Κοίταζα τον σωρό από πέτρες που κάποτε ήταν ο ναός της Ήρας στην Ολυμπία. Κάπου εκεί κοντά γινόταν και η τελετή της Αφής. Νοσταλγία με πλημμύρισε για μια εποχή που πέρασε ανεπιστρεπτί και που όλοι την εκμεταλλεύονται ασύστολα. Πάντα έτσι γίνεται: «Δρυός πεσούσης πάς ανήρ ξυλεύεται». Η χολυγουντιανή μας βλακεία με σκέπασε και με έπνιξε δένοντας έναν κόμπο αναγούλας και οργής στον λαιμό μου. Τράβηξα ένα νοερό ξίφος απειλώντας τους χαζοχαρούμενους επισκέπτες που συμπεριφέρονταν σαν να βρίσκονταν στο χωράφι του παππού τους. Ο ήλιος καλύφθηκε από ένα μαύρο νέφος και η ξαφνική δροσιά με έκανε να ανατριχιάσω. Σήκωσα ψηλά το σπαθί μου και φοβερίζοντας το σύννεφο κραύγασα την αρχαία ιαχή: «Αλαλά, Αλαλά, Αλαλά».
Με το ραχοκόκαλο ανατριχιασμένο άρχισα να χτυπώ τα πόδια μου σε έναν αυτοσχέδιο πολεμικό χορό. Ο αέρας γέμισε ανοιξιάτικα αρώματα και συνεπαρμένος έκλεισα τα μάτια.
Μία λάμψη φώτισε τα βαριά σύννεφα που κάλυπταν τον μεσημεριανό ουρανό. Ο ήχος του κεραυνού τράνταξε την γη τρομάζοντας τα παιδιά που είχαν μαζευτεί μαζί με τις μητέρες τους στους χαμηλούς λόφους γύρω από τον ναό για να παρακολουθήσουν από μακριά την Αφή της Ιερής Φλόγας. Οι θεατές στο στάδιο τυλίχτηκαν στους χιτώνες τους καθώς το αεράκι που φύσαγε δρόσισε υπερβολικά. Επικρατούσε ησυχία παρά το μεγάλο πλήθος που είχε μαζευτεί. Ξαφνικά ένα σιγανό μουρμουρητό έστρεψε την προσοχή προς την Στοά.
Οι Γυμνίτες οπλισμένοι με ασπίδες, δόρατα και περικεφαλαίες, έχοντας έναν μακρύ κόκκινο μανδύα κρεμασμένο στον ώμο, βγήκαν μέσα από την Στοά και παρατάχθηκαν σε δύο γραμμές δημιουργώντας μια τιμητική φρουρά στην είσοδο του σταδίου. Οι αξιότεροι νέοι των Ελληνίδων πόλεων, αδιάφοροι στο ασυνήθιστο για την εποχή κρύο, περίμεναν για να υποδεχτούν την Φλόγα.
-Ουαί, Ουαί, Ουαί.
Η κραυγή των Γυμνιτών σηματοδότησε την έναρξη της τελετής, προειδοποιώντας ότι ο χώρος ήταν για λίγο Άβατος. Ο ίδιος ο Φοίβος Απόλλων (ο καταστροφέας του Δράκοντα) θα πατούσε στην γη. Τύμπανα άρχισαν να χτυπούν πίσω από τον λοφίσκο.
Γύρω στην Εστία ένα κύκλος από γέρους παλαίμαχους, αρματωμένους με βαριές μπρούτζινες πανοπλίες, με χοντρά λουριά από βοδινό δέρμα να συγκρατούν τα μεταλλικά μέρη, οπλισμένοι με ξίφη και δόρατα προτεταμένα προς τα έξω επιθεωρούσε την γύρω περιοχή. Όλοι είχαν στραμμένη την πλάτη στον βωμό με το χάλκινο κάτοπτρο. Ο αρχηγός κάρφωσε το ακόντιό του στο έδαφος και τράβηξε το σπαθί του. Τότε σύσσωμη η φρουρά φώναξε:
-Εκάς οι βέβηλοι.
Η φοβερή απαγόρευση πλημμύρησε τον χώρο και έκανε τις καρδιές των ακροατών να ριγήσουν. Όλοι ήξεραν ότι οι φρουροί θα σκότωναν αδίστακτα οιονδήποτε ασεβή τολμούσε να προσεγγίσει.
Η σιγή, νεκρική, απλώθηκε παντού…
Εκείνη την στιγμή η Γηραιά Πρωθιέρεια βγήκε από τον Ναό της Θεάς Μητέρας.
Πλησίασε στο κάτοπτρο περιστοιχιζόμενη από τις Παρθένες Ιέρειες της Ήρας. Γονάτισε στο δεξί γόνατο και σηκώνοντας τα χέρια ψηλά κάλεσε τον Φωτοδότη να ανάψει την Δάδα. Έσκυψε και παίρνοντας το κλωνάρι της ελιάς που στην άκρη του είχε στερεωμένο ένα κομμάτι ίσκα, το τοποθέτησε στο κέντρο του γυαλιστερού κάτοπτρου.
Η ανυπομονησία ξεχείλισε από τις καρδιές του πλήθους. Φούσκωσε και τράνεψε και πλημμυρώντας τους λόφους κάλυψε τα δέντρα και σηκώθηκε μέχρι τον ουρανό.
Τότε, σαν από θαύμα, τα σύννεφα έσκισαν στα δύο αφήνοντας μια μεγάλη ρωγμή. Ο φωτεινός δίσκος του ηλίου φάνηκε χαρίζοντας καυτό φως στην πεδιάδα. Οι ακτίνες κατέβηκαν γοργές και έλαμψαν μέσα στο χάλκινο κοίλωμα που, τα πολύ παλιά χρόνια, είχαν κατεργαστεί οι καλύτεροι μεταλλουργοί, καθορισμένοι με χρησμό από το Μαντείο των Δελφών.
Με την καρδιά γεμάτη ευλάβεια οι Φρουροί, οι Γυμνίτες και τα πλήθη περίμεναν την αφή της Δάδας από τον Θεό. Όλοι γνώριζαν ότι οι ακτίνες συγκεντρωμένες από το κάτοπτρο μπορούσαν να κάνουν αυτή την δουλειά χωρίς την παρέμβαση κανενός θεού, αλλά όμως, όλοι προτιμούσαν να δουν, στο πεζό αυτό γεγονός, την θαυματουργή παρέμβαση του Φοίβου.
Η Δάδα έτριξε, κάπνισε και η φλόγα έλαμψε ζωηρή στο μεσημεριάτικο φως.
Οι Ιέρειες και οι Φρουροί περικύκλωσαν την Γηραιά Δαδούχο και όλοι μαζί κίνησαν για την στοά που έφερνε στο στάδιο. Τα βαριά χτυπήματα των ποδιών της φρουράς ακούγονταν να δονούν ρυθμικά μέσα στην σιωπή του σταδίου.
Με την έξοδο της Πρωθιέρειας από την στοά οι Γυμνίτες έριξαν τα όπλα τους στον διάδρομο, σκεπάστηκαν με τους άλικους μανδύες τους και γονάτισαν μπροστά στο φως του θεού.
Η ιερή φωτιά πέρασε πάνω από τα αστραφτερά όπλα, δείχνοντας τον ειρηνικό της χαρακτήρα, και η Δαδούχος την βύθισε στον βωμό του Δία που βρισκόταν σε περίοπτη θέση στο στάδιο. Φλόγες ξεπήδησαν μέσα από τα φρύγανα και άπλωσαν ζωηρά στα ξύλα της ελιάς που βρίσκονταν επάνω.
Τότε ξαφνικά από τα γειτονικά δέντρα ξεχύθηκε ένα σμήνος ανθρώπων με λευκούς χιτώνες. Σείστρα, σάλπιγγες, φωνές, κύμβαλα, σύριγγες και άσκαυλοι δημιούργησαν για λίγο ένα μικρό πανδαιμόνιο. Έπειτα οι ήχοι καταλάγιασαν σε έναν ρυθμικό παιάνα και οι Γυμνίτες, αρπάζοντας τα όπλα τους άρχισαν έναν αργό πυρρίχιο γύρω στον βωμό.
Το χαλικάκι κάρφωσε με δύναμη την φτέρνα μου, έτσι όπως χώθηκε μέσα στο σανδάλι. Ο σουβλερός πόνος με έκανε να ανοίξω τα μάτια. Κούνησα το πόδι δεξιά αριστερά, κοιτώντας με μίσος το χαλίκι, που πετάχτηκε αδιάφορο, και στολίζοντάς το με διάφορα κοσμητικά επίθετα.
Αλλά αυτή είναι η κατάσταση του ύπνου μας. Αρκούσε ένα χαλίκι για να λειτουργήσει ο νόμος
της βαρύτητας και να συντριβώ, ψυχή τε και σώματι, στην ζοφερή πραγματικότητα. Δάκρυσα λίγο.
Λόγω του πόνου στην φτέρνα.