν ότι η αρχαία ελληνική γλώσσα είναι πεθαμένη και άχρηστη.
Θα ήθελα να μου δείξουν μια επιγραφή του 2400 προ Χριστού, οπουδήποτε στην «πολιτισμένη» Ευρώπη που να χρησιμοποιεί το σημερινό αλφάβητο της περιοχής και που να μπορούν να την διαβάσουν οι ντόπιοι ΑΚΟΜΑ και οι μορφωμένοι.
15 Μαΐου 2016
Το στριφνό βιβλίο (ΟΙ ΜΗ-ΧΡΟΝΟΣ)
«Έχω πολλή δουλειά και λίγο χρόνο».
Γύρισα ξαφνιασμένος από την ξαφνική παρουσία πίσω μου.
«Και εσύ πολλή δουλειά και καθόλου χρόνο».
Ο άνδρας είχε εμφανιστεί από το πουθενά.
«Θα σου δείξω τον Κόσμο και το Δάσος. Τους Ανυποψίαστους και τους Ιχνηλάτες. Τους Κυνηγούς και τους Άχρονους».
Έκανε μια κίνηση.
«Κοίτα γύρω σου. Βρίσκεσαι στο Νησί. Περιβάλλεται από τον Ωκεανό. Στις παραλίες του οι Ανύποπτοι σπαταλούν την ζωή τους. Νομίζουν ότι είναι το κέντρο του σύμπαντος. Χτίζουν σπίτια, φτιάχνουν περιουσίες, αποκτούν φήμη και δόξα. Αλλά δεν ξέρουν να είναι σιωπηλοί. Ούτε να περπατούν αθόρυβα. Ούτε να ανάβουν φωτιά με τα χέρια τους. Υπερασπίζονται τον εαυτό τους, δεν τον προφυλάσσουν. Περπατούν και φωνάζουν, αναλώνουν και καταστρέφουν ασυλλόγιστα το περιβάλλον τους. Και έτσι γίνονται εύκολα θύματα.
Εκείνοι, που κατακρεουργούν όποιον μπει στο Δάσος, δεν συγχωρούν τους απρόσεκτους. Παραμονεύουν παντού. Ψάχνουν για καταστροφές και θορύβους. Υπομονετικοί και ήρεμοι παρακολουθούν το θύμα τους. Και όταν έρθει ο κατάλληλος χρόνος επιτίθενται. Με τέχνη άφθαστη. Έχουν τον χρόνο με το μέρος τους.
Μέσα όμως στα κοιμισμένα μπουλούκια τυχαίνει κάποιος να ανησυχήσει. Καταλαβαίνει το μάταιο της ζωής του. Και αρχίζει να ψάχνει. Με λίγη τύχη ίσως μπορέσει να μάθει κάτι για τους Ιχνηλάτες και τους Κυνηγούς. Και ίσως επιθυμήσει να ξεκινήσει για να βρει τους Άχρονους. Τότε μετά από πολλούς κινδύνους και αν επιζήσει από Εκείνους (έτσι λέμε τους Κυνηγούς, γιατί αν πεις το όνομά τους έρχονται) μπορεί να έρθει σε επαφή με τους Ιχνηλάτες.
Είναι αυτοί που άφησαν πίσω τους τον Κόσμο και μπήκαν στο Δάσος από ανάγκη να βρουν τους Άχρονους.
Και γίνονται φοβερές μάχες. Πόνος και δάκρυ, αίμα και ζωές ξοδεύονται σε αυτόν τον ατελείωτο πόλεμο. Πότε νικούν οι μεν και πότε οι δε. Αλλά συνήθως Εκείνοι είναι που κουβαλούν στις σκηνές τους τα περισσότερα τρόπαια. Γιατί το Κακό γίνεται με πολλούς τρόπους και διάφορους. Και έχει άμεση ανταμοιβή. Ενώ το Καλό γίνεται μόνο με έναν και πρέπει να περιμένεις.
Λένε πως στους χίλιους Ανυποψίαστους ένας θα ανησυχήσει. Στους χίλιους που θα ανησυχήσουν ένας θα μπορέσει να ξεφύγει από Εκείνους. Στους χίλιους που θα ξεφύγουν ένας θα γίνει Ιχνηλάτης. Και από τους χίλιους Ιχνηλάτες ένας θα καταφέρει να γνωρίσει τους Άχρονους. Οι υπόλοιποι, μπλεγμένοι στους λαβυρίνθους του Δάσους, θα χάσουν άθλια τον χρόνο τους και θα γίνουν βορά Εκείνων. Και οι εναπομείναντες σιωπηλοί και αθόρυβοι κάνουν αυτό που πρέπει και ερευνούν για τους Άχρονους. Μέχρι να τους βρουν. Και να γίνουν ένα με αυτούς.
Αν μπεις στο Δάσος και μείνεις ακίνητος και σιωπηλός (αρκετά) θα μπορέσεις να αφουγκραστείς Εκείνους. Θα νοιώσεις το πέρασμά τους στα θροΐσματα των θάμνων. Θα αντιληφθείς τα ίχνη τους στα ρυτιδιάσματα στο νερό. Θα ακούσεις τις φωνές τους στο σφύριγμα του αέρα. Θα δεις το έργο τους στις εκατόμβες των Ανυποψίαστων. Την δύναμή τους στα πλήθη των νικημένων επαναστατών. Και θα αισθανθείς στην καρδιά σου τον Τρόμο τους.
Και αν είσαι πολύ σκληρός και πολύ τυχερός και πολύ ταπεινός θα βρεις τους Άχρονους.
Είναι εκείνοι που έχτισαν το Νησί. Και φύτεψαν το Δάσος. Και έφτιαξαν τον Ωκεανό. Και κάλεσαν τον άνεμο. Και άναψαν τον Ήλιο. Και κούρντισαν το ρολόι του Χρόνου. Και ακόνισαν το δρεπάνι του. Και μετά πήγαν εκεί που κανείς θνητός δεν μπορεί να διανοηθεί. Αφήνοντας στην Πόρτα τις Ερινύες να φυλάνε τον Δρόμο.
Και εκείνες ψάχνουν. Διαλέγουν τον στόχο τους. Και την κατάλληλη στιγμή εξαπολύουν την επίθεσή τους. Που ούτε Εκείνοι μπορούν να αντέξουν. Που πρέπει όμως να αντέξεις εσύ. Αν θέλεις να μπεις στον κόσμο του Θαυμαστού. Με τα Απροσδιόριστα όρια.
Έτσι πρέπει να αφήσεις τον Κόσμο. Να τριγυρίσεις στο Δάσος. Απαλός και άδειος σαν μωρό. Σιωπηλός και αθόρυβος. Σμιλεύοντας τον εαυτό σου στο σκοτάδι. Τριγυρνώντας χωρίς σκοπό. Μέχρι να σε ανακαλύψουν. Και να ελπίζεις να είσαι αρκετά δυνατός για να αντέξεις. Γιατί ο Νόμος δηλώνει ότι:
Πρέπει να είσαι ζεστός ή να είσαι κρύος. Διαφορετικά ο Απροσδιόριστος θα σε κάνει εμετό.
Ο άνθρωπος με το πουρναρόκλαδο με κοίταξε από πάνω ως κάτω ερευνητικά.
Έπειτα χωρίς μιλιά εξαφανίστηκε στα βάτα αφήνοντάς με πανικόβλητο στην μέση του Κόσμου.
Γύρισα ξαφνιασμένος από την ξαφνική παρουσία πίσω μου.
«Και εσύ πολλή δουλειά και καθόλου χρόνο».
Ο άνδρας είχε εμφανιστεί από το πουθενά.
«Θα σου δείξω τον Κόσμο και το Δάσος. Τους Ανυποψίαστους και τους Ιχνηλάτες. Τους Κυνηγούς και τους Άχρονους».
Έκανε μια κίνηση.
«Κοίτα γύρω σου. Βρίσκεσαι στο Νησί. Περιβάλλεται από τον Ωκεανό. Στις παραλίες του οι Ανύποπτοι σπαταλούν την ζωή τους. Νομίζουν ότι είναι το κέντρο του σύμπαντος. Χτίζουν σπίτια, φτιάχνουν περιουσίες, αποκτούν φήμη και δόξα. Αλλά δεν ξέρουν να είναι σιωπηλοί. Ούτε να περπατούν αθόρυβα. Ούτε να ανάβουν φωτιά με τα χέρια τους. Υπερασπίζονται τον εαυτό τους, δεν τον προφυλάσσουν. Περπατούν και φωνάζουν, αναλώνουν και καταστρέφουν ασυλλόγιστα το περιβάλλον τους. Και έτσι γίνονται εύκολα θύματα.
Εκείνοι, που κατακρεουργούν όποιον μπει στο Δάσος, δεν συγχωρούν τους απρόσεκτους. Παραμονεύουν παντού. Ψάχνουν για καταστροφές και θορύβους. Υπομονετικοί και ήρεμοι παρακολουθούν το θύμα τους. Και όταν έρθει ο κατάλληλος χρόνος επιτίθενται. Με τέχνη άφθαστη. Έχουν τον χρόνο με το μέρος τους.
Μέσα όμως στα κοιμισμένα μπουλούκια τυχαίνει κάποιος να ανησυχήσει. Καταλαβαίνει το μάταιο της ζωής του. Και αρχίζει να ψάχνει. Με λίγη τύχη ίσως μπορέσει να μάθει κάτι για τους Ιχνηλάτες και τους Κυνηγούς. Και ίσως επιθυμήσει να ξεκινήσει για να βρει τους Άχρονους. Τότε μετά από πολλούς κινδύνους και αν επιζήσει από Εκείνους (έτσι λέμε τους Κυνηγούς, γιατί αν πεις το όνομά τους έρχονται) μπορεί να έρθει σε επαφή με τους Ιχνηλάτες.
Είναι αυτοί που άφησαν πίσω τους τον Κόσμο και μπήκαν στο Δάσος από ανάγκη να βρουν τους Άχρονους.
Και γίνονται φοβερές μάχες. Πόνος και δάκρυ, αίμα και ζωές ξοδεύονται σε αυτόν τον ατελείωτο πόλεμο. Πότε νικούν οι μεν και πότε οι δε. Αλλά συνήθως Εκείνοι είναι που κουβαλούν στις σκηνές τους τα περισσότερα τρόπαια. Γιατί το Κακό γίνεται με πολλούς τρόπους και διάφορους. Και έχει άμεση ανταμοιβή. Ενώ το Καλό γίνεται μόνο με έναν και πρέπει να περιμένεις.
Λένε πως στους χίλιους Ανυποψίαστους ένας θα ανησυχήσει. Στους χίλιους που θα ανησυχήσουν ένας θα μπορέσει να ξεφύγει από Εκείνους. Στους χίλιους που θα ξεφύγουν ένας θα γίνει Ιχνηλάτης. Και από τους χίλιους Ιχνηλάτες ένας θα καταφέρει να γνωρίσει τους Άχρονους. Οι υπόλοιποι, μπλεγμένοι στους λαβυρίνθους του Δάσους, θα χάσουν άθλια τον χρόνο τους και θα γίνουν βορά Εκείνων. Και οι εναπομείναντες σιωπηλοί και αθόρυβοι κάνουν αυτό που πρέπει και ερευνούν για τους Άχρονους. Μέχρι να τους βρουν. Και να γίνουν ένα με αυτούς.
Αν μπεις στο Δάσος και μείνεις ακίνητος και σιωπηλός (αρκετά) θα μπορέσεις να αφουγκραστείς Εκείνους. Θα νοιώσεις το πέρασμά τους στα θροΐσματα των θάμνων. Θα αντιληφθείς τα ίχνη τους στα ρυτιδιάσματα στο νερό. Θα ακούσεις τις φωνές τους στο σφύριγμα του αέρα. Θα δεις το έργο τους στις εκατόμβες των Ανυποψίαστων. Την δύναμή τους στα πλήθη των νικημένων επαναστατών. Και θα αισθανθείς στην καρδιά σου τον Τρόμο τους.
Και αν είσαι πολύ σκληρός και πολύ τυχερός και πολύ ταπεινός θα βρεις τους Άχρονους.
Είναι εκείνοι που έχτισαν το Νησί. Και φύτεψαν το Δάσος. Και έφτιαξαν τον Ωκεανό. Και κάλεσαν τον άνεμο. Και άναψαν τον Ήλιο. Και κούρντισαν το ρολόι του Χρόνου. Και ακόνισαν το δρεπάνι του. Και μετά πήγαν εκεί που κανείς θνητός δεν μπορεί να διανοηθεί. Αφήνοντας στην Πόρτα τις Ερινύες να φυλάνε τον Δρόμο.
Και εκείνες ψάχνουν. Διαλέγουν τον στόχο τους. Και την κατάλληλη στιγμή εξαπολύουν την επίθεσή τους. Που ούτε Εκείνοι μπορούν να αντέξουν. Που πρέπει όμως να αντέξεις εσύ. Αν θέλεις να μπεις στον κόσμο του Θαυμαστού. Με τα Απροσδιόριστα όρια.
Έτσι πρέπει να αφήσεις τον Κόσμο. Να τριγυρίσεις στο Δάσος. Απαλός και άδειος σαν μωρό. Σιωπηλός και αθόρυβος. Σμιλεύοντας τον εαυτό σου στο σκοτάδι. Τριγυρνώντας χωρίς σκοπό. Μέχρι να σε ανακαλύψουν. Και να ελπίζεις να είσαι αρκετά δυνατός για να αντέξεις. Γιατί ο Νόμος δηλώνει ότι:
Πρέπει να είσαι ζεστός ή να είσαι κρύος. Διαφορετικά ο Απροσδιόριστος θα σε κάνει εμετό.
Ο άνθρωπος με το πουρναρόκλαδο με κοίταξε από πάνω ως κάτω ερευνητικά.
Έπειτα χωρίς μιλιά εξαφανίστηκε στα βάτα αφήνοντάς με πανικόβλητο στην μέση του Κόσμου.
ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟ κουτόχορτο
Θυμάστε την ανεκδιήγητη και γελοία δήλωση της ανεκδιήγητης και γελοίας Χριστοδουλοπούλου, του ανεκδιήγητου και γελοίου ΣΥΡΙΖΑ, που ψήφισαν οι ανεκδιήγητοι και γελοίοι ψηφοφόροι που τώρα προτιμούν την ανεκδιήγητη και γελοία ΝΔ;
Είχε πει ότι δεν υπάρχουν λαθρομετανάστες αφού το πρωί λιάζονται και μετά εξαφανίζονται!!!!
Τελικά είχε δίκιο αφού πράγματι εξαφανίζονται.
Περιέργως και εντελώς ξαφνικά οι ειδήσεις για τους λαθρομετανάστες ΧΑΘΗΚΑΝ από τις τηλεοπτικές οθόνες. Εκεί που μέρα νύχτα έβλεπες «δραματικές» εικόνες, άκουγες για «δραματικές» καταστάσεις και έβλεπες ΣΤΗΜΕΝΑ «δραματικά» γεγονότα όλα αυτά χάθηκαν.
Προφανώς δεν υπάρχουν πια ούτε λαθρομετανάστες, ούτε τα νησιά μας έχουν πρόβλημα, ούτε μας τους φέρνουν συνεχώς οι τούρκοι δουλέμποροι, ούτε είναι και εγκλωβισμένοι στα σύνορα με τα Σκόπια.
Έχετε επίσης παρατηρήσει ότι ΟΛΑ ΜΑΖΙ τα κανάλια ασχολούνται συνεχώς με συγκεκριμένα θέματα, τα οποία μετά από λίγο ΞΕΧΝΑΝΕ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ΟΛΑ ΜΑΖΙ;
Έχετε παρατηρήσει ότι σημαντικές ειδήσεις μένουν ΜΟΝΙΜΑ στην αφάνεια από ΟΛΑ τα κανάλια;
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Σημαίνουν ένα και μοναδικό πράγμα:
ΚΑΠΟΙΟΣ ΑΓΝΩΣΤΟΣ αποφασίζει ποιες ειδήσεις ΣΥΜΦΕΡΕΙ να παίζονται και ποιες όχι.
Και ΟΛΑ τα «αδέσμευτα» και «μαχητικά» κανάλια με τους «έγκριτους» δημοσιογράφους ικανοποιούν ΑΜΕΣΩΣ την θέληση αυτού του άγνωστου.
Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι τα ΜΜΕ σας ταΐζουν συγκεκριμένες ποσότητες κουτόχορτου σε συγκεκριμένες περιόδους.
Το τελικό ερώτημα είναι: θα το καταλάβετε ποτέ σας;
Είχε πει ότι δεν υπάρχουν λαθρομετανάστες αφού το πρωί λιάζονται και μετά εξαφανίζονται!!!!
Τελικά είχε δίκιο αφού πράγματι εξαφανίζονται.
Περιέργως και εντελώς ξαφνικά οι ειδήσεις για τους λαθρομετανάστες ΧΑΘΗΚΑΝ από τις τηλεοπτικές οθόνες. Εκεί που μέρα νύχτα έβλεπες «δραματικές» εικόνες, άκουγες για «δραματικές» καταστάσεις και έβλεπες ΣΤΗΜΕΝΑ «δραματικά» γεγονότα όλα αυτά χάθηκαν.
Προφανώς δεν υπάρχουν πια ούτε λαθρομετανάστες, ούτε τα νησιά μας έχουν πρόβλημα, ούτε μας τους φέρνουν συνεχώς οι τούρκοι δουλέμποροι, ούτε είναι και εγκλωβισμένοι στα σύνορα με τα Σκόπια.
Έχετε επίσης παρατηρήσει ότι ΟΛΑ ΜΑΖΙ τα κανάλια ασχολούνται συνεχώς με συγκεκριμένα θέματα, τα οποία μετά από λίγο ΞΕΧΝΑΝΕ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ΟΛΑ ΜΑΖΙ;
Έχετε παρατηρήσει ότι σημαντικές ειδήσεις μένουν ΜΟΝΙΜΑ στην αφάνεια από ΟΛΑ τα κανάλια;
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Σημαίνουν ένα και μοναδικό πράγμα:
ΚΑΠΟΙΟΣ ΑΓΝΩΣΤΟΣ αποφασίζει ποιες ειδήσεις ΣΥΜΦΕΡΕΙ να παίζονται και ποιες όχι.
Και ΟΛΑ τα «αδέσμευτα» και «μαχητικά» κανάλια με τους «έγκριτους» δημοσιογράφους ικανοποιούν ΑΜΕΣΩΣ την θέληση αυτού του άγνωστου.
Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι τα ΜΜΕ σας ταΐζουν συγκεκριμένες ποσότητες κουτόχορτου σε συγκεκριμένες περιόδους.
Το τελικό ερώτημα είναι: θα το καταλάβετε ποτέ σας;
14 Μαΐου 2016
Ο κίνδυνος από τα μεταλλαγμένα
Στον κήπο έχω στην σειρά δύο πορτοκαλιές και δύο γκρέιπ-φρουτ.
Η πρώτη πορτοκαλιά είναι ομφαλοφόρος, ενώ η δεύτερη, με πολύ λεπτή φλούδα, είναι για χυμό, γλυκόξινη με κουκούτσια.
Παρατηρώ λοιπόν το εξής φαινόμενο:
Η ξινή πορτοκαλιά έχει αρχίσει και φτιάχνει πορτοκάλια με αφαλό και κουκούτσια μαζί! Αυτό σημαίνει ότι γονίδια της ομφαλοφόρου έχουν μεταφερθεί στην ξινή. Αδιάψευστος μάρτυρας η φωτογραφία.
Επίσης τα γκρέιπ-φρουτ του δέντρου δίπλα στην ξινή πορτοκαλιά γίνονται σε μεγάλο ποσοστό μικρά σε μέγεθος και λεπτόφλουδα, ενώ τα κανονικά είναι μεγάλα με χοντρή φλούδα. Επίσης αδιάψευστος μάρτυρας η φωτογραφία.
Έτσι δημιουργεί η Φύση τις νέες ποικιλίες, διασταυρώνοντας γονίδια από συγγενικά είδη.
Σε αυτήν την φυσική τάση οφείλεται και ο κίνδυνος των μεταλλαγμένων που με τόση ηλίθια και υπερφίαλη συμπεριφορά προωθούν οι κάθε είδους ανεγκέφαλοι.
Όταν βάζεις γονίδια σκορπιού σε ένα φυτό για να αντέχει στην ξηρασία, νομίζεις ότι βελτιώνεις την φύση. Τίποτε πιο ανόητο από το να νομίζει ένα κατασκεύασμα ότι μπορεί να διορθώσει τον κατασκευαστή του.
Το μόνο που επιτυγχάνεται με την μίξη γονιδίων είναι να μετατρέπουμε σε συγγενικά δύο είδη που δεν θα μπορούσαν να ανακατέψουν τα γονίδιά τους «στον αιώνα τον άπαντα».
Έτσι ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΚΑΝΕΝΑΣ τι νέα είδη υπάρχει πιθανότητα να δημιουργηθούν, και πόσο επικίνδυνα θα είναι για τους ανθρώπους. Γιατί ένα πράγμα (εκτός του ότι όλοι θα πεθάνουμε) είναι σίγουρο σε αυτόν τον κόσμο:
Η Φύση δεν παθαίνει ΤΙΠΟΤΕ. Μπορεί να διαμορφώνει και να αλλάζει με αργούς ή γρήγορους ρυθμούς τα είδη των όντων που την αποτελούν, αλλά πάντα θα βρίσκεται σε μία δική της εσωτερική αρμονία και ισορροπία.
ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ΘΑ ΠΑΘΕΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΜΕΙΣ. Παίζοντας με τις λεπτές ισορροπίες της Φύσης, μπορεί να βάλουμε σε κίνηση μία χιονοστιβάδα καταιγιστικών αλλαγών, από τις οποίες ίσως να μην επιβιώσουμε όντας τόσο αποκομμένοι από την Μητέρα μας.
Η πρώτη πορτοκαλιά είναι ομφαλοφόρος, ενώ η δεύτερη, με πολύ λεπτή φλούδα, είναι για χυμό, γλυκόξινη με κουκούτσια.
Παρατηρώ λοιπόν το εξής φαινόμενο:
Η ξινή πορτοκαλιά έχει αρχίσει και φτιάχνει πορτοκάλια με αφαλό και κουκούτσια μαζί! Αυτό σημαίνει ότι γονίδια της ομφαλοφόρου έχουν μεταφερθεί στην ξινή. Αδιάψευστος μάρτυρας η φωτογραφία.
Επίσης τα γκρέιπ-φρουτ του δέντρου δίπλα στην ξινή πορτοκαλιά γίνονται σε μεγάλο ποσοστό μικρά σε μέγεθος και λεπτόφλουδα, ενώ τα κανονικά είναι μεγάλα με χοντρή φλούδα. Επίσης αδιάψευστος μάρτυρας η φωτογραφία.
Έτσι δημιουργεί η Φύση τις νέες ποικιλίες, διασταυρώνοντας γονίδια από συγγενικά είδη.
Σε αυτήν την φυσική τάση οφείλεται και ο κίνδυνος των μεταλλαγμένων που με τόση ηλίθια και υπερφίαλη συμπεριφορά προωθούν οι κάθε είδους ανεγκέφαλοι.
Όταν βάζεις γονίδια σκορπιού σε ένα φυτό για να αντέχει στην ξηρασία, νομίζεις ότι βελτιώνεις την φύση. Τίποτε πιο ανόητο από το να νομίζει ένα κατασκεύασμα ότι μπορεί να διορθώσει τον κατασκευαστή του.
Το μόνο που επιτυγχάνεται με την μίξη γονιδίων είναι να μετατρέπουμε σε συγγενικά δύο είδη που δεν θα μπορούσαν να ανακατέψουν τα γονίδιά τους «στον αιώνα τον άπαντα».
Έτσι ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΚΑΝΕΝΑΣ τι νέα είδη υπάρχει πιθανότητα να δημιουργηθούν, και πόσο επικίνδυνα θα είναι για τους ανθρώπους. Γιατί ένα πράγμα (εκτός του ότι όλοι θα πεθάνουμε) είναι σίγουρο σε αυτόν τον κόσμο:
Η Φύση δεν παθαίνει ΤΙΠΟΤΕ. Μπορεί να διαμορφώνει και να αλλάζει με αργούς ή γρήγορους ρυθμούς τα είδη των όντων που την αποτελούν, αλλά πάντα θα βρίσκεται σε μία δική της εσωτερική αρμονία και ισορροπία.
ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ΘΑ ΠΑΘΕΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΜΕΙΣ. Παίζοντας με τις λεπτές ισορροπίες της Φύσης, μπορεί να βάλουμε σε κίνηση μία χιονοστιβάδα καταιγιστικών αλλαγών, από τις οποίες ίσως να μην επιβιώσουμε όντας τόσο αποκομμένοι από την Μητέρα μας.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)