Μυρωδιά μούχλας απλώθηκε στην ατμόσφαιρα.
Σαν να άνοιγε μετά από πολλά χρόνια ένα δωμάτιο κλειστό. Έπειτα η μυρωδιά έγινε τόσο δυσάρεστη που άρχισε να αποκτά μια αδιόρατη ευχάριστη γεύση. Σαν νέκταρ λουλουδιού όπως το αισθάνεσαι όταν πιπιλάς τον κάλυκά του. Το στομάχι μου ανακατεύτηκε από την ένταση και ανασηκώθηκα απορημένος.
Στο παρκάκι με τα λιγοστά και αναιμικά δεντράκια δεν υπήρχαν δωμάτια κλειστά από χρόνια. Και ο γέρος που πέρναγε δεν μπορούσε να ανοίξει ανύπαρκτες πόρτες. Ξερόβηξα με δυσαρέσκεια και ο γέρος κοντοστάθηκε και με κοίταξε.
Τον κοίταξα και εγώ.
Τα μάτια του, φρικτές καταβόθρες, σκοτείνιασαν και ένας τρομερός ανεμορούφουλας με κατάπιε. Χάθηκε η πόλη, το παρκάκι, οι θόρυβοι και τα καυσαέρια των αυτοκινήτων.
Το μόνο που υπήρχε ήταν ο Ξένος και εγώ.
Και η μυρωδιά μετατράπηκε σε θανατερό άρωμα.
Τα μάτια του Ξένου έκαιγαν, φωτιές αδηφάγες και ανέστιες. Στο χέρι του κράταγε ένα τραχύ ξύλο. Στην μία του άκρη στερεωμένες τρεις λεπίδες κατάμαυρου οψιδιανού απειλούσαν με την όψη τους. Καταλάβαινες πόσο κοφτερές ήταν γιατί σχεδόν πλήγωναν το μάτι.
Ήρθε κοντά μου.
-Όλοι το μαθαίνουν. Όλοι. Για αυτόν που έχει αντίληψη ένα απλό σημάδι είναι αρκετό, γιατί η σαφήνεια είναι το στολίδι των σκέψεων.
Ο Ξένος κούνησε το δάχτυλό του μπροστά στο πρόσωπό μου με μία βεβαιότητα απέραντη. Δεν υπήρχε αμφιβολία γι΄ αυτό και το γεγονός δεν επιδεχόταν αντίρρηση.
-Αλλά όμως οι περισσότεροι διαλέγουν να το ξεχάσουν.
Πήρε μια έκφραση λύπης. Με το χέρι σφιγμένο σε γροθιά και προτεταμένο τον δείκτη με χτύπησε μερικές φορές στο στήθος. Το δάχτυλο έμοιαζε με ανεμοδαρμένο κλαδί. Ο υπόκωφος κρότος που έκανε πάνω στο στέρνο μου με ανατρίχιασε ανεξήγητα. Σκοτεινές δυνάμεις, έξω από την αντίληψή μου, με περικύκλωσαν.
-Και οι υπόλοιποι το αναβάλλουν για αργότερα.
Η έκφραση λύπης μεταλλάχθηκε κοιτώντας με περιφρονητικά.
Με παρατήρησε άγρια.
Τα μάτια του σαν πυρωμένα βελόνια ξετρύπησαν το πετσί μου σκάβοντας βαθιά μέσα μου. Το κάψιμο από το βλέμμα του σάρωσε τα βάθη του εαυτού μου ανάβοντας φωτιές απόγνωσης.
-Το να υπάρχεις είναι καλό.
Όμως το να ζεις είναι κάτι άλλο.
Για αυτό έχω αναλάβει να ξαναθυμίσω σε όλους την ύπαρξη των Τεσσάρων. Αλλά πριν θα κάνω την απαιτούμενη ερώτηση: Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να σου θυμίσω αυτό που προτίμησες να ξεχάσεις; Μετά, έτσι κι αλλιώς, δεν θα υπάρχει πια δικαιολογία για σένα. Αλλά όμως δεν υπάρχει σύγκριση ανάμεσα σε αυτό που χάθηκε μετά από προσπάθεια και σε αυτό που χάθηκε χωρίς προσπάθεια.
Σταμάτησε για μια στιγμή που έμοιασε με αιώνα.
-Όλοι το μαθαίνουν, όλοι.
Επανέλαβε τα λόγια ουσιαστικά ρωτώντας με. Και εγώ, με κομμένη ανάσα από την εσωτερική φωτιά που μου άναψε το κοφτερό μάτι του, έγνεψα δειλά με το κεφάλι. Χαμογέλασε και με μεγαλοπρέπεια απομακρύνθηκε δύο βήματα. Όρθωσε το ανάστημά του και αισθάνθηκα να μικραίνω. Οι καταχθόνιοι κραδασμοί που υπέβοσκαν στον τόνο της φωνής του δόνησαν στο περιβάλλον. Λες και η γη κούνησε. Ο Ξένος άρχισε να μιλά:
-Είναι Τέσσερις Αδελφοί.
Φύλακες του Άπειρου. Κάτοχοι του Σύμπαντος.
Υπάρχουν από την αρχή του Χρόνου. Πατέρας τους είναι το Χάος. Το Έρεβος τους μεγάλωσε. Η Ειμαρμένη τους εκπαίδευσε. Η Μοίρα τους όπλισε. Κανείς δεν μπορεί να τους αντισταθεί γιατί η Δικαιοσύνη είναι η ασπίδα τους. Καβαλούν μαύρα, σαν την νύχτα, άτια.
Χωρίς χαλινάρια, αναβάτης και άλογο λες και είναι ένα πράμα.
Στο δεξί τους χέρι κραδαίνουν δρεπάνια.
Στο αριστερό κρατούν σαν τρόπαια αρμαθιές από καρδιές θνητών. Διαγουμίζουν τα ανθρώπινα κοπάδια. Ερευνούν μυαλά και ελέγχουν προθέσεις. Αδιαφιλονίκητοι δικαστές σε αδυσώπητη δίκη. Κόβουν τα κορδόνια που κρατούν τον άνθρωπο ολόκληρο.
Όταν διαταχθούν.
Για να γίνεται αυτό που πρέπει.
Είναι τέσσερις γιατί και ο άνθρωπος είναι τέσσερις.
Έχει σώμα, πνεύμα, εαυτό και ψυχή.
Και οι τέσσερις Μεγάλοι ελέγχουν τα τέσσερα Μικρά.
Οι δύο Πρώτοι...
Θανατηφόροι ταχυδρόμοι που επισκέπτονται όλους.
Είναι μαζί. Κρατούν στα χέρια τους σιδερένια δρεπάνια που, σκουριασμένα από το αίμα, στάζουν Οδύνη στις καρδιές των θνητών (που είναι νεκροί, με εξαίρεση εκείνους που ξέρουν). Γιατί το σώμα είναι το παν για αυτούς. Αλλά όμως το μεταχειρίζονται άσχημα όταν είναι νέοι. Και αυτό τους το ανταποδίδει όταν γεράσουν.
Σπάνια όμως οι Πρώτοι έρχονται και μαζί. Συνήθως ο Ένας έρχεται πριν από τον Άλλον.
Όταν ο άνθρωπος κάνει αυτό που του αρέσει και όχι αυτό που πρέπει, αυξάνει τον εαυτό του εις βάρος του σώματος, του πνεύματος και της ψυχής του. Τότε έρχεται ο Ένας από τους Δυο συντρίβοντας τον ομφάλιο λώρο που κρατάει το σώμα ζωντανό. Και εκείνο υποκύπτει παράλυτο. Τότε το πνεύμα μέσα στο νεκρό σώμα υποφέρει. Ελεύθερο από τα χαλινάρια του έρπει στην λάσπη της γης. (Και οι άνθρωποι γύρω κλαίνε και οδύρονται και παριστάνουν τους θεούς προσπαθώντας να γιατρέψουν το σώμα).
Και η ψυχή δεν μπορεί να εκφραστεί. Ούτε να μιλήσει. Ούτε να κινηθεί στον χώρο της. Έτσι όπως είναι η φύση της να κάνει.
Και το Λιοντάρι του Νόμου βρυχάται και δείχνει τα δόντια του.
Και η ψυχή εκλιπαρεί τον Άλλον από τους Πρώτους να έρθει. Αλλά εκείνος τότε αργεί γιατί έρχεται μόνο όταν του επιτρέπεται. Κόβοντας τον ομφάλιο λώρο που δένει το πεθαμένο σώμα με το πνεύμα και η ψυχή ελευθερώνεται.
Αλλά μπορεί ο Ένας από τους Πρώτους να συντρίψει τον ομφάλιο λώρο που κρατάει το πνεύμα ζωντανό. Και εκείνο υποκύπτει παράλυτο. Τότε το σώμα μέσα στο νεκρό πνεύμα υποφέρει. Ελεύθερο από τα χαλινάρια του έρπει στην λάσπη της γης. (Και οι άνθρωποι γύρω κλαίνε και οδύρονται και παριστάνουν τους θεούς προσπαθώντας να γιατρέψουν το πνεύμα).
Και η ψυχή δεν μπορεί να εκφραστεί. Ούτε να μιλήσει. Ούτε να κινηθεί στον χώρο της. Έτσι όπως είναι η φύση της να κάνει.
Και το Λιοντάρι του Νόμου βρυχάται και δείχνει τα δόντια του.
Και η ψυχή εκλιπαρεί τον Άλλον από τους Πρώτους να έρθει. Αλλά εκείνος τότε αργεί γιατί έρχεται μόνο όταν του επιτρέπεται. Κόβοντας τον ομφάλιο λώρο που δένει το πεθαμένο πνεύμα με το σώμα και η ψυχή ελευθερώνεται.
Για αυτό να κάνεις αυτό που πρέπει. Και να εύχεσαι να μην είναι αργά. Και έτσι οι Πρώτοι να διαταχθούν να έρθουν μαζί. Για να μπορέσεις να πεθάνεις ολόκληρος. Έτσι όπως είναι η φύση σου να κάνεις. Και να εύχεσαι επίσης να περπατάς στο μονοπάτι που θα σε βγάλει στον Τρίτο από τους Τέσσερις. Μεγάλη τύχη.
Έπειτα είναι ο τρομερός Δεύτερος...
Ψυχοφθόρος ταχυδρόμος που επισκέπτεται τους περισσότερους.
Οπλισμένος με δρεπάνι χάλκινο που, η γανιασμένη του κόψη, στάζει Πάθος στις καρδιές των θνητών.
Έρχεται όταν κάνεις αυτό που θέλεις και όχι αυτό που πρέπει. Τότε ο εαυτός αυξάνει εις βάρος του σώματος, του πνεύματος και της ψυχής.
Και το Λιοντάρι του Νόμου βρυχάται και αρπάζει τον άνθρωπο.
Τότε ο Δεύτερος έρχεται.
Κόβει τον ομφάλιο λώρο που δένει την ψυχή με το σώμα. Και την πηγαίνει εκεί όπου δεν υπάρχει επιστροφή. Και ο εαυτός υποφέροντας εξατμίζεται στις φωτιές της Κόλασης. Πέφτει στο άπατο πηγάδι του χάους. Εκεί που τίποτα δεν επιστρέφει και τίποτα δεν συγχωρείται. Και χωνεύεται στα πύρινα σωθικά της γης.
Για κάποιες αιωνιότητες.
Γιατί μετά ο Νόμος πετάει έξω το Υπόλειμμα. Ακολουθώντας την φύση του. Διότι δεν μπορεί παρά να συγχωρέσει μετά από μία σκληρή αλλά δίκαιη τιμωρία.
Γι’ αυτό να κάνεις αυτό που πρέπει. Και να εύχεσαι να μην είναι αργά. Και έτσι οι Πρώτοι να διαταχθούν να έρθουν μαζί. Για να μπορέσεις να πεθάνεις ολόκληρος. Έτσι όπως είναι η φύση σου να κάνεις.
Για να μην ακολουθήσει ο Δεύτερος.
Που θα σε ρίξει στα σαγόνια του Αδηφάγου.
Και το Λιοντάρι του Νόμου δεν θα σε αρπάξει στα δόντια του.
Έπειτα είναι ο απαράμιλλος Τρίτος...
Πύρινος πολέμαρχος που επισκέπτεται λίγους.
Καλπάζει μόνος. Αγέρωχος.
Εξουσιοδοτημένος με την σφραγίδα της Ζωής και του Θανάτου.
Στο χέρι του κρατάει χρυσό δρεπάνι που, η κοφτερή λάμα του, στάζει Νοσταλγία στις καρδιές των θνητών. Όταν κινείται δεν βρίσκει αντίσταση. Χωρίζει την γη από τον ουρανό. Ταράζει το στερέωμα. Θαμπώνει τους ήλιους.
Όταν ο άνθρωπος κάνει αυτό που πρέπει και όχι αυτό που θέλει ή αυτό που του αρέσει, τότε η ψυχή δυναμώνει εις βάρος του σώματος, του πνεύματος και του εαυτού.
Και ο Τρίτος μπαίνει σε προσοχή.
Καλπάζει αθόρυβος και παρατηρεί.
Αλλά δεν έρχεται πριν την ώρα του. Αργοπορεί καχύποπτος και ελέγχοντας διπλά. Γιατί είναι καλύτερα να καθυστερήσει. Διότι αν κάτι τελειώσει άσχημα πως μπορεί να διορθωθεί εκ των υστέρων; Απαιτεί διπλές εγγυήσεις. Και τριπλές προσπάθειες. Και απαιτεί ξανά και ξανά μέχρι που το Λιοντάρι του Νόμου καμώνεται ότι αρπάζει τον άνθρωπο.
Τότε ο Τρίτος έρχεται.
Καταστρέφει τους ομφάλιους λώρους που δένουν την ψυχή με το σώμα, το πνεύμα και τον εαυτό.
Και ο άνθρωπος ζει πραγματικά.
Και είναι αποτελεσματικός, όχι απασχολημένος.
Και ευτυχής, γιατί κάνει αυτό που οφείλει να κάνει.
Και επειδή δεν δένεται πουθενά αναζητώντας την αρμονία, είναι ελεύθερος.
Και δεν φοβάται να πεθάνει αλλά τρομάζει μήπως πάψει να ζει.
Και το Λιοντάρι του Νόμου στέκει χορτάτο και δεν τον αρπάζει στα δόντια του.
Και ο Πατέρας χαμογελά.
Και μαζί του το Σύμπαν.
Ο Ξένος έκανε άλλο ένα βήμα πίσω και μετά από μία μικρή παύση είπε:
-
Για αυτόν τον λόγο έχω να προσθέσω κάτι:
Πριν το Λιοντάρι του Νόμου με αρπάξει στα σαγόνια του…
Πριν χάσω τα λογικά μου από τον πόνο που θα μου προκαλέσει εξ αιτίας μου…
Τώρα που ξέρω τι λέω…
Πρέπει να δηλώσω:
Μεγάλο το όνομά σου Κύριε.
Διότι ότι και αν πάθω θα είναι δίκαιο.
Γιατί θα μπορούσα να το αποφύγω.
Διότι έχω προειδοποιηθεί.
Δύο φορές.
Έπειτα ο Ξένος γύρισε την πλάτη και έφυγε.
Και το καυσαέριο ξανάπνιξε τα ρουθούνια μου.