Στην
Λετονία, μια δημιουργική, τολμηρή αλλά και αρκετά αμφιλεγόμενη
διαφημιστική εκστρατεία κατάφερε, σε αρκετά μεγάλο βαθμό, να πετύχει
αυτό που όλοι συμφωνούν ότι πρέπει να γίνει, αλλά και όλοι ξέρουν πόσο
δύσκολο είναι: Να αλλάξουμε νοοτροπία. Ή, πιο ωμά ακόμα: Νά αλλάξουμε
μυαλά!
Η
ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΗ εταιρεία Mooz!, έπεισε με την δική της τολμηρή προσέγγιση
στο θέμα των τροχαίων, την κυβέρνηση, να της αναθέσει τη συγκεκριμένη
καμπάνια. Βασικός «στόχος», ήταν οι οδηγοί, κυρίως άνδρες, ηλικίας 20-35
ετών, που ανήκουν, σύμφωνα με έρευνες, στην ομάδα «άμεσου κινδύνου», με
τις υπερβολικές ταχύτητες που αναπτύσσουν, την επιθετική συμπεριφορά
που αναπτύσσουν στο οδήγημα, και την αλαζονεία που έχουν για τις
ικανότητές τους, αφού τα περισσότερα θανατηφόρα τροχαία προκαλούνται με
ευθύνη ανθρώπων που πίστευαν ότι είναι οι καλύτεροι οδηγοί στον κόσμο,
εννοώντας με αυτό, ότι ήταν ... περίπου Σουμάχερ.
Η
ΔΙΑΦΗΜΗΣΗ που βγήκε τελικά, και που προκάλεσε αρκετές συζητήσεις, δεν
ήταν από αυτές τις «διδασκαλικού τύπου», όπου πάντα κάποιος σου κουνάει
επιδεικτικά το δάχτυλο και σου λέει «μή τρέχεις». Η Mooz!, εκτός από την
υπερβολική ταχύτητα, επικέντρωσε την προσοχή της και σε ένα άλλο θέμα:
την σοβαρή έλλειψη οργάνων για μεταμοσχεύσεις. Και τι έκανε, λοιπόν;
Αντί κάποιου ενημερωτικού εντύπου, δημιουργήθηκε ένα Πιστοποιητικό
Δωρεάς Οργάνων το οποίο λάμβαναν οι οδηγοί κατευθείαν από την αστυνομία.
ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ,
όσοι υπερέβαιναν το όριο ταχύτητας (και κανονικά θα έπρεπε να λάβουν
κλήση), αναγκάζονταν από την αστυνομία να υπογράψουν το πιστοποιητικό με
το οποίο δήλωναν διατεθειμένοι να γίνουν δωρητές οργάνων! Το αποτέλεσμα
ήταν ο αριθμός των θυμάτων από τροχαία, μέσα σε έναν χρόνο, να μειωθεί
κατά 29%, και ταυτόχρονα να σημειωθεί και σημαντική αύξηση, κατά 39%
στην, έστω και δι’ αυτού του τρόπου, δωρεά οργάνων. Μπορεί, λοιπόν, οι
οδηγοί να μην θυμόνταν ένα οποιοδήποτε διαφημιστικό, όμως δεν θα
μπορούσαν να ξεχάσουν ποτέ την ημέρα που, άθελά τους, έγιναν δωρητές
οργάνων...
Το Συμβόλαιο
Η
ΗΜΕΡΑ εκείνη, είναι όταν, έπειτα από κάποια σοβαρή παράβασή τους,
υποχρεούνται να υπογράψουν το παρακάτω Πιστοποιητικό Δωρητή Οργάνων:
«Υπάρχουν
άνθρωποι που θα έδιναν τα πάντα για να βρίσκονται στη θέση μου, και εάν
βρίσκονταν, δεν θα έπαιζαν ποτέ με τη ζωή τους.
Εγώ
ο/η , ____ _________________, εφόσον έχω την τάση να υπερβαίνω το όριο
ταχύτητας στο δρόμο και/ή να οδηγώ επιθετικά, με το παρόν δηλώνω ότι η
ζωή μου δεν είναι πρώτης προτεραιότητας για μένα και ευχαρίστως θα την
αποχωριζόμουν. Έχοντας σώας τας φρένας, κατανοώ ότι αργά ή γρήγορα θα
εμπλακώ σε ατύχημα και αφού αυτό συμβεί, αφήνω την καρδιά μου, τα νεφρά
μου και όποια άλλα όργανα του σώματός μου δεν καταστραφούν από το
ατύχημα, σε εκείνους που τα χρειάζονται πραγματικά.
Επίσης,
ζητώ εκ των προτέρων να με συγχωρέσουν οι άνθρωποι και τα αγαπημένα
πρόσωπα εκείνων για τους οποίους θα είμαι εγώ υπεύθυνος για το θάνατο ή
την αναπηρία τους, εξαιτίας ατυχήματος
__, _______, 200_
Υπογραφή΄
____ _________"
Τα πράγματα δεν είναι ΠΟΤΕ έτσι όπως φαίνονται.
Κάποτε ένας αστρονόμος είπε: «Ερεύνησα από την μια άκρη στην άλλη το σύμπαν με το τηλεσκόπιό μου. Πουθενά δεν βρήκα τον Θεό». Και κάποιος βιολιστής του απάντησε: «Και εγώ πήρα το βιολί μου και εξέτασα κάθε κομμάτι του και κάθε χορδή του. Πουθενά δεν βρήκα μουσική». Μη διαβάσετε τις επόμενες σελίδες με τον τρόπο που θα τις διάβαζε ο αστρονόμος.
Κάποτε ένας αστρονόμος είπε: «Ερεύνησα από την μια άκρη στην άλλη το σύμπαν με το τηλεσκόπιό μου. Πουθενά δεν βρήκα τον Θεό». Και κάποιος βιολιστής του απάντησε: «Και εγώ πήρα το βιολί μου και εξέτασα κάθε κομμάτι του και κάθε χορδή του. Πουθενά δεν βρήκα μουσική». Μη διαβάσετε τις επόμενες σελίδες με τον τρόπο που θα τις διάβαζε ο αστρονόμος.
16 Ιουνίου 2009
15 Ιουνίου 2009
Περι ικανοποίησης των φαντασιώσεων
Παίρνω σαν δεδομένο ότι ΟΛΟΙ οι άνθρωποι είναι καταπιεσμένοι. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος πρέπει να λειτουργήσει σαν άνθρωπος και όχι σαν το "ενστικτώδες ζώο" που κρύβει μέσα του.
Ένα ζώο, υπακούοντας στο ένστικτό του, τρώει, κινείται και διαιωνίζει το είδος του χωρίς ντροπή και χωρίς ενδοιασμούς κανενός είδους. Δεν έχει προσωπική θέληση και απλά υπακούει μηχανικά στο ορμονικό του σύστημα.
Η διαφορά από το ζώο είναι ότι ο άνθρωπος «αυτοσυγκρατείται». Δεν τρώει «σαν γουρούνι», δεν υπερηφανεύεται «σαν παγώνι», δεν ζευγαρώνει στον δρόμο σαν «ζώο» κλπ.
Παρατηρείστε ότι δυο νεαροί ερωτευμένοι ντρέπονται, θέλουν να απομονώνονται, κρύβουν αυτό που έχουν από τα μάτια των άλλων. Είναι φυσικό, αισθάνονται καλύτερα όταν κανείς δεν τους βλέπει. Εκεί για λίγο θα δείτε την φυσιολογική και υγιή ανθρώπινη ντροπή, πριν γίνει βορά στο ζώο-λαιμαργία ή στο ζώο-φόβος.
Το πρόβλημα έρχεται όταν η αυτοσυγκράτηση γίνεται μέσω της πολιτιστικής ντροπής και της αμαρτίας της θρησκείας. Και οι δύο αυτές μορφές καταπίεσης βασίζονται στον φόβο.
Φόβο μήπως μας απορρίψει η κοινωνική ομάδα ή φόβο μήπως αμαρτήσουμε και πάμε στην κόλαση.
Η λύση όμως δεν βρίσκεται στην απελευθέρωση και την ικανοποίηση του ζώου-ενστίκτου.
Παράδειγμα: σας αρέσει η σοκολάτα. Το ένστικτο-ζώο μέσα σας θέλει να φάει σοκολάτα όπου και αν βρεθεί και φυσικά στην μεγαλύτερη δυνατή ποσότητα. Όσες φορές και αν το ικανοποιήσετε, όσες φορές και αν «μπουχτίσει» από την ποσότητα, μετά από λίγο πάντοτε θα επανέρχεται και θα απαιτεί και πάλι.
Το ίδιο συμβαίνει με όλα: τα λεφτά, την δόξα, το σεξ, φαγητό, την διασκέδαση κλπ. Όσο πιο πολύ «ταΐζεις» το ζώο-ένστικτο, τόσο περισσότερο ανεξέλεγκτο γίνεται με αποτέλεσμα εκείνος που το απελευθερώνει και το ταΐζει να έχει πρόβλημα.
Απαιτείται αρκετή και «περίεργη» πληροφόρηση για να αντιληφθεί κανείς το βάθος του προβλήματος. Ζούμε σε μια εγκληματική εποχή:
Εγώ είμαι ΠΙΟ έξυπνος από εσάς.
Εγώ είμαι ΠΙΟ καλός από εσάς.
Εγώ είμαι ΠΙΟ όμορφος από εσάς.
Εγώ είμαι ΠΙΟ ψηλός από εσάς.
Εγώ είμαι ΠΙΟ λεπτός από εσάς.
Εγώ είμαι ΠΙΟ μορφωμένος από εσάς.
Εγώ είμαι ΠΙΟ γυμνασμένος από εσάς.
Εγώ είμαι ΠΙΟ έμπειρος από εσάς.
Εγώ είμαι ΠΙΟ γρήγορος από εσάς.
Εγώ είμαι ΠΙΟ αλτρουιστής από εσάς.
Το δικό ΜΟΥ σπίτι είναι ΠΙΟ άνετο από το δικό σας.
Το δικό ΜΟΥ παιδί είναι ΠΙΟ έξυπνο από το δικό σας.
Το δικό ΜΟΥ βάσανο είναι ΠΙΟ μεγάλο από το δικό σας.
Το δικό ΜΟΥ αυτοκίνητο είναι ΠΙΟ ωραίο από το δικό σας.
Η δική ΜΟΥ γυναίκα είναι ΠΙΟ νοικοκυρά από την δική σας.
Το δικό ΜΟΥ όνομα είναι ΠΙΟ σπουδαίο από το δικό σας.
(Να μην συνεχίσω τον κατάλογο…).
Όλοι μας είμαστε «ΠΙΟ» από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Και το «ΔΙΚΟ ΜΑΣ» είναι «ΠΙΟ» από των υπόλοιπων ανθρώπων. Δεν είναι φυσικό που έχουμε φτιάξει μία κόλαση σε αυτόν τον επίγειο παράδεισο;
Ο ατελείωτος αυτός κατάλογος του «το δικό μου» και του «εγώ είμαι πιο» έχει σαν μυστική βάση την λαιμαργία. Ελάχιστοι όμως μπορούν να αντιληφθούν την σπουδαιότητα που έχει η λέξη-κλειδί λαιμαργία.
Όσο και να ταΐσετε το "ζώο-ένστικτο" αυτό θα συνεχίσει να είναι λαίμαργο. Δείτε το σκυλάκι ή το γατάκι σας. Όσο φαγητό και να του βάζετε κάθε μέρα θα τρώει «μέχρι σκασμού». Ποτέ δεν του λείπει το φαγητό. Όμως πάντοτε θα τρώει με την λαιμαργία εκείνου που «πεθαίνει της πείνας». Το ένστικτο δεν έχει λογική. Το ένστικτο θέλει μόνο να ικανοποιείται άσχετα με τις επιπτώσεις.
Να ένας λόγος που όλοι μας λίγο πολύ έχουμε πρόβλημα με το βάρος μας. Το «ζώο μέσα μας» θέλει ΠΙΟ πολύ φαγητό από όσο πράγματι χρειαζόμαστε.
Και αν έχουμε πρόβλημα με το φαγητό, τότε έχουμε και με όλα τα άλλα. Η λαιμαργία και ο φόβος την «μη ικανοποίησης» μας ταλαιπωρεί άσχημα. Έτσι λοιπόν:
Χρειαζόμαστε ΠΙΟ πολλά λεφτά.
Χρειαζόμαστε ΠΙΟ μεγάλο αμάξι.
Χρειαζόμαστε ΠΙΟ πολλές διακοπές.
Χρειαζόμαστε ΠΙΟ καινούριο κινητό.
Χρειαζόμαστε ΠΙΟ καλούς φίλους.
Χρειαζόμαστε ΠΙΟ έντονες συγκινήσεις.
Χρειαζόμαστε ΠΙΟ νόστιμο φαγητό.
Χρειαζόμαστε ΠΙΟ μοντέρνο ντύσιμο.
Χρειαζόμαστε ΠΙΟ εύχρηστα εργαλεία.
Χρειαζόμαστε ΠΙΟ πολύ σεξ.
Χρειαζόμαστε ΠΙΟ άνετο σπίτι.
(να μην συνεχίσω ούτε αυτόν τον κατάλογο…).
Φυσικά μέχρι ένα σημείο όλα τα παραπάνω μπορούν να θεωρηθούν φυσιολογικές ανάγκες. Αλλά όμως υπάρχει ο κίνδυνος να υπερβούμε ένα πολύ αδιόρατο σύνορο και οι ανάγκες αυτές να μετατραπούν σε βραχνά. Έχετε την ικανότητα να διακρίνεται το όριο αυτό και να μην περάσετε από την μεριά της στέρησης στο αντίθετο άκρο της υπερβολής;
Πείτε μου: αξίζει να σπαταλάτε την ζωή σας για να έχετε όλα τα «ΠΙΟ» που μπορείτε να σκεφτείτε; ΠΑΝΤΟΤΕ μετά από κάθε ικανοποίηση κάποιου «ΠΙΟ» θα διαπιστώσετε ότι υπάρχει ένα άλλο «ΠΙΟ» λίγο παρακάτω.
Επανερχόμενος θα απαντήσω στην ερώτηση: Τι θα γίνει εάν «αφεθείτε» χωρίς ενδοιασμούς στις φαντασιώσεις σας;
Απάντηση: Θα υπάρξει μια ολιγοήμερη ικανοποίηση του ένστικτου και μετά θα επιστρέψετε στην φυλακή της καθημερινότητάς σας. Το «ζώο-ένστικτο» μέσα σας, θα φωνάζει και θα χτυπιέται και θα ζητάει το δικό του. Και εσείς θα καθόσαστε «σοβαροί» και θα «σας τρέχουν τα σάλια». Δεν θα μπορείτε να κάνετε αλλιώς γιατί το «ζώο-φόβος» και το «ζώο-εγώ είμαι καθώς πρέπει» δεν θα σας αφήνει.
Αυτό μοιάζει με το να τρώτε ασύστολα για έναν μήνα και μετά τους άλλους έντεκα να πεθαίνετε της πείνας.
Έχετε ακούσει τους γέρους που λένε «μέσα μου είμαι 18 χρονών» όταν παραπονιούνται γιατί το σώμα τους δεν τους επιτρέπει να κάνουν αυτά που θέλουν; Δεν μπορούν πια να φάνε, να πιούν, να ξενυχτήσουν, να χορέψουν, να κάνουν σεξ κλπ, τόσο όσο όταν ήταν νεότεροι. Το «ζώο-ένστικτο απλά «θέλει περισσότερο» και ΠΟΤΕ δεν ικανοποιήθηκε πλήρως στην μακρόχρονη ζωή του. ΠΟΤΕ δεν πρόκειται να πει φτάνει.
Η λύση λοιπόν στο πρόβλημα αυτό είναι μοναδικά μία: Η κατανόηση.
Και εδώ μπαίνουν τα δύσκολα. Η κατανόηση είναι κάτι που δεν μπορεί να σας την προσφέρει κανείς. Η κατανόηση είναι ένα πράγμα που γεννιέται μέσα σας μετά από πολύ, πολύ σκέψη και ανάλυση όλων των «ΕΓΩ ΘΕΛΩ» του ενστίκτου μας.
-Γιατί πρέπει να «ξεσαλώσετε» για μία εβδομάδα» όταν υπάρχει η δυνατότητα να έχετε μία ισορροπημένη και υγιή σχέση ΟΛΟΚΛΗΡΟ τον χρόνο;
-Γιατί πρέπει να φαντάζεστε το τάδε μοντέλο ή τον δείνα ηθοποιό για να λειτουργήσετε και να ευχαριστηθείτε στο κρεβάτι;
-Ποιος (με το χέρι στην καρδιά) είναι αυτός που ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΒΑΡΕΘΕΙ τον σύντροφό του μετά από μερικά χρόνια γάμου;
-Ποιος (με το χέρι στην καρδιά) είναι αυτός που ΔΕΝ σκέφτηκε ή δεν επιθύμησε ποτέ μια «πικάντικη αλλαγή» με έναν ΠΙΟ νέο, ΠΙΟ όμορφο, ΠΙΟ ελκυστικό σύντροφο από τον «ξεθωριασμένο» δικό του;
-Ποιος (με το χέρι στην καρδιά) έχει απαντήσεις επάνω σε αυτά τα προβλήματα;
Όποιος έχει την απάντηση τότε δεν έχει και πρόβλημα γιατί η απάντηση προέρχεται από την λύση του προβλήματος.
Σκεφτείτε:
Υπάρχουν άνθρωποι που επιθυμούν με απληστία να μην είναι άπληστοι.
Υπάρχουν άνθρωποι που υπερηφανεύονται ότι είναι ταπεινοί.
Υπάρχουν άνθρωποι που θυμώνουν ΜΟΝΟ όταν τους πειράξεις
Πιστεύετε ότι θα καταφέρουν ποτέ τους να ξεπεράσουν την απληστία, την υπερηφάνεια και τον θυμό;
Η απάντηση στο πρόβλημα βρίσκεται βαθιά μέσα σας και δεν το λέω εγώ αυτό:
Δελφοί: Γνώθι σαυτόν.
Μάρκος Αυρήλιος: Ένδον σκάπτε.
Ηράκλειτος: Εδιζησάμην εμαυτόν. (ερεύνησα τον εαυτόν μου)
Σκάψτε, ερευνήστε, ανακαλύψτε και αναλύστε τα κρυφά ελατήρια των δράσεών σας. Δείτε καταπρόσωπο τους φόβους σας, τα ανεξέλεγκτα θέλω σας, την φαντασία που σας διαστρεβλώνει την πραγματικότητα.
Αναλύστε, αναλύστε και ξανα-αναλύστε τα όλα αυτά.
Αναλύστε τα συμπεράσματά σας.
Αναλύστε τα συμπεράσματα των αναλύσεών σας.
Κάντε τα όλα αυτά «με αγνή καρδιά» χωρίς απώτερο σκοπό να βγάλετε βολικά συμπεράσματα για εσάς. Πιθανόν μάλιστα (το πιο πιθανόν δηλαδή) να διαπιστώσετε ότι τα συμπεράσματά σας είναι πολύ πικρά για να τα παραδεχθείτε.
Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία.
Με αυτόν τον τρόπο κάποτε θα αρχίσει να ξεπηδάει (κάπου βαθιά μέσα σας) αυτό που ονομάζεται Κατανόηση. Σκληρή, αυθεντική, κατηγορηματική και γνήσια Κατανόηση.
Και τότε δεν θα χρειάζεστε μια εβδομάδα «ξεσαλώματος». Θα ζείτε ευχάριστα παντού, ολόκληρο τον χρόνο.
Διαφορετικά θα τρώτε ασύστολα για έναν μήνα και μετά τους άλλους έντεκα να πεθαίνετε της πείνας, χωρίς ελπίδα να ξεφύγετε από αυτόν τον φαύλο κύκλο.
Όταν δεν υπήρχε η Σελήνη
Ενδείξεις από αναφορές σε αρχαία ελληνικά κείμενα
μας λένε ότι κάποτε η Σελήνη δεν υπήρχε στον ουρανό. Και μάλιστα για να
δηλώσουν την πανάρχαια εποχή που ιδρύθηκε η Λυκόσουρα, στην ορεινή
Αρκαδία της Ελλάδας, η πρώτη πόλη που είδε το φως του ήλιου στη Γη, λένε
ότι «ιδρύθηκε τότε που δεν υπήρχε Σελήνη στον Ουρανό». Γενικά τους
αρχαίους Αρκάδες τους αποκαλούσαν «προσέληνους», επειδή υπήρξαν στην
περιοχή αυτή πριν εμφανιστεί η Σελήνη στον ουρανό.
-«Προσέληνοι οι Αρκάδες και προσεληνίς το θηλυκόν», γράφει ο Στέφανος Βυζάντιος.
-«Αι νύμφαι της Αρκαδίας απεκαλούντο και αυτές προσελήνιδες», αναφέρει το λεξικό του Ησυχίου Αλεξανδρέως.
-«Προσέληνοι Ηρόδοτος τους Αρκάδας ούτω λέγει, τουτέστιν αρχαίους προ της σελήνης», γράφει το λεξικό του Σουίδα.
-Αργοναυτικά του Απολλώνιου του Ρόδιου: «Αρκάδες οι και πρόσθε σεληναίης υδέονται ζώειν, φηγόν έδοντες εν ούρεσιν...».
Ο
Απολλώνιος αναφέρεται σε μία εποχή στην οποία «δεν υπήρχαν όλες οι
ουράνιες τροχιές», πριν από τη γενιά του Δευκαλίωνα και της Πύρρας,
δηλαδή πριν τον κατακλυσμό. Τότε που δεν υπήρχε Σελήνη, οι μόνοι
άνθρωποι που υπήρχαν ήταν οι Πελασγοί οι οποίοι ζούσαν στα βουνά της
Αρκαδίας.
-Ο Δημόκριτος και ο Αναξαγόρας δίδασκαν ότι υπήρξε εποχή όπου η Γη δεν είχε τη Σελήνη!
-Ευστάθιος,
εκκλησιαστικός συγγραφέας και φιλόσοφος: «Δοκεί δε φασί, παλαιότατα
έθνη Ελλήνων είναι τα Αρκαδικά, διό και προσέληνοι ελέγοντο οι Αρκάδες,
όπερ, φασίν, Ίππυς ο Ρηγίνος πρώτον αυτούς εκάλεσε».
-Οβίδιος
«... οι Αρκάδες κατείχαν τη χώρα τους πριν από τη γέννηση του Διός» και
«το γένος τους είναι παλαιότερο από την Σελήνη».
-Ο
Πλούταρχος που αφήνει υπόνοιες για πανάρχαια κατοίκηση της Σελήνης:
«Διά τι τας εν τοις υποδήμασι σεληνίδας, οι διαφέρειν δοκούντες ευγένεια
φορούσιν; πότερον, ως Κάστωρ φησί, σύμβολον έστι τούτο της λεγόμενης
οικήσεως επί της σελήνης και ότι μετά την τελευτήν αύθις αι ψυχαί την
σελήνην υπό πόδας έξουσιν, ή τοις παλαιοτάτοις τουθ' υπήρχε, εξαίρετον,
ούτοι δ’ ήσαν Αρκάδες των απ’ Ευάνδρου Προσελήνων λεγομένων».
13 Ιουνίου 2009
Ευάγγελος Κλωνής: ο Άγνωστος Έλληνας Στρατιώτης
Esquire, Νοέμβριος 2004
Είναι ίσως η διασημότερη φωτογραφία του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, τραβηγμένη από τον σπουδαίο Γιουτζίν Σμιθ. Δείχνει καλύτερα από κάθε άλλη τη γενναιότητα και το θάρρος του ανώνυμου Αμερικάνου φαντάρου που πολέμησε για την ελευθερία. Με το τσιγάρο να κρέμεται μάγκικα στα χείλη, και με ένα βλέμμα που τσακίζει κόκαλα, αυτός ο στρατιώτης έγινε το σύμβολο της Μεγαλύτερης Γενιάς των Αμερικάνων.
Αυτός ο στρατιώτης, όμως, δεν είναι Αμερικανός.
Λέγεται Ευάγγελος Κλωνής. Είναι Έλληνας.
Ο Ατλαντικός ήταν γκρίζος, και η συννεφιά ήταν βαριά. Υπήρχε παντού η μυρωδιά της θάλασσας, και το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχος των κυμάτων. Είχε φουσκοθαλασσιά, και τα αποβατικά σκάφη, τα επονομαζόμενα «σκάφη Χίγκινς», από τον ιδιοφυή μπεκρή που τα είχε σχεδιάσει, λικνίζονταν σαν καρυδότσουφλα καθώς πλησίαζαν την ακτή. Πολλοί έκαναν εμετό. Μερικοί επειδή ζαλίζονταν από τη θάλασσα.Ο Βαγγέλης είχε στο πλάι του τον Ιρλανδό, όπως πάντα. Ήταν κολλητοί φίλοι εδώ και μήνες, απ’ το Σαουθάμπτον, όπου περίμεναν πότε θα έρθει η ώρα για την απόβαση. Στέκονταν στοιβαγμένοι μέσα στο Χίγκινς με καμιά τριανταριά άλλους, όλοι τους νέοι, ντυμένοι στα χακί, με τα κράνη στο κεφάλι, και ένα μεγάλο κόκκινο «1» στον ώμο, το σήμα της 1ης Μεραρχίας Πεζικού, της θρυλικής Big Red One.
Ήταν 6 Ιουνίου του 1944. D-Day
Και ήταν 6:30 το πρωί. Αυτό ήταν το πρώτο κύμα της απόβασης της Νορμανδίας. Ο Βαγγέλης στεκόταν σιωπηλός δίπλα στον Ιρλανδό και σκεφτόταν την Κεφαλλονιά. Και μετά ο πυθμένας του Χίγκινς έγδαρε την άμμο της Όμαχα Μπιτς, και η πόρτα άνοιξε, και οι φαντάροι της Big Red One ξεχύθηκαν στο σφαγείο.
Οι Κεφαλλονίτες είναι μια ιδιόμορφη κατηγορία Ελλήνων. Πολλοί τους αποκαλούν μουρλούς, και πολλοί το παραδέχονται κιόλας, αλλά το σίγουρο είναι ότι στην ιστορία τους έχουν να παρουσιάσουν τα πιο ασυνήθιστα επιτεύγματα από όλους τους Έλληνες. Ένας από αυτούς, για παράδειγμα, ο Κωνσταντίνος Γεράκης, έγινε αντιβασιλιάς στο Σιάμ ( σημερινή Ταϊλάνδη ) . Ένας άλλος, ο Ιωάννης Φωκάς, έκανε το 1592 τον περίπλου του Καναδά και πέρασε στον Ειρηνικό, όπου το στενό ανάμεσα στο Βανκούβερ και την ηπειρωτική χώρα έχει ακόμα το όνομά του. Ένας άλλος, ο μηχανικός Μαρίνος Χαρμπούρης, κατάφερε εν έτει 1770 να μεταφέρει ένα βράχο βάρους 2000 τόνων από ένα έλος της Φινλανδίας στην Αγία Πετρούπολη. Από ότι φαίνεται, αυτή η εκλεκτή παρέα κεφαλλονιτών ηρώων πρόκειται να υποδεχτεί ένα νέο μέλος.
Ο Ευάγγελος Κλωνής γεννήθηκε στον Άγιο Γεώργιο της κοινότητας Πάστρας στις 28 Οκτωβρίου του 1916. Ήταν το δεύτερο παιδί μιας φτωχής οικογένειας που συνολικά θα αποκτούσε οκτώ. Ο Βαγγέλης άρχισε να καπνίζει όταν ήταν τεσσάρων, άρχισε να δουλεύει όταν ήταν πέντε, και παράτησε το σχολείο στην Τρίτη Δημοτικού. Στα 14 του μετακόμισε στην Αθήνα, όπου δούλευε ο μεγαλύτερος αδερφός του. Εκεί δούλεψε σαν εισπράκτορας στο λεωφορείο ενός άλλου Κεφαλλονίτη, του Γεράσιμου Αρσένη: Φορούσε την άσπρη του στολή και έκοβε τα εισιτήρια. Ότι έβγαζε το έστελνε στη μητέρα του, αλλά τα λεφτά ήταν λίγα. Μια μέρα, όταν ήταν 16 χρονών, το λεωφορείο είχε σταματήσει στον Πειραιά, και ο Βαγγέλης είδε κάτι ναύτες να βγαίνουν από ένα καράβι, να πηγαίνουν σε ένα κοντινό κρεοπωλείο, να φορτώνουν κομμάτια κρέας στον ώμο, και να τα μεταφέρουν στο καράβι. Οι ναύτες φορούσαν άσπρες στολές. Ο Βαγγέλης πήγε αμέσως στον Αρσένη, του έδωσε τις εισπράξεις της ημέρας και του είπε: «Εγώ φεύγω. Πες στη μάνα μου ότι θα της στείλω λεφτά από την Αμερική». Και πήγε στο κρεοπωλείο, και φορτώθηκε ένα κομμάτι κρέας, και μπήκε σκυφτός στο καράβι, και κρύφτηκε στα αμπάρια.
Έμεινε κρυμμένος τρεις μέρες, όταν η δίψα, η πείνα, και οι αρουραίοι τον ανάγκασαν να παραδοθεί. Είχαν ήδη περάσει το Γιβραλτάρ, και ο καπετάνιος δεν είχε επιλογή απ’ το να τον βάλει στη δουλειά, μέχρι να πιάσουν λιμάνι. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού συμπάθησε το νεαρό, και τον έβαζε τα βράδια να τους λέει τραγούδια απ’ το νησί. Ο καπετάνιος, βλέπετε, ήταν κι αυτός Κεφαλλονίτης. Όταν έφτασαν στο Λος Άντζελες, ο καπετάνιος προσφέρθηκε να εξασφαλίσει χαρτιά στον Βαγγέλη, για να τον κάνει ναυτικό, αλλά αυτός δεν ήθελε. Έτσι τον αποχαιρέτησε δίνοντάς του ένα τελευταίο δώρο, που θα τον διευκόλυνε να περάσει από τον τελωνειακό έλεγχο. Ο Βαγγέλης δεν ήξερε λέξη αγγλικά, και δεν είχε κανένα χαρτί πάνω του, έτσι όταν ήρθε η σειρά του, έκανε τον κωφάλαλο, και δεν απαντούσε σε καμία ερώτηση. Οι υπάλληλοι τον άφησαν να περάσει, επειδή ήταν όμορφος και σοβαρός, και επειδή φορούσε ένα εντυπωσιακό, επίσημο κοστούμι.
Στο Λος Άντζελες έπιασε δουλειά στο ανθοπωλείο ενός άλλου Κεφαλλονίτη, του Σπύρου Στεφανάτου (ο οποίος σήμερα ζει στην Κεφαλονιά –είναι 94 χρονών). Η πόλη όμως δεν του άρεσε –είχε πολύ κόσμο, και δεν είχε συνηθίσει. Μετακόμισε στο Ντένβερ του Κολοράντο, όπου δούλευε σαν πιατάς σε ένα εστιατόριο, και κάποια στιγμή πήρε και μια δικιά του καντίνα με χοτ-ντογκ και τα πούλαγε στο δρόμο. Εκτός από την ωριμότητα που είχε αποκτήσει δουλεύοντας τόσα χρόνια, μια ωριμότητα που τον έκανε να φαίνεται πολύ μεγαλύτερος από ότι ήταν, είχε και τα γονίδια με το μέρος του. Καθώς άφηνε πίσω τον εφηβικό εαυτό του, μεταμορφωνόταν σε έναν πολύ εντυπωσιακό άντρα. Δεν ήταν πολύ ψηλός, ούτε ιδιαίτερα μεγαλόσωμος, αλλά είχε πολύ καθαρό, αρρενωπό πρόσωπο, και ένα έντονο βλέμμα που έκανε αμέσως εντύπωση στις κοπελιές. Μια ελληνοπούλα τον ερωτεύτηκε, και ήθελε να τον παντρευτεί. Αυτός όμως αρνήθηκε –υποστήριξε ότι ήταν μικρός ακόμα, και έπρεπε να βοηθήσει την οικογένειά του στην Ελλάδα. Οπότε αυτή τον απείλησε ότι θα τον καταδώσει στις Αρχές, καθώς εξακολουθούσε να ζει και να δουλεύει στη χώρα παράνομα.
Ο Βαγγέλης έφυγε από το Ντένβερ και πήγε στο Σικάγο, όπου δούλεψε σε εστιατόρια και μπαρ («μπάρες», όπως τα αποκαλεί ο γιος του Νίκος), αλλά δεν του άρεσε καθόλου το κρύο, έτσι έφυγε κι από εκεί και πήγε στο Χιούστον. Εκεί τον ενοχλούσε η υγρασία, οπότε επέστρεψε στο Ντένβερ, όπου το κλίμα του άρεσε, ελπίζοντας ότι η κοπελιά θα είχε βρει κάποιον άλλο, και θα τον άφηνε ήσυχο. Έτσι έγινε, αλλά δεν έμελλε να μείνει ούτε εκεί για πολύ. Ένας Κεφαλλονίτης φίλος του πρότεινε να πάνε στη Σάντα Φε του Νιου Μέξικο για να βρούνε κάποιους φίλους (Κεφαλλονίτες φυσικά), και τον ακολούθησε.
Η Σάντα Φε τότε είχε 8000 κατοίκους, από τους οποίους οι 800 ήταν Έλληνες. Η κοινότητα ήταν πολύ ζωντανή, και όλα τα εστιατόρια, τα μπαρ και τα κοσμηματοπωλεία ήταν ελληνικά. Ο Βαγγέλης λάτρεψε το μέρος –όλα εκεί, ακόμα και το κλίμα, του θύμιζαν Ελλάδα. Ένας Ζακυνθινός, ο Παναγιώτης Πομόνης, τον πήρε στη δουλειά του, σε ένα μπαρ-εστιατόριο που είχε. Αυτός και η γυναίκα του Ελένη τον δέχτηκαν σαν παιδί τους, και ο Βαγγέλης τους το ανταπέδωσε δουλεύοντας σκληρά. Οι δουλειές πήγαιναν καλά, και ο Βαγγέλης γρήγορα έγινε συνέταιρος στο μαγαζί. Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα: Εξακολουθούσε να είναι παράνομος. Όταν άρχισε ο Πόλεμος, βγήκε ένα νέο διάταγμα που καλούσε τους παράνομους μετανάστες να καταταγούν, με αντάλλαγμα την αμερικανική υπηκοότητα. Έτσι ο Βαγγέλης Κλωνής αποφάσισε να πάει στον πόλεμο.
«Ο πατέρας μου ποτέ δεν μίλαγε για τον πόλεμο», λέει ο Νίκος Κλωνής, ο δεύτερος από τους τρεις γιους το Βαγγέλη. «Δεν του άρεσε να λέει ιστορίες γι’ αυτά τα πράγματα. Και μερικές φορές, όταν τον ρωτάγαμε επίμονα, μας μάλωνε».
Η θητεία του Βαγγέλη Κλωνή είναι ένα μεγάλο μυστήριο, όχι τόσο για τα (πολλά) πράγματα που δεν ξέρουν ούτε οι πιο κοντινοί του άνθρωποι, αλλά για τις λεπτομέρειες που είναι γνωστές και επιβεβαιωμένες, οι οποίες συνθέτουν μια ημιτελή, αλλά απίστευτη ιστορία. Αυτά που ξέρουμε, από τις ιστορίες που είπε στα παιδιά του, από τα αντικείμενα που άφησε πίσω του, και από διάφορα στοιχεία από επίσημα αρχεία που έχουν ανακαλύψει οι δικοί του, πληροφορίες ανεπιβεβαίωτες αλλά πιθανότατα αληθινές, είναι τα εξής: Ο Βαγγέλης Κλωνής, μετά την κατάταξή του, ταξίδεψε στο Fort Bliss στο Τέξας όπου εκπαιδεύτηκε με το στρατό ξηράς. Χάρη στις εντυπωσιακές του επιδόσεις (ήταν άριστος σκοπευτής) τον έστειλαν στην Βιρτζίνια, στη Βάση των Πεζοναυτών. Εκεί τον κορόιδευαν επειδή δεν ήξερε καλά αγγλικά και επειδή δεν ήταν μεγαλόσωμος, στο γνωστό πνεύμα της εκπαίδευσης και της σκληραγώγησης, αλλά ο Κλωνής ήταν πλέον 25 χρονών και από αυτά είχε δουλέψει στα 20, οπότε δεν ήταν ιδιαίτερα δεκτικός σε τέτοιου είδους εκπαίδευση, και δεν χρειαζόταν άλλη σκληραγώγηση. Πλακώθηκε με κάμποσους σκληροτράχηλους marines, και τελικά μετατέθηκε πίσω στο Στρατό Ξηράς. Φεύγοντας έκλεψε αυτά τα λουριά που χρησιμοποιούσαν οι πεζοναύτες για να δένουν το καμουφλάζ στα κράνη τους. Του άρεσαν πιο πολύ από το δίχτυ που έβαζαν στο στρατό ξηράς, κι αυτό ήταν το μόνο πράγμα που κράτησε από τους Πεζοναύτες.
Στην συνέχεια πήγε στη Γιούμα της Αριζόνα, όπου εκπαιδεύτηκε στην έρημο, και μετά επέστρεψε στη Βάση της Βιρτζίνια με το Στρατό. Η εκπαίδευσή του είχε πια τελειώσει, και περίμενε να ακούσει που θα τον στείλουν, πιθανότατα στον Ειρηνικό, όταν ένας βαθμοφόρος ήρθε και τον βρήκε και του ζήτησε να μιλήσουν ιδιαιτέρως. «Σου έχω άσχημα νέα», του είπε. «Οι Γερμανοί σκότωσαν την οικογένειά σου στην Ελλάδα. Δεν έζησε κανείς. Μπορείς, αν θέλεις, να πάρεις μια άδεια και να επιστρέψεις στο σπίτι σου στην Σαντα Φε». Ο Βαγγέλης δεν ήθελε να πάει στην Σάντα Φε, μπορούσε να κλάψει κι εκεί που ήταν. Ζήτησε μόνο ένα πράγμα: «Στείλτε με στην Ευρώπη. Θέλω να πάω στους Γερμανούς».
Ο πρώτος σταθμός του Κλωνή στον πόλεμο ήταν στην Βόρεια Αφρική. Πολέμησε στην Τυνησία, πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι είχε ήδη ενσωματωθεί στην 1η Μεραρχία Πεζικού, η οποία «καθάρισε» αυτό το μέτωπο στις 9 Μαΐου του ’43, με την παράδοση 40.000 Γερμανών των «Afrika Korps». Στη συνέχεια η Big Red One προχώρησε στη Σικελία την οποία απελευθέρωσε, και μετά επέστρεψε στην Αγγλία, για να προετοιμαστεί για μια άλλη μεγάλη αποστολή: Την απόβαση στη Νορμανδία. Στο Σαουθάμπτον ο Κλωνής περνούσε την ώρα του κάνοντας βόλτες με τον Ιρλανδό φίλο του (το όνομα του οποίου παραμένει άγνωστο) και παίζοντας μπαρμπούτι. Πέρασε μερικούς μήνες σχετικά ξένοιαστους, με διαλείμματα έντασης όταν οι Γερμανοί αποφάσιζαν να βομβαρδίσουν. Σε έναν από τους βομβαρδισμούς, ο Βαγγέλης πήρε στα χέρια του ένα 12χρονο τραυματισμένο κορίτσι, και το πήγε στον Ερυθρό Σταυρό. Το κορίτσι πέθανε λίγα λεπτά αργότερα, και ο Βαγγέλης πήρε το θέμα προσωπικά: Καβάλησε ένα αντιαεροπορικό και άρχισε να ρίχνει Γερμανικά αεροπλάνα μόνος του.
Καθώς έμπαινε το καλοκαίρι του 44, οι συμμαχικές δυνάμεις προετοιμάζονταν για την μεγάλη και κρίσιμη Επιχείρηση Overlord, που θα περιλάμβανε τη μαζική απόβαση στις ακτές τις Γαλλίας. Θα ήταν μια επιχείρηση δύσκολη, γιατί οι Γερμανοί την περίμεναν. Από την έκβασή της θα κρινόταν η πορεία του πολέμου. Στις 4 Ιουνίου του ’44, δύο μέρες πριν από την D-Day, ο Στρατηγός Άιζενχάουερ που είχε αναλάβει την διοίκηση της συμμαχικής στρατιάς, επισκέφθηκε τους στρατιώτες στο Σαουθάμπτον και κουβέντιασε μαζί τους. Ο Βαγγέλης έσπευσε να δώσει τα διαπιστευτήριά του, σε μια συνομιλία που μου μετέφερε ο γιος του: «Εγώ δεν είμαι Αμερικάνος», είπε. «Έρχομαι από την Ελλάδα. Οι Γερμανοί σκότωσαν όλη μου την οικογένεια. Θα πάω στη μάχη, και δεν με νοιάζει αν πεθάνω». «Είσαι Αμερικάνος γιατί φοράς τη στολή μας», του απάντησε ο Άικ. «Θα πολεμήσεις για την καινούρια σου πατρίδα, αλλά μετά θα γυρίσεις, για να γευτείς τους καρπούς της νίκης». Και ο Βαγγέλης Κλωνής έκανε ακριβώς αυτό.
Μετά την απόβαση, τα αμερικανικά στρατεύματα διέσχισαν τη Γαλλία. Ο Βαγγέλης πολέμησε στη Μάχη των Αρδεννών στο παγωμένο Βέλγιο, μια πολύ σημαντική σύγκρουση, όπου οι Σύμμαχοι κινδύνευσαν να χάσουν τον πόλεμο. Μέχρι εκείνο το σημείο πιθανότατα εξακολουθούσε να υπηρετεί με την Big Red One, αλλά στα πράγματά του οι δικοί του βρήκαν και ένα άλλο σήμα, το σήμα των Tigers, που επισήμως ήταν γνωστοί ως 10η Μεραρχία Τεθωρακισμένων και επίσης συμμετείχαν στην μάχη. Στα προσωπικά του αντικείμενα βρέθηκαν ακόμα τρεις διαφορετικές στολές, και τα στοιχεία συμφωνούν ότι υπηρέτησε επίσης στην 82η ( AA - All American ) και την 101η ( Screaming Eagles ) Αερομεταφερόμενη Μεραρχία, και στην 654η Μεραρχία Πυροβολικού. Δεν υπάρχει ακόμα εξήγηση για το πώς ένας στρατιώτης θα μπορούσε να πολεμήσει με τόσες διαφορετικές Μεραρχίες. Οι ενδείξεις δείχνουν ότι η θητεία του Βαγγέλη Κλωνή δεν ήταν καθόλου τυπική ή φυσιολογική. Ο Κλωνής πολέμησε στην Αυστρία, την Πολωνία, τη Γερμανία, μπήκε στο Βερολίνο και το Παρίσι, ενώ υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι πήγε και στον Ειρηνικό. Για τίποτα από όλα αυτά δεν μιλούσε, όμως, δεμένος από όρκους και διαταγές. Υπάρχουν πολλά στοιχεία που συνηγορούν ότι δεν ήταν ένας απλός φαντάρος. Πήρε ασυνήθιστα πολλά μετάλλια (η οικογένειά του αυτό τον καιρό προσπαθεί να εντοπίσει ακριβώς πόσα και ποια), και δέχτηκε και μια θερμότατη ευχαριστήρια επιστολή από τον Πρόεδρο Τρούμαν με ιδιόχειρη υπογραφή. Ο Νίκος Κλωνής έχει ρωτήσει δεκάδες βετεράνους, αλλά ακόμα δεν έχει βρει κανέναν που να έλαβε τέτοια επιστολή μετά τον πόλεμο.
Κάτι άλλο που ξέρουμε είναι ότι κάποια στιγμή, το 1945, βρέθηκε έξω από το Βερολίνο και, υψηλόβαθμος πλέον, πήρε μια απόφαση που έμελλε να τον οδηγήσει στο στρατοδικείο. Σύμφωνα με την ιστορία που εξομολογήθηκε στους γιους του, η ομάδα του, που συνοδευόταν από τεθωρακισμένα, είχε αποκλειστεί από έναν ορμητικό χείμαρρο που είχε 6-7 μέτρα βάθος, και δεν μπορούσε να προχωρήσει. Ήξεραν ότι μια μεγάλη δύναμη Γερμανών πλησίαζε –υπολόγιζαν ότι είχαν δύο ώρες να απομακρυνθούν πριν τους φτάσουν, αλλά δεν μπορούσαν να περάσουν το χείμαρρο. Σε εκείνο το σημείο είχε γίνει μια μάχη, και υπήρχαν πολλοί νεκροί τριγύρω. «Ήταν απάνθρωπο», ομολόγησε ο Βαγγέλης Κλωνής, «αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα άλλο. Δυο ώρες είχαμε. Και τότε το μυαλό μου πήρε μια κεφαλλονίτικη στροφή». Έδωσε την διαταγή, και οι φαντάροι γέμισαν το χείμαρρο με πτώματα Αμερικάνων και Γερμανών, για να μπορέσουν να περάσουν τα τεθωρακισμένα από πάνω τους.
Λίγους μήνες αργότερα, στην οικογένεια του Πομόνη έφτασε ένα γράμμα από το Υπουργείο Αμύνης: Η κυβέρνηση, μετά λύπης, ενημέρωνε τους συγγενείς και τους φίλους ότι ο Βαγγέλης είχε σκοτωθεί. Στο εστιατόριο έγινε ένα μεγάλο μνημόσυνο, και όλοι οι Έλληνες περνούσαν από εκεί για να κλάψουν. Μόνο σε μια γωνιά καθόταν και έπινε ένας Κεφαλονίτης, ο Θεοδωράτος, και έμοιαζε να μην ασχολείται. Τον ρώτησαν γιατί δεν λυπάται για τον φίλο του, και αυτός τους κοίταξε και απάντησε: «Τι να σας πω ρε μαλάκες. Αυτός ζει. Μια των ημερών θα ανοίξει την πόρτα και θα μπει μέσα. Είναι μεγάλος κερατάς. Λένε μαλακίες αυτοί, δεν τον πιάνει σφαίρα τον Βαγγέλη. Δεν του κάνω μνημόσυνο εγώ». Το Γενάρη του 1946, ο Βαγγέλης Κλωνής βγήκε μαζί με τους άλλους βετεράνους από το λεωφορείο και προχώρησε προς το μαγαζί του στη Σάντα Φε. Είχε χάσει την μεταλλική του ταυτότητα, και την είχαν βρει δίπλα σε ένα πτώμα.
Μετά τον πόλεμο ο Βαγγέλης συνέχισε να δουλεύει με τους Πομόνηδες, και πάντα έστελνε λεφτά στο θείο του, τον Γεράσιμο Στάβερη στην Ελλάδα. Ένα απόγευμα, όταν πήγε στο μαγαζί να δουλέψει, ένας άλλος Κεφαλλονίτης που δούλευε εκεί τον πλησίασε και του έδωσε ένα γράμμα. Από την Ελλάδα.
Το γράμμα έγραφε: «Αγαπημένε μας Βαγγέλη. Δεν ξέρουμε που είσαι, εδώ και 6-7 χρόνια. Ο Στάβερης μας βοηθά, αλλά δεν ξέρουμε αν είσαι καλά και που βρίσκεσαι. Εμείς είμαστε καλά. Περάσαμε δύσκολες στιγμές στο πόλεμο, αλλά είμαστε όλοι καλά, και θέλουμε να σε δούμε. Οι γονείς σου». Ο Βαγγέλης δεν δούλεψε εκείνο το απόγευμα. Πήρε μια μπουκάλα ουίσκι και έκατσε σε μια γωνιά με ένα φίλο και έκλαιγε. Όπως είπε αργότερα: «Έκανα και ένα μνημόσυνο για τους Γερμανούς. Σκότωσα πολλούς που δεν έπρεπε να σκοτώσω».
Το 1950, ο Βαγγέλης γύρισε στην Κεφαλλονιά και είδε ξανά την οικογένειά του. Ένα από τα πρώτα πράγματα που του είπε η μάνα του ήταν: «Ξέρω ότι κυνηγάς τις γυναίκες και αυτές σε κυνηγάνε, αλλά πρέπει να βρεις μια να παντρευτείς, για να μη γυρνάς σαν ρεμάλι». Και βάλθηκε να τον παντρολογεί σε όλο το νησί, καθώς είχε φτάσει πια τα 34, και ήθελε να τον δει γαμπρό. Ο Βαγγέλης όμως είχε συνηθίσει τις πολλές και όμορφες γυναίκες, και της ξεκαθάρισε ότι θα πρέπει να βρεθεί κάτι πολύ ιδιαίτερο για να τον κάνει να παντρευτεί. Από όσες έβλεπε δεν του άρεσε καμία, μέχρι που πήγε στη Σκάλα και είδε την Κική.
«Όταν τον είδα, εμένα μου άρεσε», θυμάται η Κική Κλωνή, το γένος Κουρκουμέλη, η γυναίκα του. «Ήταν πολύ όμορφος, σαν movie star, σαν τον Κλαρκ Γκέιμπλ, και ακόμα καλύτερος. Ήταν Κεφαλλονίτης μάγκας». Ο Βαγγέλης όταν την είδε ζήτησε να πάει αμέσως στο σπίτι του πατέρα της. Μέσα σε μια εβδομάδα είχαν αρραβωνιαστεί. Μέσα στον μήνα παντρεύτηκαν. Επέστρεψαν στην Αμερική, και έκαναν τρία παιδιά, στη Σάντα Φε. Κάποια στιγμή η JC Penney’s έκανε μια μεγάλη προσφορά και νοίκιασε το κτίριο του εστιατορίου του Πομόνη, έτσι ο Βαγγέλης έμεινε χωρίς δουλειά. Τα παιδιά πλησίαζαν και την σχολική ηλικία, οπότε πήρε την απόφαση: «Θέλω να πάω τα παιδιά στην Κεφαλλονιά, να κάνουμε άλλη μια γενιά Έλληνες».
Η οικογένεια επέστρεψε στην ρημαγμένη από το σεισμό Κεφαλλονιά, και πιθανότατα θα έμεναν για πάντα εδώ, αν δεν ερχόταν η χούντα. Το καθεστώς απαιτούσε τα παιδιά να πάνε στρατό, έτσι ο Κλωνής πήρε την οικογένεια και ξαναγύρισε στη Σάντα Φε. Ο Βαγγέλης είδε τα παιδιά του να μεγαλώνουν –ο μεγαλύτερος, ο Άγγελος, έχει σπουδάσει πυρηνική φυσική και δουλεύει στο Ναυτικό. Ο Νίκος, ο δεύτερος, κρατά το μπαρ Evangelo’s στο κέντρο του Σάντα Φε, που ο Βαγγέλης άνοιξε το ’70. Ο Δήμος, ο τρίτος, είναι καρδιολόγος. Όσο περνούσαν τα χρόνια, άρχισε να λέει ιστορίες από τη ζωή του στον πόλεμο, ψήγματα πληροφοριών που έδιναν στα παιδιά και τους φίλους του μια άλλη εικόνα για τον πατέρα τους.
Όσο κι αν προσπαθούσε να τις ξεχάσει, οι εμπειρίες του από τον πόλεμο τον είχαν σημαδέψει. «Μερικές φορές, όταν έβλεπε ταινίες για τον πόλεμο στην τηλεόραση, έκλαιγε», θυμάται η γυναίκα του. «Μερικές φορές γινόταν νευρικός και μόνο που τα σκεφτόταν». Ο Βαγγέλης δεν ξαναταξίδεψε με αεροπλάνο, και δεν συμπαθούσε τη φασαρία. «Την ηρεμία την έβρισκε μόνο στη Σάντα Φε και στα Κοριάνα, στην Κεφαλλονιά», θυμάται η Πελαγία Στεφανάτου, η κόρη του Σπύρου. Παρ’ όλα αυτά, ο πόλεμος εξακολουθούσε να μοιάζει μια παρένθεση στη ζωή του, και οι γνωστοί του την αντιμετώπιζαν ως τέτοια, χωρίς να δίνουν πολλή σημασία. Είχαν τον Κλωνή στο μυαλό τους ως αυτό τον γλεντζέ, γοητευτικό, εξωστρεφή Έλληνα, που βωμολοχούσε ακατάσχετα και λάτρευε τις παρέες και τα τραγούδια.
Ο Βαγγέλης Κλωνής πέθανε στις 18 Φεβρουαρίου του 1989. Κηδεύτηκε στα Κοριάνα, και όλοι όσοι τον ήξεραν κράτησαν μαζί τους ο καθένας τη δική του, προσωπική εικόνα γι’ αυτόν. Υπήρχε όμως μια άλλη εικόνα, πολύ διάσημη, που κυκλοφορούσε εδώ και χρόνια, αλλά κανείς δεν την είχε συνδέσει με τον Βαγγέλη. Μέχρι το 1991. «Μια μέρα», θυμάται η Κική Κλωνή, «είχα πάει με το Νίκο και τα εγγόνια μου στο εμπορικό κέντρο. Ο Νίκος είχε πάει να πάρει περιοδικά, κι εγώ πήγα με τα εγγόνια για να τους πάρω παιχνίδια. Κάποια στιγμή βλέπω το Νίκο να έρχεται τρέχοντας. «Μάνα τρέχα!» φώναζε. «Ο πατέρας!» Και εκεί, στο εξώφυλλο του περιοδικού Life, ήταν ο άντρας μου, με στρατιωτικό κράνος και ένα τσιγάρο στο στόμα, και κοίταζε βλοσυρά προς τα πίσω».
Ο Γιουτζίν Σμιθ γεννήθηκε το 1918 στο Κάνσας, και εμφάνισε μια κλίση προς τη φωτογραφία από πολύ μικρή ηλικία. Μεγαλώνοντας έγινε ένας από τους καλύτερους φωτορεπόρτερ που έζησαν ποτέ, δούλεψε για το Life, το Newsweek, και άλλες μεγάλες εκδόσεις, αποκτώντας τη φήμη του λεπτολόγου καλλιτέχνη, που ήταν πρόθυμος να δουλέψει ακόμα και δύο εβδομάδες πάνω σε μια φωτογραφία για να βγάλει το αποτέλεσμα που θέλει. Πήρε διάσημες φωτογραφίες από τον πόλεμο, ανάμεσα στις οποίες και δύο λήψεις του Βαγγέλη Κλωνή: Η φωτογραφία με το τσιγάρο, και η εικόνα με το παγούρι, η οποία πριν από λίγα χρόνια έγινε γραμματόσημο στις ΗΠΑ.
«Ο Γιουτζίν Σμιθ ήταν ένας πολύ δύσκολος άνθρωπος», μου εξηγεί ο Τζέιμς Ένιαρτ, καθηγητής φωτογραφίας στο Κολέγιο της Σάντα Φε, που τον ήξερε καλά. «Είχε δαίμονες που τον κατάτρεχαν σε όλη του τη ζωή. Ήταν μια ψυχή βασανισμένη, αλλά μπορεί αυτοί οι δαίμονες να τροφοδοτούσαν την ιδιοφυΐα του». Ο Ένιαρτ έζησε μαζί με τον Σμιθ τα τελευταία χρόνια της ζωής του, και ήταν δίπλα του όταν πέθανε. Έχει ήδη γράψει ένα μεγάλο βιβλίο για το έργο του, και τώρα έχει ξεκινήσει έρευνες για ένα νέο βιβλίο, στο οποίο θα μελετά τη ζωή του Σμιθ παράλληλα με τη ζωή ενός από τα θέματά του: Του Βαγγέλη Κλωνή.
«Αυτοί οι άντρες είχαν πολλές ομοιότητες», μου λέει. «Ήταν εικονοκλάστες, αψηφούσαν τον θάνατο, ήταν πολύ συναισθηματικοί, διψούσαν για περιπέτεια». Είχαν ακόμα παρόμοια ηλικία και έζησαν από πολύ κοντά τον πόλεμο –και κάποια στιγμή, κατά τη διάρκειά του, συναντήθηκαν.
Αυτή η συνάντηση είναι άλλο ένα μεγάλο μυστήριο.
Οι δύο φωτογραφίες του Σμιθ φέρεται ότι πάρθηκαν στο νησί Σαϊπάν του Ειρηνικού, όπου έγινε μία από τις σημαντικότερες Αμερικανο-Ιαπωνικές μάχες του πολέμου. Υπάρχει ένα πρόβλημα, όμως: Η απόβαση στο Σαϊπάν έγινε στις 15 Ιουνίου του 1944, εννέα μέρες μετά την απόβαση στη Νορμανδία.
«Το πιο πιθανό είναι ότι ο Κλωνής έφτασε εκεί κάποια στιγμή σε μια μυστική αποστολή», λέει ο Ένιαρτ. «Αλλά δεν μπορούμε να ξέρουμε ακόμα. Ξέρω ότι ο Σμιθ ταξίδευε συχνά, και απλά πρέπει να ερευνήσουμε τα ταξίδια του και όποια στοιχεία μπορούμε να βρούμε για την θητεία του Κλωνή, ώστε να μάθουμε πότε και που πάρθηκαν οι φωτογραφίες». Στην πορεία, ο Ένιαρτ ελπίζει να μάθει περισσότερα για την υπηρεσία του Κλωνή στον πόλεμο. «Οπωσδήποτε δεν ήταν μια τυπική θητεία», μου λέει. «Συμμετείχε σε υπερβολικά πολλά θέατρα επιχειρήσεων, και είχε εκπαιδευτεί για να χρησιμοποιεί σχεδόν όλα τα όπλα και όλα τα οχήματα –μπορούσε να οδηγεί ακόμα και τανκ. Φαίνεται πως ήταν κομάντο στις Ειδικές Δυνάμεις». Τα παιδιά του Βαγγέλη Κλωνή έχουν αρχίσει ήδη να ψάχνουν όποια στοιχεία μπορούν να βρουν για την θητεία του πατέρα τους, για να διευκολύνουν την έρευνα του Ένιαρτ, και για να μάθουν την αλήθεια. Το αποτέλεσμα, όποιο κι αν είναι, θα είναι συναρπαστικό: Θα είναι η πλήρης, αληθινή ιστορία ενός Έλληνα ήρωα.
Όλα ήταν ματωμένα. Το κύμα που έσκαγε στην αμμουδιά ήταν κόκκινο. Η αμμουδιά ήταν κόκκινη. Και μετά, όταν όλα τελείωσαν, η αμμουδιά δεν φαινόταν, είχε κρυφτεί από τα πτώματα, που στην άκρη της θάλασσας παρασέρνονταν από το κόκκινο κύμα σε ένα μακάβριο λίκνισμα.
Ο Ιρλανδός ήταν δίπλα του στην αρχή. Σέρνονταν μαζί, σαν ένας άνθρωπος, πάνω στην άμμο της Όμαχα Μπιτς, ενώ γύρω τους το μόνο που ακουγόταν ήταν οι σφαίρες: Σφαίρες που σφύριζαν στον αέρα, σφαίρες που καρφώνονταν στην παραλία με ένα κούφιο «παφ» τινάζοντας την άμμο, σφαίρες που έσκαγαν στο νερό και διαπερνούσαν τα σκάφη Χίγκινς, σφαίρες που έσκιζαν σάρκες και τσάκιζαν κόκαλα. Μία σφαίρα βρήκε τον Ιρλανδό στο μέτωπο και διέλυσε το κεφάλι του. Τα μυαλά του χύθηκαν πάνω στον Βαγγέλη.
Την 6η Ιουνίου του 1944, στην δεύτερη από τις πέντε παραλίες όπου θα γινόταν η απόβαση της Νορμανδίας, την επονομαζόμενη Όμαχα Μπιτς, μόνο ένας από τους λόχους του αμερικανικού στρατού αποβιβάστηκε στο σημείο που έπρεπε. Μόνο δύο από τα 29 τανκς που θα πλαισίωναν την απόβαση έφτασαν στην ακτή. Οι βομβαρδισμοί των προηγουμένων ημερών είχαν αστοχήσει τελείως, και έτσι πλήρεις Γερμανικές δυνάμεις φυλούσαν τους λόφους πάνω από την παραλία, και ξερνούσαν μολύβι στους αβοήθητους φαντάρους της Big Red One.
Από τους εκατό πρώτους που πάτησαν στην αμμουδιά, οι 87 σκοτώθηκαν. Μέχρι το μεσημέρι, όταν όλα ήταν κόκκινα και τα πτώματα είχαν καλύψει τα πάντα, μια χούφτα επιζώντες προσπαθούσε να ξεκολλήσει από την παραλία και να καλυφτεί στους πρόποδες των λόφων. Ο Βαγγέλης Κλωνής ήταν εκεί, μέσα στο σφαγείο, και σκεφτόταν την Κεφαλονιά. Πιθανότατα σκεφτόταν ότι δεν θα την ξανάβλεπε ποτέ. Θα επιζούσε, όμως, και θα γυρνούσε ξανά το νησί του, και θα ζούσε μια μεγάλη και γεμάτη ζωή, με τη γυναίκα του και τα παιδιά του, και θα κρατούσε για πάντα τη φωτογραφία του Ιρλανδού στο πορτοφόλι του, και θα γέλαγε και θα φώναζε και θα έπινε, και θα έβριζε σε κάθε ευκαιρία αγίους, Χριστούς και Παναγίες, και η Κική του θα του φώναζε «Θα σε κάψει ο Θεός Βαγγέλη», κι αυτός θα της απάνταγε:
«Δεν με έκαψε στη Νορμανδία, τώρα θα με κάψει;»
Αναδημοσίευση από το "Ελλήνων χώρος"
12 Ιουνίου 2009
Η ομιλία ενός δασκάλου για την 25η Μαρτίου
Σκέφτηκα να σου μιλήσω για τον Καραϊσκάκη,
Αλλά το μυαλό σου θα πάει στο γήπεδο.
Σκέφτηκα να σου μιλήσω για το 21,
Αλλά ο νους σου θα πάει στην Ορίτζιναλ.
Συλλογίστηκα πολύ, για να καταλήξω αν αξίζει να σε ταλαιπωρήσω για κάτι τόσο μακρινό, τόσο ξένο.
Δύο αιώνες πίσω κάποια γεγονότα τι να λένε σε σένα; Σε εσένα που βιάζεσαι να φύγεις,
Να πας για τσιγάρο, για καφέ ή για κάτι άλλο.
Θα σου μιλήσω λοιπόν προσωπικά.
Εγώ ο δάσκαλος που δούλεψα ένα χρόνο σε αυτό το σχολείο και σε δεκαπέντε μέρες φεύγω για αλλού.
Σε εσένα που είσαι εδώ ένα, δύο, τρία ή και περισσότερα χρόνια, θα σου μιλήσω σταράτα
Για να σου εκφράσω δυο σκέψεις μου.
Οι μαθητές που συνάντησα μέσα στις τάξεις, οι μαθητές που δίδαξα φέτος στην συντριπτική τους πλειονότητα με σεβάστηκαν, αν και δεν ανταποκρίθηκαν στις απαιτήσεις του μαθήματος.
Πολλοί όμως από τους υπόλοιπους μαθητές δεν με σεβάστηκαν, με προσέβαλαν κατ' επανάληψη.
Με έργα, με λόγια, με ύβρεις, δείχνοντας ένα χαρακτήρα και ένα ήθος που με σόκαρε, που με έβαλε σε μελαγχολικές σκέψεις.
Αυτό το φαινόμενο αποδεικνύει πως κάτι σάπιο υπάρχει σε αυτό το σχολείο, πως εκτός του γνωστικού ελλείμματος το συγκεκριμένο σχολείο χωλαίνει δραματικά και στο ηθικοπλαστικό του έργο, στην διαμόρφωση δηλαδή των μαθητικών ψυχών και πνευμάτων.
Και η ευθύνη για αυτήν την αποτυχία είναι ευθύνη αποκλειστικά δική μας, των δασκάλων σας και των γονιών σας.
Δεν έχουμε κατορθώσει να σας δείξουμε πως χωρίς αρχές η ζωή σας αύριο θα είναι μια κόλαση, πως χωρίς όνειρα και στόχους θα χρειαστείτε υποκατάστατα, θα καταφύγετε πιθανόν σε επιλογές που θα σας ξεφτιλίσουν, θα σας κάνουν να σιχαίνεστε τον εαυτό σας, θα σας γεμίσουν την ζωή πλήξη και κούραση, θα σας γεράσουν πρόωρα.
Αν όμως θέλετε μια συμβουλή από ένα δάσκαλο,
Σκεφτείτε το παράδειγμα του Μακρυγιάννη, που έφτασε αγράμματος μέχρι τα πενήντα σχεδόν, για να καταλάβει τότε πως η μόρφωση, η καλλιέργεια ήταν το όπλο που έλειπε από την προσωπική του θήκη. Και κάθισε με πολλή δυσκολία και χωρίς δάσκαλο και έμαθε πέντε κολλυβογράμματα, για να μας πει την ιστορία του βίου του, το παραμύθι της επανάστασης των υπόδουλων Ρωμιών.
Αυτό το παράδειγμα είναι για σένα το πιο κατάλληλο,
Και μπορείς τριάντα χρόνια νωρίτερα από τον στρατηγό Μακρυγιάννη να ακολουθήσεις τον δρόμο που εκείνος έδειξε, το μονοπάτι της καλλιέργειας, τον δρόμο της παιδείας, την λεωφόρο της προσωπικής σου προκοπής.
Δεν είστε σε τίποτε λιγότερο ικανοί από τον μπάσταρδο γιο της καλογριάς, τον Αρβανίτη Γιώργη Καραϊσκάκη.
Ήταν κι αυτός αθυρόστομος σαν κι εσάς, αλλά είχε αυτό που από τα αλβανικά μάθαμε σαν μπέσα, ήταν πάνω απ´ όλα μπεσαλής.
Αυτό θα 'θελα να έχετε κι εσείς.
Υπευθυνότητα, μπέσα, τσίπα.
Να αναλαμβάνετε τις ευθύνες σας, να απεχθάνεστε την υποκρισία, να σιχαίνεστε το συμφέρον, να μισείτε το ψέμα και την ευθυνοφοβία.
Η αγάπη για τον τόπο του, η λατρεία για την πατρίδα του ήταν αυτό που χαρακτήριζε την ζωή του Νικήτα Σταματελόπουλου, του Νικηταρά.
Αγωνίστηκε στην διάρκεια της επανάστασης, συνέβαλε στην απελευθέρωση της πατρίδας του κι έπειτα φυλακίστηκε, για να χαθεί σ' ένα στενοσόκακο του Πειραιά, σχεδόν τυφλωμένος, πάμπτωχος και εγκαταλειμμένος από όλους.
Δεν ζήτησε τίποτε από την ελεύθερη Ελλάδα κι όταν οι γύρω του τον παρακινούσαν να απαιτήσει από την κυβέρνηση μια πλούσια σύνταξη, απαντούσε πως η πατρίδα τον αμείβει πολύ καλά, λέγοντας ψέματα, για να μην προσβάλει την πατρίδα του.
Είναι δύσκολο, το κατανοώ, το παράδειγμα του Νικηταρά.
Αλλά νομίζω πως κι εσείς είστε ικανοί για τα δύσκολα, μπορείτε να ακολουθήσετε τον δρόμο της αξιοπρέπειας, να προσπαθήσετε τίμια και με αγωνιστικότητα για εσάς και για το μέλλον της οικογένειας που αύριο θα κάνετε.
Ξέρω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι πως σας προτείνω μια διαδρομή ζωής δύσκολη και απαιτητική, όταν δίπλα σας κυριαρχεί ο εύκολος δρόμος των γονιών, των δασκάλων, των πολιτικών της εποχής στην οποία μεγαλώνετε.
Όμως κάθε εποχή ελπίζει στους νέους της, περιμένει από αυτούς να σηκώσουν ψηλά και με επιτυχία την σημαία του αγώνα και να οδηγήσουν την πατρίδα τους, τον τόπο τους
σε καλύτερες μέρες, σε πιο φωτεινές σελίδες.
Κι όταν βλέπω την εποχή μας να μαραζώνει χωμένη στην αλλοτρίωση, να ξεψυχά από την τηλεοπτική ανία, να μουχλιάζει από το κυνήγι της ευκολίας, μόνο σε εσάς ελπίζω.
Ελπίζω στην ειλικρινή σας διάθεση να αγωνιστείτε, να αντισταθείτε, να πολεμήσετε, να νικήσετε.
Μη μας απογοητεύσετε.
10 Ιουνίου 2009
Ο λύκος μέσα σας
Κάποιο βράδυ ένας γέρος της φυλής Τσερόκι, μίλησε στον εγγονό του για την μάχη που γίνεται μέσα στην ψυχή των ανθρώπων. Είπε:
-Γιέ μου, η μάχη γίνεται μεταξύ δυο λύκων, που υπάρχουν μέσα σε όλους μας.
Ο ένας είναι το Κακό. Είναι ο θυμός, η ζήλια, η θλίψη, η απογοήτευση, η απληστία, η αλαζονεία, η αυτολύπηση, η ενοχή, τα ψέματα, η ματαιοδοξία, η υπεροψία και το εγώ.
Ο άλλος είναι το Καλό. Είναι η χαρά, η ειρήνη, η αγάπη, η ελπίδα, η ηρεμία, η ταπεινοφροσύνη, η ευγένεια, η φιλανθρωπία, η συμπόνια, η γενναιοδωρία, η αλήθεια, η ευσπλαχνία.
Ο εγγονός σκέφτηκε για ένα λεπτό και μετά ρώτησε τον παππού του:
-Ποιος λύκος νικάει;
Και ο γέρο απάντησε:
-Αυτός που ταΐζεις.
-Γιέ μου, η μάχη γίνεται μεταξύ δυο λύκων, που υπάρχουν μέσα σε όλους μας.
Ο ένας είναι το Κακό. Είναι ο θυμός, η ζήλια, η θλίψη, η απογοήτευση, η απληστία, η αλαζονεία, η αυτολύπηση, η ενοχή, τα ψέματα, η ματαιοδοξία, η υπεροψία και το εγώ.
Ο άλλος είναι το Καλό. Είναι η χαρά, η ειρήνη, η αγάπη, η ελπίδα, η ηρεμία, η ταπεινοφροσύνη, η ευγένεια, η φιλανθρωπία, η συμπόνια, η γενναιοδωρία, η αλήθεια, η ευσπλαχνία.
Ο εγγονός σκέφτηκε για ένα λεπτό και μετά ρώτησε τον παππού του:
-Ποιος λύκος νικάει;
Και ο γέρο απάντησε:
-Αυτός που ταΐζεις.
9 Ιουνίου 2009
Εσείς τι πηγάδι είσαστε;
Η πόλη των πηγαδιών
Εκείνη
την πόλη δεν την κατοικούσαν άνθρωποι, όπως όλες τις άλλες πόλεις του
πλανήτη. Σε εκείνη την πόλη κατοικούσαν πηγάδια. Πηγάδια ζωντανά, αλλά
πηγάδια.
Τα
πηγάδια διέφεραν μεταξύ τους όχι μόνο ως προς τον τόπο όπου είχαν
ανοιχτεί, αλλά και ως προς το στόμιο, το άνοιγμα που τα συνέδεε με τον
εξωτερικό κόσμο.
Υπήρχαν
πηγάδια ευκατάστατα και πολυτελή, με στόμιο από μάρμαρο και όμορφα
μέταλλα, πηγάδια ταπεινά από τούβλα και ξύλο, και αλλά πιο φτωχά, απλές
γυμνές τρύπες πού ανοίγονταν στην γη.
Η επικοινωνία μεταξύ των κατοίκων της πόλης γινόταν από στόμιο σε στόμιο, και οι ειδήσεις έφταναν γρήγορα από άκρη σε άκρη.
Μια μέρα, έφτασε στην πόλη μια «μόδα» που μάλλον είχε γεννηθεί σε κάποιο ανθρώπινο χωριό.
Η
νέα ιδέα ήταν ότι κάθε ζωντανό ον που εκτιμούσε τον εαυτό του θα έπρεπε
να φροντίζει πολύ περισσότερο το εσωτερικό παρά το εξωτερικό. Το
σημαντικό δεν ήταν η επιφάνεια, αλλά το περιεχόμενο.
Έτσι έγινε, και τα πηγάδια άρχισαν να γεμίζουν με αντικείμενα.
Μερικά
γέμισαν με κοσμήματα, χρυσά νομίσματα και πολύτιμες πέτρες. Άλλα, πιο
πρακτικά, γέμισαν με ηλεκτρικές συσκευές και μηχανές. Μερικά άλλα
επέλεξαν την τέχνη και γέμισαν με πίνακες ζωγραφικής, πιάνα με ουρά και
εξεζητημένα μεταμοντέρνα γλυπτά. Τέλος, τα διανοούμενα γέμισαν με
βιβλία, ιδεολογικά μανιφέστα και εξειδικευμένα περιοδικά.
Πέρασε ο καιρός.
Τα περισσότερα πηγάδια γέμισαν σε τέτοιο σημείο, ώστε τίποτα άλλο δεν χωρούσε.
Τα
πηγάδια δεν ήταν όλα ίδια, οπότε κάποια συμβιβάστηκαν, ενώ άλλα
σκέφτηκαν πως έπρεπε να κάνουν κάτι για να συνεχίσουν να συσσωρεύουν
πράγματα στο εσωτερικό τους.
Ένα
από αυτά έκανε την αρχή. Αντί να συμπιέζει το περιεχόμενο, σκέφτηκε να
αυξήσει την χωρητικότητά του διευρύνοντας τον χώρο του.
Δεν
πέρασε πολύς καιρός, και άρχισαν και τα υπόλοιπα να μιμούνται την
καινούργια ιδέα… Όλα τα πηγάδια δαπανούσαν μεγάλο μέρος της ενέργείας
τους για να επεκταθούν και να αποκτήσουν περισσότερο χώρο στο εσωτερικό
τους. Ένα πηγάδι, μικρό και απόκεντρο, άρχισε να βλέπει τους συντρόφους
του να επεκτείνονται χωρίς μέτρο. Σκέφτηκε ότι αν συνέχιζαν να
διευρύνονται με αυτόν τον τρόπο, σύντομα θα μπέρδευαν τα όριά τους και
το κάθε ένα θα έχανε την ταυτότητά του…
Ίσως
σκέφτηκε, ξεκινώντας από αυτήν την ιδέα, ότι ένας διαφορετικός τρόπος
για να αυξήσει την χωρητικότητά του ήταν να μεγαλώσει όχι φαρδαίνοντας,
αλλά βαθαίνοντας. Να επεκταθεί σε βάθος αντί για πλάτος. Σύντομα
συνειδητοποίησε ότι όλα όσα είχε στο εσωτερικό του έκαναν αδύνατη την
εργασία της εκβάθυνσης. Αν ήθελε να γίνει πιο βαθύ, όφειλε να ξεφορτωθεί
ολόκληρο το περιεχόμενό του.
Στην αρχή, το κενό το τρόμαξε… Αλλά αργότερα, όταν είδε ότι δεν είχε άλλη επιλογή, το έκανε.
Χωρίς τίποτα στην κατοχή του, το πηγάδι άρχισε να βαθαίνει, ενώ τα υπόλοιπα άρπαζαν τα αντικείμενα που είχε πετάξει.
Μια μέρα, κάτι ξάφνιασε το πηγάδι που μεγάλωνε προς τα κάτω. Κάτω, πολύ κάτω, πολύ στο βάθος… βρήκε νερό!
Ποτέ πριν άλλο πηγάδι δεν είχε ξαναβρεί νερό.
Το
πηγάδι ξεπέρασε την έκπληξή του κι άρχισε να παίζει με το νερό
καταβρέχοντας τα τοιχώματά του, πιτσιλώντας το στόμιό του και, τέλος,
βγάζοντας το νερό προς τα έξω.
Η
πόλη δεν είχε βραχεί ποτέ από τίποτα άλλο πέρα από την βροχή η οποία,
εκ των πραγμάτων, ήταν αρκετά σπάνια. Έτσι, η γη τριγύρω από το πηγάδι,
αναζωογονημένη από το νερό, άρχισε να ξυπνά.
Οι
σπόροι βλάστησαν παίρνοντας την μορφή χλόης, τριφυλλιών, λουλουδιών και
αδύναμων κορμών που μετατραπήκαν αργότερα σε δέντρα. .
Μια έκρηξη χρωμάτων και ζωής απλώθηκε γύρω από το απομακρυσμένο πηγάδι, το οποίο άρχισαν να αποκαλούν: το περιβόλι.
όλοι το ρωτούσαν πως είχε καταφέρει αυτό το θαύμα.
«Δεν είναι κανένα θαύμα» απαντούσε το περιβόλι.
«Πρέπει να σκάψεις στο εσωτερικό, προς τα μέσα».
Πολλοί
θέλησαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα του περιβολιού, άλλα αποδοκίμασαν
την ιδέα όταν συνειδητοποίησαν ότι, για να βαθύνουν, θα έπρεπε πρώτα να
αδειάσουν. Συνέχισαν να διευρύνονται όλο και πιο πολύ, για να γεμίσουν
με περισσότερα ακόμα πράγματα.
Στην άλλη άκρη της πόλης, ένα άλλο πηγάδι αποφάσισε κι αυτό να πάρει το ρίσκο να αδειάσει. Και άρχισε κι αυτό να βαθαίνει.
Και έφτασε και αυτό στο νερό.
Και το έριξε και αυτό προς τα έξω δημιουργώντας μια δεύτερη όαση στο χωριό.
«Τι θα κάνεις όταν θα τελειώσει το νερό;» το ρωτούσαν.
«Δεν ξέρω τι θα συμβεί» απαντούσε. «Αλλά, προς το παρόν, όσο περισσότερο νερό βγάζω, τόσο περισσότερο νερό βρίσκω».
Πέρασαν μερικοί μήνες μέχρι την μεγάλη ανακάλυψη.
Μια μέρα, σχεδόν κατά τύχη, τα δυο πηγάδια κατάλαβαν ότι το νερό που είχαν βρει στο βάθος τους ήταν το ίδιο.
Ότι το ίδιο υπόγειο ποτάμι που περνούσε από το ένα, γέμιζε το βάθος του άλλου.
Κατάλαβαν ότι ξεκινούσε για αυτά μια καινούργια ζωή.
Όχι
μόνο μπορούσαν να επικοινωνούν από στόμιο σε στόμιο, επιφανειακά, όπως
όλοι οι άλλοι, άλλα η αναζήτησή τους, τους είχε προσφέρει ένα νέο και
μυστικό σημείο επαφής.
Είχαν
ανακαλύψει την βαθιά επικοινωνία που πετυχαίνουν μόνον εκείνοι που
έχουν το θάρρος να αδειάσουν από κάθε περιεχόμενο και να ψάξουν στο
βάθος της ύπαρξής τους για να βρουν τι έχουν να δώσουν.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)