Τα πράγματα δεν είναι ΠΟΤΕ έτσι όπως φαίνονται.
Κάποτε ένας αστρονόμος είπε: «Ερεύνησα από την μια άκρη στην άλλη το σύμπαν με το τηλεσκόπιό μου. Πουθενά δεν βρήκα τον Θεό». Και κάποιος βιολιστής του απάντησε: «Και εγώ πήρα το βιολί μου και εξέτασα κάθε κομμάτι του και κάθε χορδή του. Πουθενά δεν βρήκα μουσική». Μη διαβάσετε τις επόμενες σελίδες με τον τρόπο που θα τις διάβαζε ο αστρονόμος.

12 Νοεμβρίου 2016

Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΑΤΗ

Έχω βαρεθεί να βλέπω αναρτήσεις επί αναρτήσεων σχετικά με την οικονομία, τα μέτρα, τις οικονομικές πολιτικές, τα χρηματιστήρια και γενικά οτιδήποτε έχει σχέση με χρήμα. Οι περισσότερες είναι ανούσιες γιατί απλά περιγράφουν Τι συμβαίνει. Πόσες φορές θα διαβάζατε ένα άρθρο για το ότι βρέχει και εσείς μουσκεύετε γιατί δεν έχετε ομπρέλα; Προφανώς όχι παραπάνω από μία!
Ξεκινώντας, εσείς πιστεύετε ότι:
-ζείτε σε έναν πολιτισμένο κόσμο
-ο κόσμος αυτός αναπτύσσεται.
-υπάρχει δημοκρατία και ανθρωπισμός.
-στο τέλος «θα νικήσει το καλό» και όλοι θα ζούμε ευτυχισμένοι.
Εγώ πιστεύω τα εντελώς αντίθετα!
Πιστεύω ότι:
-ζούμε σε μία ανθρώπινη ζούγκλα, όπου ισχύει ο νόμος του ισχυρού.
-ο κόσμος μας επιστρέφει σε ζωώδη κατάσταση.
-υπάρχει παντού στυγνή δικτατορία και απανθρωπιά.
-στο τέλος θα βυθιστούμε σε έναν απέραντο ωκεανό φτώχειας και δυστυχίας.
Και επιπλέον θεωρώ ότι ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΛΥΣΗ ή μάλλον ότι η μοναδική και πραγματική λύση ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΦΑΡΜΟΣΤΗ.
Προφανώς πιστεύετε ότι δεν ξέρω τι μου γίνεται. Με μία μικρή (τόση δα) λεπτομέρεια μπορώ να σας πείσω ότι κάνετε φρικτό λάθος:
Αν ζούσαμε σε έναν πολιτισμένο κόσμο, η παραγωγή φαρμάκων και τροφίμων ΔΕΝ ΘΑ ΕΙΧΕ ΕΙΣΑΧΘΕΙ ΣΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ. Το βασικό ανθρώπινο αγαθό της τροφής και της υγείας δεν θα ήταν αντικείμενο κερδοσκοπίας.
Βασικά δεν θα υπήρχε καν χρηματιστήριο, αλλά μην το χοντρύνουμε και τόσο.
Η πλύση εγκεφάλου που έχετε δεχθεί είναι τεράστια και φυσικά δεν έχετε πεισθεί από το απλοϊκό επιχείρημά μου. Εξάλλου δεν έχω πτυχία για να ανεμίσω ώστε να αποδεχθείτε τις απόψεις μου.
Προχωρώντας στο θέμα μας, έχετε πιστέψει σαν απαραίτητο παράγοντα της «ανάπτυξης» τις τράπεζες, τις επενδύσεις, και τα δάνεια. Όλο αυτό το οικονομικό σύστημα όμως δεν είναι παρά μία ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΑΠΑΤΗ. Το μυστικό κρύβεται μπροστά στα μάτια σας. Πιστεύετε ότι ζείτε σε μία πολιτισμένη κοινωνία, η οποία ενδιαφέρεται «για την πρόοδο και τις ηθικές αξίες». Και ότι η ανάπτυξη θα έρθει μέσα από τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις. Αλλά αυτό δεν μπορεί να συμβεί ποτέ και έτσι είσαστε όλοι μαζί τα θύματα μίας τεράστιας Απάτης.
Δεν χρειάζεται να είσαστε σοφοί οικονομολόγοι για να το καταλάβετε. Αρκεί να ξέρετε απλή αριθμητική, η οποία «σπάει κόκκαλα», και να σκεφτείτε λίγο.
Ας μειώσουμε την ανθρωπότητα σε δύο ανθρώπους για να απλοποιήσουμε τους πολύπλοκους αριθμούς, οι οποίοι χρησιμεύουν ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΝΑ ΚΡΥΒΟΥΝ ΤΗΝ ΑΠΑΤΗ.
Έχουμε λοιπόν έναν τραπεζίτη και έναν αγρότη.
Ο τραπεζίτης έχει τέσσερα ευρώ στην τράπεζά του. Ο αγρότης δανείζεται 2 ευρώ και πρέπει να πληρώσει 1 για τόκο. Δανείστηκε δηλαδή 2 ευρώ και χρωστάει 3 ευρώ.
Μέσα σε κάποιο διάστημα επιστρέφει με δόσεις το 1 ευρώ στην τράπεζα σαν εξυπηρέτηση δανείου.
Τώρα ο αγρότης έχει 1 ευρώ και χρωστάει 2 ευρώ. Το ένα ευρώ είναι αδύνατον να βρεθεί γιατί απλά είναι αέρας, δεν υπάρχει! Η τράπεζα έχει 3 ευρώ και λογιστικά εμφανίζει 4.
Όπως γίνεται συνήθως ο αγρότης θα πάρει νέο δάνειο για την εξυπηρέτηση του παλαιού και για αγορά υλικών. Τώρα η κατάσταση διαμορφώνεται ως εξής:
Ο αγρότης έχει 1 ευρώ, παίρνει δάνειο 2 ευρώ και τώρα χρωστάει 5 ευρώ.
Ήδη υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Τα δάνεια που πρέπει να επιστραφούν είναι 5 ευρώ, αλλά υπάρχουν μόνο 4 ευρώ «σε όλη την αγορά».
Τώρα ο τραπεζίτης μπορεί με άνεση να ζητήσει πίσω το δάνειο και τον τόκο του. Ο αγρότης δεν μπορεί αν δώσει τα πέντε ευρώ (τρία του δανείου και δύο των τόκων) για τον απλούστατο λόγο ότι υπάρχουν μόνο τέσσερα ευρώ όλα κι όλα. Θα αναγκαστεί λοιπόν να πουλήσει φθηνά για να εξυπηρετήσει ένα μέρος του δανείου, αλλά δεν υπάρχει χρήμα για να του δώσουν. Επομένως ο τραπεζίτης θα του κατασχέσει το σπίτι και τα χωράφια του. Αν ο αγρότης ξαναδανειστεί, το μόνο που θα καταφέρει είναι να αυξήσει το χρέος του. Έτσι δημιουργείται πληθωρισμός, ύφεση, ανεργία, κλείνουν επιχειρήσεις, γίνονται κατασχέσεις, και γενικά συμβαίνουν όλα τα καλά του πολιτισμένου κόσμου που έχει αναθέσει την λειτουργία του στις τοκογλυφικές τράπεζες. Και όλα γίνονται με τον ιερό σκοπό να πληρωθεί το ιερό χρέος στις ιερές τράπεζες που πρέπει να έχουν το ιερό τους κέρδος «για να δίνουν δάνεια και να υπάρχει ανάπτυξη»...
Στο τέλος, «ξαφνικά» θα δημιουργηθεί ένας πόλεμος (από ποιους άραγε;), ο κόσμος θα σκοτωθεί, οι πόλεις θα καταστραφούν, οι τραπεζίτες θα «χάσουν» τα κεφάλαια-φαντάσματα και ο κύκλος θα ξανααρχίσει με νέα δάνεια και νέες επενδύσεις και φυσικά νέο γδάρσιμο.
Το ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑ και οι τραπεζίτες δεν θέλουν να καταλάβετε ότι αφού δανείζεστε με τόκο στο τέλος όλα συσσωρεύονται στην τσέπη τους.
Ακόμα και αν σας δανείζουν με 0,0000000001% τόκο, ΑΡΓΑ ΑΛΛΑ ΣΤΑΘΕΡΑ ο παγκόσμιος πλούτος θα συσσωρεύεται στην τσέπη τους.
Παρακαλώ μην βρεθεί κανένας «σπουδαγμένος» να αρχίσει τις οικονομικές θεωρίες που έμαθε στο πανεπιστήμιο. Είναι θεωρίες που έχουν δημιουργηθεί από πλούσιους, που ΠΟΤΕ στην ζωή τους δεν θα μάθουν τι σημαίνει ανεργία, χρέος, πείνα και έξωση. Είναι θεωρίες που έχουν σαν σκοπό την ισχυροποίηση του τοκογλυφικού συστήματος των τραπεζών.
Τα πράγματα είναι «κουκιά μετρημένα».
Και αν δεν το καταλαβαίνετε κακό του κεφαλιού σας.

ΟΙ ΣΙΩΠΗΛΟΙ

Μεσημέρι.
Στο δάσος.
Καλοκαιριάτικος αέρας φύσαγε καυτός και ελαφρύς ανάμεσα στα φύλλα. Η ησυχία ήταν εκκωφαντική. Τζιτζίκια ξεσήκωναν το μέρος. Πουλιά και έντομα πετούσαν γύρω. Μακριά στο βουνό, μέσα στην μπλε θολούρα του ουρανού, ένα γεράκι πετούσε ανιχνεύοντας το θύμα του.
Καθισμένος στην σκιά παρακολουθούσα το λιγοστό νερό που έτρεχε από την βρύση στην ρίζα ενός πλάτανου. Η ζέστη ήταν αφόρητη. Μια ευχάριστη μυρωδιά ξερού χόρτου υπήρχε στην ατμόσφαιρα.
Η σαύρα που από ώρα λιαζόταν πάνω σε μία πέτρα, ξεθαρρεμένη από την πολύωρη ακινησία μου, έτρεξε ξαφνικά να καλυφθεί κάτω από ένα ξερόκλαδο. Ταυτόχρονα, σπασίματα κλαδιών ακούστηκαν.
Κάποια σκιά ξεπρόβαλε από τους θάμνους. Ο κυνηγημένος άνθρωπος σύρθηκε γονατιστός στον ξέφωτο και μετά έπεσε μπρούμυτα, κάτω από τον καυτερό ήλιο, αδιαφορώντας για τα αγκάθια και τις πέτρες που υπήρχαν.
Πνιχτός λυγμός.
Συσπασμένα χέρια.
Ένα μπερδεμένο μουρμουρητό ακούστηκε από τον άνθρωπο που έκλαιγε. Ο βόγκος δυνάμωσε. Τέντωσα τα αυτιά μου γεμάτος περιέργεια. Ο λυγμός επαναλαμβανόταν όλο και πιο δυνατά. Ξεκαθάρισε:
-Συγνώμη Μικρέ Πατέρα. Συγνώμη Μεγάλε Πατέρα.
Ο λυγμός του έγινε κραυγή και αντιλάλησε στις βουνοκορφές.
Και εκείνες τον γύρισαν πίσω και τα φύλλα γύρω σαν να έτριξαν από την οδύνη.
Και ανατριχίλα διαπέρασε το δάσος.
Και όλα σώπασαν για μια στιγμή.
Και ο άνθρωπος με κοίταξε και είδε τον πόνο του στα μάτια μου. Κατέβασε το κεφάλι και χωρίς να τολμήσει να το ξανασηκώσει είπε:
-Εγώ φταίω για όλα.
Ήμουν απίστευτα τυχερός και απίστευτα ηλίθιος.
Βρήκα Εκείνο που δεν βρίσκεται και έχασα Εκείνο που δεν χάνεται.
Για την ακρίβεια Εκείνο με βρήκε.
Μου έμαθε για τον Μικρό που είναι η αντιπροσωπεία του Μεγάλου.
Μου άνοιξε τις πόρτες του Αδιανόητου.
Και είδα ότι όλα περνούν:
Περνούν τα χρόνια.
Περνούν οι άνθρωποι.
Περνούν οι φυλές.
Περνούν τα βουνά και η γη.
Περνάνε οι ήλιοι και τα σύμπαντα.
Περνά ο ίδιος ο χρόνος.
Αλλά Εκείνος μένει.
Τον ονόμασαν Αδιανόητο.
Τον είπαν Αδιευκρίνιστο.
Τον αποκάλεσαν Ανέκφραστο.
Και εγώ τον γνώρισα σαν Μεγάλο Πατέρα.
Έμαθα Εκείνο που δεν μαθαίνεται.
Αλλά ήμουν τεμπέλης.
Και ο χρόνος μου πέρασε ανώφελα.
Δεν είχα να πω τίποτε για τον Απροσδιόριστο εκτός από εκείνα που μου έμαθαν.
Ήξερα λίγα.
Χρειαζόντουσαν πολλά.
Και ο χρόνος μου τελείωσε.
Τότε ο Σκληρός «που θερίζει όπου δεν έσπειρε και μαζεύει όπου δεν σκόρπισε» ζήτησε την αμοιβή του.
Και έστειλε τους Σιωπηλούς.
Συνέβη όταν έφυγε ο Μικρός Πατέρας.
(Που αυτή είναι η δουλειά του: Ένας ηθοποιός ο οποίος μιμείται αυτό που δεν είναι.)
Γιατί τότε καταλαβαίνεις πόσο μικρός είσαι. Και καταλαβαίνεις Εκείνο που δεν εξηγείται.
Από τότε, κάθε τόσο, έρχονται οι Σιωπηλοί.
Φοβεροί, κρύβονται μέσα στο σκοτάδι της μέρας.
Τρομεροί φέγγουν στο φως της νύχτας.
Φριχτοί, ξεκουφαίνουν με την σιγαλιά τους.
Καβαλούν ανήμερα άλογα.
Ανεβοκατεβαίνουν τον Κόσμο.
Ίδιοι Άγγελοι του Θανάτου.
Και απαιτούν Εκείνο που δεν μπορεί να πληρωθεί.
Μετατρεπόμενοι σε φρικτά τέρατα.
Φοβερές Ερινύες.
Με νύχια γαμψά και σουβλερά δόντια.
Ρωτούν Εκείνο που δεν απαντιέται.
Απαιτώντας τον μισθό τους.
Και εγώ το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να τρέχω για να ξεφύγω.
Εκλιπαρώντας έλεος από τον Μεγάλο Πατέρα.
Και κανείς δεν υπάρχει για να με ακούσει.
Διότι ο Μικρός μου έδωσε το σώμα μου.
Ο Μεγάλος την ψυχή μου.
Και οι Σιωπηλοί την ευκαιρία.
Και ρωτούν:
-Τι έμαθες από Εκείνο που δεν μαθαίνεται;
-Τι έπλασες από το Ανύπαρκτο;
-Τι κατάλαβες από το Ακατανόητο;
-Γιατί κάλεσες τον Απροσδιόριστο και μετά τον ξέχασες;
Τρομερά μάτια με κοιτούν.
Τρομερά χείλια μου χαμογελούν σιδερένια χαμόγελα.
Τρομερά νύχια με γραπώνουν απαιτώντας απάντηση. Νύχια κοφτερά αετού τεράστιου. Μπήγονται στην σάρκα ξεσκίζοντας δέρμα και τένοντες. Σκαλώνοντας στα κόκαλα. Παγιδεύοντας.
Και το μόνο που μου μένει είναι να φωνάξω ανώφελα:
«Συγνώμη Μικρέ Πατέρα, Συγνώμη Μεγάλε Πατέρα».
Και τρέχοντας ξεφεύγω για λίγο. Όσο χρειάζεται για να ξεχάσω.
Μα μετά οι Σιωπηλοί ξανάρχονται.
(Και έτσι τουλάχιστον όλο και κάτι μαθαίνω. Ίσως.)
Ο άνθρωπος ανασηκώθηκε, κοίταξε γύρω και εξαφανίσθηκε στα βάτα. Από μακριά ακούστηκε ο θρήνος του πολλαπλασιασμένος από τον αντίλαλο του λόφου:
«Συγνώμη Μικρέ Πατέρα, Συγνώμη Μεγάλε Πατέρα».
Και τότε κατάλαβα ότι εκείνος ο φυγάς έπαιξε για μένα τον ρόλο των Σιωπηλών.
Που με καταδιώκουν όταν έχω ξεχάσει.
Για να μου θυμίσουν το χρέος μου στον Σκληρό.
Τρομερά μάτια με κοίταξαν.
Τρομερά χείλια μου χαμογέλασαν σιδερένια χαμόγελα.
Τρομερά νύχια με γράπωσαν απαιτώντας απάντηση.
Και τρέμοντας από θλίψη φώναξα συντριμμένος:
«Συγνώμη Μικρέ Πατέρα, Συγνώμη Μεγάλε Πατέρα».
Και η κραυγή μου πολλαπλασιάστηκε στο φαράγγι.
Ανώφελα.
Και οι Σιωπηλοί καμώθηκαν ότι με έχασαν.
Γέλασαν χαιρέκακα.
Ο απαίσιος ήχος πολλαπλασιάστηκε από το βουνό και βρόντησε μέσα στην ησυχία του μεσημεριού.
Και άρχισα να τρέχω για να ξεφύγω.
Ανώφελα.

Γνωμικά

Ο ουρανός δεν καθρεφτίζεται σε μία ταραγμένη λίμνη. Ούτε και σε μία ταραγμένη ψυχή.
Και πολύ περισσότερο σε μία λασπωμένη.
Σκεφτείτε πόσες ώρες κάθε ημέρα περνάτε μέσα σε καταστάσεις φόβου, λύπης, ζήλειας, υπερηφάνειας, λαιμαργίας, αδιαφορίας, μίσους, αδιαλλαξίας, απελπισίας, υποκρισίας, απληστίας και τόσων άλλων «ανθρώπινων» συναισθημάτων.
Αν το κάνετε αυτό θα καταλάβετε γιατί δεν μπορείτε να δείτε τον ουρανό, και γιατί είσαστε μόνιμα "μαυρισμένοι".
Και θα καταλάβετε επίσης γιατί η ανθρωπότητα βρίσκεται στην κατάσταση στην οποία βρίσκεται. και γιατί δεν θα αλλάξει ποτέ. Γιατί για να αλλάξει πρέπει να αλλάξετε εσείς. Αλλά όμως κανένας δεν θέλει να αλλάξει. Ούτε καν εγώ που σας το προτείνω.

6 Νοεμβρίου 2016

Το στριφνό βιβλίο (ΕΣΕΙΣ ΘΑ ΤΟ ΚΑΝΑΤΕ ΑΥΤΟ;)

Βαριά με κατατρέχει εμμονή με το θέμα της παλικαροσύνης. Αυτό που λέμε ανδρισμός. Όχι του ανδρισμού που δείχνει ο ισχυρός στον αδύναμο. Αλλά το θάρρος, η υπερηφάνεια (η σωστή) και η επιμονή κάποιου ατόμου (είτε είναι άντρας είτε γυναίκα) στο δίκαιο. Το παλικάρι ή η παλικαρού (όπως θα λέγανε στην Κρήτη) κάνει κάποιες συγκεκριμένες δράσεις. Υπάρχει μια συγκεκριμένη ψυχολογική γεύση σε αυτό. Μια μυρωδιά που δεν περιγράφεται. Ένας κραδασμός που τραντάζει και δονεί μέχρι τα μύχια βάθη της συνείδησης (της όποιας έχουμε ακόμα).
Το να περιγράψεις αυτό το πράγμα είναι σχεδόν αδύνατο. Μοιάζει με την προσπάθεια να περιγράψεις τι αισθάνεσαι μπροστά σε ένα μεγαλειώδες ηλιοβασίλεμα σε κάποιον που δεν έχει δει ποτέ ούτε τον ήλιο. Μπορεί όμως να βρεθούν μερικές παραβολές. Κάποια πράγματα είναι καλά παραδείγματα της συγκεκριμένης έννοιας:
-Ο λαϊκός ποιητής λέει στον μάγκα: «Μη βαροχτυπάς τα ζάρια, όσοι είναι παλικάρια την ζωή τους την περνούν στις σκαλωσιές». Όσοι είναι παλικάρια θυσιάζονται εκπληρώνοντας τις υποχρεώσεις τους.
Εσείς θα το κάνατε αυτό; 

-Το 1897 ο στόλος των τότε μεγάλων δυνάμεων άρχισε να βομβαρδίζει το φρούριο που κατείχαν οι Κρήτες. Είχαν σκοπό να πνίξουν την επανάσταση. Όταν μία οβίδα θρυμμάτισε τον ιστό της σημαίας ο Καγιαλεδάκης την πήρε και όρθιος στο τείχος την ύψωσε με κοντάρι το σώμα του. Τότε οι ναύαρχοι (προς τιμήν τους) διέταξαν άμεση παύση του βομβαρδισμού και σάλπαραν ενώ τα πληρώματα ζητωκραύγαζαν και χειροκροτούσαν. Στην Ευρώπη ξέσπασε «θύελλα» όταν μαθεύτηκε το γεγονός. Σήμερα βέβαια θα τον σκότωνε τσάκα τσάκα κάποιος επαγγελματίας σκοπευτής (που απλά θα έκανε την δουλειά του) και τα κανάλια θα σιωπούσαν, αλλά τέλος πάντων…
Εσείς θα το κάνατε αυτό;

-Η κόρη κεντάει σκουτιά και ο ερωτευμένος, γιος του βασιλιά, της τα ζητάει για όσα χρήματα αυτή θέλει. «Για να την θυμάται τις βραδιές που δεν κοιμάται». Και εκείνη υπερήφανη και ανυπότακτη δεν εντυπωσιάζεται από τα ασκέρια που τον συνοδεύουν ούτε από τα χρυσά του νομίσματα. Αντίθετα «αγοράζει» τον πρίγκιπα. Του τα δίνει τζάμπα «αν ορίσει πιο σιμά και την φιλήσει».
Εσείς θα το κάνατε αυτό;

-Αγγελιοφόροι βγαίνουν από το Αρκάδι. Σπάνε τον εχθρικό κλοιό και ζητούν βοήθεια. Οι υπόλοιποι Κρήτες όμως δεν μπορούσαν να βοηθήσουν. Και αυτοί έσπασαν πάλι τον κλοιό και φέρανε τα άσχημα μαντάτα στους αποκλεισμένους. Και την άλλη μέρα πέθαναν μαζί τους.
Εσείς θα το κάνατε αυτό;

-Το παλικάρι στο παλιό ριζίτικο ζητάει από την μάνα του να φιλοξενήσει τους συγγενείς και φίλους που θα έρθουν. Να τους βάλει να φάνε και να κοιμηθούνε για να ξεκουραστούν. Και μόνο την άλλη μέρα, την ώρα που θα φεύγουνε, ξεκούραστοι πια, να τους πει ότι ο γιος της σκοτώθηκε. Παλικάρι γιος και παλικάρι μάνα.
Εσείς θα το κάνατε αυτό;

-Και τέλος ο Διγενής (σε τραγούδι της τάβλας) ψυχορραγεί τρομερός και ακατάβλητος. Και ψάχνει τρόπο, σε αυτή την κατάσταση, να ανέβει στον ουρανό. Και «να δώσει σείσμα τ’ ουρανού». Να κουνήσει το σύμπαν.
Εσείς θα το κάνατε αυτό;

Ποιο όνομα; Ποια Μακεδονία;

Α, ρε σοφέ Μητσοτάκη!
Ο Μεγάλος είχε δηλώσει πριν πολύ-πολύ καιρό (13 Φεβρουαρίου 1993) αναφερόμενος στο πρόβλημα του ονόματος της Μακεδονίας: «Σε δέκα χρόνια θα το έχουμε ξεχάσει».
Έγινε ένας σχετικός πανικός και όλοι οι επαγγελματίες πατριδολάγνοι έψαλαν με ιερή αγανάκτηση το μακρύ τους και το κοντό τους.
Σήμερα, 23 χρόνια μετά, στα ξένα βίντεο οι ευρωπαίοι και αμερικανοί αναφέρουν ΞΕΚΑΘΑΡΑ τα Σκόπια με το όνομα Μακεδονία, αλλά οι ελληνικοί υπότιτλοι για τους χαχόλους/πρόβατα/ψηφοφόρους καταναλωτές γκάτζετ και 4G κινητών του Ελλαντιστάν, γράφουν ΠΓΔΜ! Αν προσέξετε θα το «τσακώσετε» να συμβαίνει.
Και ο μεταφραστής του Google μεταφράζει μεν το ΠΓΔΜ σαν FYROM, αλλά το πγδμ το μεταφράζει Macedonia…
Όσο για τους χάρτες του Google αναφέρουν φαρδιά πλατιά τα Σκόπια σαν Μακεδονία. Πάλι καλά που καταδέχονται να μας κάνουν την χάρη να βάζουν μέσα σε παρένθεση FYROM.
Βέβαια, σε λιγάκι θα το αφαιρέσουν και αυτό για να μην ζορίζονται και οι μηχανές αναζήτησης.
Τώρα αν σας πω ότι το όνομα «πάει καλιά του» και ότι στις επόμενες εκλογές αυτοί που θα σας ζητάνε την ψήφο σας θα σας δουλεύουν χοντρά όταν θα διατυμπανίζουν ότι «το όνομα είναι αδιαπραγμάτευτο», ΠΡΟΦΑΝΩΣ δεν θα με πιστέψετε έτσι;


5 Νοεμβρίου 2016

Μεταφορά φωτιάς

Οι περισσότεροι από εσάς δεν ενδιαφέρεστε για τέτοια θέματα. Οι περισσότεροι μάλιστα δεν μπορείτε καν να ασχοληθείτε. Είσαστε εγκλωβισμένοι σε ένα διαμέρισμα/κοτέτσι και όλη μέρα -μέσα σε μία κοινωνία/φυλακή- δουλεύετε σε μία δουλειά/κάτεργο για να πληρώσετε λογαριασμούς.
Παρ’ όλα αυτά δεν είναι άσχημα να ξέρετε για αυτά τα πράγματα. Με την παγκόσμια (ΑΠΟ ΠΟΙΟΥΣ ΑΡΑΓΕ) επιβαλλόμενη πολιτική της βίαιης ανάμιξης χριστιανών και μουσουλμάνων, μόνο προβλήματα μπορούν να προκύψουν.
Και η παροιμία λέει ΜΑΘΕ ΤΕΧΝΗ ΚΙ ΑΣΤΗΝΕ…

30 Οκτωβρίου 2016

Το στριφνό βιβλίο (ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ)

Κοίταζα τον σωρό από πέτρες που κάποτε ήταν ο ναός της Ήρας στην Ολυμπία. Κάπου εκεί κοντά γινόταν και η τελετή της Αφής. Νοσταλγία με πλημμύρισε για μια εποχή που πέρασε ανεπιστρεπτί και που όλοι την εκμεταλλεύονται ασύστολα. Πάντα έτσι γίνεται: «Δρυός πεσούσης πάς ανήρ ξυλεύεται». Η χολυγουντιανή μας βλακεία με σκέπασε και με έπνιξε δένοντας έναν κόμπο αναγούλας και οργής στον λαιμό μου. Τράβηξα ένα νοερό ξίφος απειλώντας τους χαζοχαρούμενους επισκέπτες που συμπεριφέρονταν σαν να βρίσκονταν στο χωράφι του παππού τους. Ο ήλιος καλύφθηκε από ένα μαύρο νέφος και η ξαφνική δροσιά με έκανε να ανατριχιάσω. Σήκωσα ψηλά το σπαθί μου και φοβερίζοντας το σύννεφο κραύγασα την αρχαία ιαχή: «Αλαλά, Αλαλά, Αλαλά».
Με το ραχοκόκαλο ανατριχιασμένο άρχισα να χτυπώ τα πόδια μου σε έναν αυτοσχέδιο πολεμικό χορό. Ο αέρας γέμισε ανοιξιάτικα αρώματα και συνεπαρμένος έκλεισα τα μάτια.
Μία λάμψη φώτισε τα βαριά σύννεφα που κάλυπταν τον μεσημεριανό ουρανό. Ο ήχος του κεραυνού τράνταξε την γη τρομάζοντας τα παιδιά που είχαν μαζευτεί μαζί με τις μητέρες τους στους χαμηλούς λόφους γύρω από τον ναό για να παρακολουθήσουν από μακριά την Αφή της Ιερής Φλόγας. Οι θεατές στο στάδιο τυλίχτηκαν στους χιτώνες τους καθώς το αεράκι που φύσαγε δρόσισε υπερβολικά. Επικρατούσε ησυχία παρά το μεγάλο πλήθος που είχε μαζευτεί. Ξαφνικά ένα σιγανό μουρμουρητό έστρεψε την προσοχή προς την Στοά.
Οι Γυμνίτες οπλισμένοι με ασπίδες, δόρατα και περικεφαλαίες, έχοντας έναν μακρύ κόκκινο μανδύα κρεμασμένο στον ώμο, βγήκαν μέσα από την Στοά και παρατάχθηκαν σε δύο γραμμές δημιουργώντας μια τιμητική φρουρά στην είσοδο του σταδίου. Οι αξιότεροι νέοι των Ελληνίδων πόλεων, αδιάφοροι στο ασυνήθιστο για την εποχή κρύο, περίμεναν για να υποδεχτούν την Φλόγα.
-Ουαί, Ουαί, Ουαί.
Η κραυγή των Γυμνιτών σηματοδότησε την έναρξη της τελετής, προειδοποιώντας ότι ο χώρος ήταν για λίγο Άβατος. Ο ίδιος ο Φοίβος Απόλλων (ο καταστροφέας του Δράκοντα) θα πατούσε στην γη. Τύμπανα άρχισαν να χτυπούν πίσω από τον λοφίσκο.
Γύρω στην Εστία ένα κύκλος από γέρους παλαίμαχους, αρματωμένους με βαριές μπρούτζινες πανοπλίες, με χοντρά λουριά από βοδινό δέρμα να συγκρατούν τα μεταλλικά μέρη, οπλισμένοι με ξίφη και δόρατα προτεταμένα προς τα έξω επιθεωρούσε την γύρω περιοχή. Όλοι είχαν στραμμένη την πλάτη στον βωμό με το χάλκινο κάτοπτρο. Ο αρχηγός κάρφωσε το ακόντιό του στο έδαφος και τράβηξε το σπαθί του. Τότε σύσσωμη η φρουρά φώναξε:
-Εκάς οι βέβηλοι.
Η φοβερή απαγόρευση πλημμύρησε τον χώρο και έκανε τις καρδιές των ακροατών να ριγήσουν. Όλοι ήξεραν ότι οι φρουροί θα σκότωναν αδίστακτα οιονδήποτε ασεβή τολμούσε να προσεγγίσει.
Η σιγή, νεκρική, απλώθηκε παντού…
Εκείνη την στιγμή η Γηραιά Πρωθιέρεια βγήκε από τον Ναό της Θεάς Μητέρας.
Πλησίασε στο κάτοπτρο περιστοιχιζόμενη από τις Παρθένες Ιέρειες της Ήρας. Γονάτισε στο δεξί γόνατο και σηκώνοντας τα χέρια ψηλά κάλεσε τον Φωτοδότη να ανάψει την Δάδα. Έσκυψε και παίρνοντας το κλωνάρι της ελιάς που στην άκρη του είχε στερεωμένο ένα κομμάτι ίσκα, το τοποθέτησε στο κέντρο του γυαλιστερού κάτοπτρου.
Η ανυπομονησία ξεχείλισε από τις καρδιές του πλήθους. Φούσκωσε και τράνεψε και πλημμυρώντας τους λόφους κάλυψε τα δέντρα και σηκώθηκε μέχρι τον ουρανό.
Τότε, σαν από θαύμα, τα σύννεφα έσκισαν στα δύο αφήνοντας μια μεγάλη ρωγμή. Ο φωτεινός δίσκος του ηλίου φάνηκε χαρίζοντας καυτό φως στην πεδιάδα. Οι ακτίνες κατέβηκαν γοργές και έλαμψαν μέσα στο χάλκινο κοίλωμα που, τα πολύ παλιά χρόνια, είχαν κατεργαστεί οι καλύτεροι μεταλλουργοί, καθορισμένοι με χρησμό από το Μαντείο των Δελφών.
Με την καρδιά γεμάτη ευλάβεια οι Φρουροί, οι Γυμνίτες και τα πλήθη περίμεναν την αφή της Δάδας από τον Θεό. Όλοι γνώριζαν ότι οι ακτίνες συγκεντρωμένες από το κάτοπτρο μπορούσαν να κάνουν αυτή την δουλειά χωρίς την παρέμβαση κανενός θεού, αλλά όμως, όλοι προτιμούσαν να δουν, στο πεζό αυτό γεγονός, την θαυματουργή παρέμβαση του Φοίβου.
Η Δάδα έτριξε, κάπνισε και η φλόγα έλαμψε ζωηρή στο μεσημεριάτικο φως.
Οι Ιέρειες και οι Φρουροί περικύκλωσαν την Γηραιά Δαδούχο και όλοι μαζί κίνησαν για την στοά που έφερνε στο στάδιο. Τα βαριά χτυπήματα των ποδιών της φρουράς ακούγονταν να δονούν ρυθμικά μέσα στην σιωπή του σταδίου.
Με την έξοδο της Πρωθιέρειας από την στοά οι Γυμνίτες έριξαν τα όπλα τους στον διάδρομο, σκεπάστηκαν με τους άλικους μανδύες τους και γονάτισαν μπροστά στο φως του θεού.
Η ιερή φωτιά πέρασε πάνω από τα αστραφτερά όπλα, δείχνοντας τον ειρηνικό της χαρακτήρα, και η Δαδούχος την βύθισε στον βωμό του Δία που βρισκόταν σε περίοπτη θέση στο στάδιο. Φλόγες ξεπήδησαν μέσα από τα φρύγανα και άπλωσαν ζωηρά στα ξύλα της ελιάς που βρίσκονταν επάνω.
Τότε ξαφνικά από τα γειτονικά δέντρα ξεχύθηκε ένα σμήνος ανθρώπων με λευκούς χιτώνες. Σείστρα, σάλπιγγες, φωνές, κύμβαλα, σύριγγες και άσκαυλοι δημιούργησαν για λίγο ένα μικρό πανδαιμόνιο. Έπειτα οι ήχοι καταλάγιασαν σε έναν ρυθμικό παιάνα και οι Γυμνίτες, αρπάζοντας τα όπλα τους άρχισαν έναν αργό πυρρίχιο γύρω στον βωμό.

Το χαλικάκι κάρφωσε με δύναμη την φτέρνα μου, έτσι όπως χώθηκε μέσα στο σανδάλι. Ο σουβλερός πόνος με έκανε να ανοίξω τα μάτια. Κούνησα το πόδι δεξιά αριστερά, κοιτώντας με μίσος το χαλίκι, που πετάχτηκε αδιάφορο, και στολίζοντάς το με διάφορα κοσμητικά επίθετα.
Αλλά αυτή είναι η κατάσταση του ύπνου μας. Αρκούσε ένα χαλίκι για να λειτουργήσει ο νόμος
της βαρύτητας και να συντριβώ, ψυχή τε και σώματι, στην ζοφερή πραγματικότητα. Δάκρυσα λίγο.  
Λόγω του πόνου στην φτέρνα.